Λαμβάνοντας αφορμή από την αξιέπαινη εκδήλωση για τον υμνητή της Δυτικής Κρήτης, και κυρίως των Χανίων, περιηγητή Βαυαρικής καταγωγής Μιχαήλ Δέφνερ, το 1918 και από το πρωτότυπο του βιβλίου του, θ’ αναφερθώ σε ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία αν και κάθε σειρά του έργου αυτού είναι ενδιαφέρουσα.
Αναχωρώντας με άμαξα από Χανιά προς Ρέθυμνο, που η διαδρομή με αυτό το μέσον διαρκούσε 10-12 ώρες, αναφέρει:
«Το μεσημέρι της 5/18 Οκτωβρίου – Παρασκευή -Χαριτίνης Μάρτυρος- ανεχωρήσαμεν από την πλατείαν Αγοράς Χανίων με το ταχυδρομικόν αμάξι, το οποίον κάμνει το δρομολόγιον Χανίων – Ρεθύμνης. Ο καιρός ήτο λαμπρός, ημείς οι δύο ευτυχώς οι μόνοι επιβάται, οι δυο μας βαλίτσες ελαφρές και οι τρεις ταχυδρομικοί σάκκοι ακόμη ελαφρύτεροι. Τα δύο άλογα ήσαν μεν μικρόσωμα, αλλά νέα και καλοθρεμμένα ο αμαξάς, ένα Τουρκόπουλο ζωηρό με μαύρα μάτια, 18 περίπου χρόνων, φορούσε φαρδύ σταχτύ πανταλόνι, πορτοκαλύ ποκάμισο και τίποτε άλλο. Επάνω στα λαδωμένα μαύρα μαλλιά ήταν κολλημένο ένα κόκκινο φέσι»…
Φθάνοντας στ’ Ασκύφου αναφέρεται στα Σφακιά:
«Εφθασα λοιπόν εις τα Σφακιά, τον θεόκτιστον τούτον προμαχώνα της ελευθερίας της Κρήτης. Μου εφάνη, πως ευρίσκομαι εις τας Αλπεις της Βαυαρίας και της Ελβετίας, όπου ως φοιτητής περιώδευον κατά τας θερινάς διακοπάς. Οποιος περιπατεί εις τα όρη και εις τα φαράγγια, δεν ημπορεί παρά να γείνη παλλικάρι και να αγαπά την ελευθερίαν. Εις τα όρη, χωρίς όμως ληστάς, κατοικεί η Ελευθερία»…
Στην Αράδαινα, τον υποδέχθηκε και φιλοξένησε ο Θεόδωρος Κοπάσης, πατέρας του αγωνιστή του Αλβανικού Μετώπου και της Μάχης της Κρήτης Νίκου Κοπάση, που απεβίωσε πέρυσι στα 100 του χρόνια και παππούς του Λευτέρη.
Στην Αγία Ρουμέλη, φιλοξενείται για φαγητό στο μαγαζί του Α. Κόρκακα και για ύπνο στον σταθμό Χωροφυλακής και με τα γραφόμενά του επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μου για αναφορά σε έντυπα στην Παλαιά και Νέα Αγία Ρουμέλη, που δεν υπήρξαν ποτέ έτσι. Αναφέρει ρητά την Αγία Ρουμέλη όπου διέμεινε και ρητά και σε φωτογραφία την Ανω Αγία Ρουμέλη.
Για το χωριό της Σαμαριάς αναφέρει:
«Πόσες προσευχές, πόσους οδυρμούς, πόσα κλάματα και πόσα ταξίματα ήκουσεν αυτή η Οσία Μαρία από απελπισμένες γυναίκες και δυστυχή παιδιά, που κατά τας διαφόρους επαναστάσεις τρέμοντα κατέφευγαν εκεί ως εις σωτήριον κρησφύγετον, ενώ οι άνδρες, πατέρες και αδελφοί επολεμούσαν με τους Τούρκους υπέρ της ελευθερίας των!
Η θέσις του μικρού χωριού είνε εξόχως ρωμαντική, αλλ’ οι κάτοικοι στερούνται τον ευεργετικόν ήλιον, τον οποίον τους παίρνουν τα πέριξ βουνά. Τον χειμώνα ο ήλιος μόλις 3 ώρες βλέπει το χωριό, το καλοκαίρι 4 ½. Τον χειμώνα τούς πλακώνουν τα χιόνια και την άνοιξιν τα νερά. Τρεις – τέσσαρες μήνες είνε εκεί μέσα φυλακισμένοι. Ούτε προς τα κάτω ημπορούν να περάσουν, ούτε προς τα επάνω. Και με όλα αυτά και με όλους τους πυρετούς που τους βασανίζουν, μένουν καρφωμένοι εις τον τόπον τους, και αν τύχη και ερωτήσης κανένα, αν επήγε στα Χανιά, σού απαντά: “Και τι θέλω εγώ στα Χανιά;” Ο χωρικός είνε στενά συνδεδεμένος με τον τόπον που γεννήθηκε. Μήπως τριγύρω στον Βεσούβιον δεν είνε χωριά; Πολλές φορές κατεστράφησαν και πάλιν ξανακτίζονται στο ίδιο μέρος.
Οι Σαμαριώται έχουν μικρούς κήπους με καρποφόρα δέντρα και λαχανικά, και βγάζουν και λίγο κριθάρι, ζουν από το κυνήγι και από την υλοτομίαν»…
Στον Ομαλό, πάλι, φιλοξενήθηκε στο Φυλάκιο Χωροφυλακής και γευμάτισε με την πατάτα Ομαλού, που όπως του ανέφεραν οι άνδρες του φυλακίου, αποτελούσε τη μοναδική τροφή τους πρωί, μεσημέρι και βράδυ!
Μήπως θα ήταν δυνατόν να επανεκδοθεί αυτό το τόσο ενδιαφέρον οδοιπορικό;
Ας σημειωθεί ότι, ο εγγονός του, ο Μιχαήλ Ο. Δέφνερ, υπήρξε φανατικός φίλος των Χανίων και του Ορειβατικού μας και ήταν ο πρώτος για χρόνια πρωταθλητής στους χιονοδρομικούς αγώνες που τελούνταν τη δεκαετία του 1930 και θεμελιωτής της χιονοδρομίας στη χώρα μας. Στο μοναδικό πανελλήνιο χιονοδρομικό αγώνισμα στα Λευκά Όρη (Γαλάτης Ομαλού) το έτος 1974 ήταν ο Αλυτάρχης.
Επίσης, διετέλεσε πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Αθηνών, καθώς και της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας – Αναρρίχησης (πρώην Κεντρικό Συμβούλιο).