Αυτή κρατούσε σε εγρήγορση τη Συνείδησή του».
Αυτά έγραφε µεταξύ άλλων, στο άρθρο του σε αθηναϊκό φύλλο, ο καθηγητής Εθνολογικού και Λαϊκού Πολιτισµού, στο Πανεπιστήµιο Θεσαλίας, ο Ευάγγελος Αυδίκος.
Αναφέρεται µε τις σκέψεις του, σε δύο πρόσωπα επιφανή, αν και εκ διαµέτρου αντίθετα! Τον ποιητή, συγγραφέα και ευαίσθητο διανοούµενο, Μιχάλη Γκανά, και τον κορυφαίο επιχειρηµατία Βαρδή Βαρδινογιάννη. Στους δύο, µε κριτήριο το ότι, από σύµπτωση βεβαίως, έφυγαν την ίδια µέρα, “µοιράζει” ένα πολύ ενδιαφέρον, µικρό κείµενο, χαιρετίζοντας µε σεβασµό την έξοδο δύο προσωπικοτήτων, που και οι δύο, είναι αλήθεια, άφησαν αποτύπωµα, βαθύ στην ελληνική πραγµατικότητα! Αποτύπωµα βαθύ, που, ως… “κοίτη ευρύτατη” χωρεί την ποιητική ευαισθησία και το αγωνιστικό ήθος του ανδρός, αλλά και την οικονοµική δηµιουργία του ρεαλισµού, που για δεκαετίες δοµεί µιαν αυτοκρατορία της ισχύος του χρήµατος, ο έτερος άνδρας. Ο Βαρδινογιάννης.
… Βλέποντας πολύ πρωί στο ∆ιαδίκτυο την απώλεια του Μιχάλη Γκανά, η συγκίνησή µου, αµέσως “ανταµώθηκε” µε τη νοσταλγία των εικόνων, της πρώτης µου γνωριµίας µε τους στίχους του. Κατ’ αρχήν. Επρόκειτο για ένα σκυλί, που, αν και είχε πεθάνει εκείνος που το είχε, πήγαινε λέει µε δροσερό µουσούδι στα αγριόχορτα που του ‘ριχνε το ψωµί, και µύριζε το χώµα…
Στο περίπου, ο στίχος. Καιρό αργότερα, χρησιµοποίησα, δηµοτική διασκευή του, ένα µικρό µέρος της, για το Τραγούδι του νεκρού αδερφου. Ήταν οµιλία για τον “Παιδικό Λόγο” καλεσµένη σε εκδήλωση των ∆ηµοτικών Σχολείων της περιοχής, που είχαν συµπράξει, σ’ Έκθεση Παιδικού Βιβλίου.
Αξέχαστες χαρές, αν και περασµένα είκοσι χρόνια… Μπορεί και είκοσι πέντε. Έκτοτε, παρακολουθούσα τους στίχους του, πρσφιλής µου συνήθεια, έτσι κι αλλιώς! Ο στίχος του, έγραψαν, δεν ανταγωνίστηκε την ποιησή του, και το αντίθετο. Εγώ ένιωσα τη δροσιά των εικόνων του, τα χρώµατα, κι ένα αδιόρατο χιούµορ, να φτερουγίζει σε λέξεις, που προσιδίαζαν στην “αυθάδεια” του Μανώλη Ρασούλη, αλλα και την “αρωµατική τρυφερότητα” του Θοδωρή Γκόνη, στη µελοποίηση, πάντα εξεφρασε τη γοητεία του… ανορθόδοξου, του πρωτότυπου.
“Καράβια βγήκαν στη στεριά και πιάσανε τα όρη”. “Τα κορµιά και τα µαχαίρια άντε µη βρεθούν σε λάθος χέρια κάποιο φονικό θα γίνει”… “∆εν είχα όρεξη που λες να µάθουν όλες οι φυλές, πως ήµουν λυπηµένος…”. “Κι αν σε θέλω κι αν µε θέλεις, τίποτα δεν βγαίνει… στο µεσαίο το κατάρτι είµαστε δεµένοι”… Ο Μίκης, ο Ξυδάκης, ο Παπαδηµητρίου έδωσαν πνοή στον στίχο του, και άλλοι ακόµη… Έχω βιβλία του, τους “στίχους” του, τις διασκευές των Οµηρικών Μύθων, τις “Μικρές Ιστορίες γυναικών” που αγαπώ πολύ, αλλά και… moto µου, τη ρήση του!
“Να µην κοιτάς, µα να παρατηρείς. Γιατί η παρατήρηση είναι διάρκεια”.
Αυτά τα λίγα, ελάχιστα δηλαδή, ελάχιστα για τον “Ταξιάρχη” που είχε την ελληνικότητα ζωγραφισµένη, στην ελαµένη του σπαθιού του!