Τα θαλάσσια ύδατα της χώρας μας κρατούν στα “σπλάχνα” τους, στα σκοτεινά τους βάθη , μυστικά που αποκαλύπτονται με τυχαίους τρόπους. Οκτώβριος του 1900. Μια εξειδικευμένη ομάδα αλιείας σπόγγων, κατά την επιστροφή της από την Αφρική, ήρθε αντιμέτωπη με μια ιδιαίτερα έντονη θαλασσοταραχή, που είχε ξεσπάσει.
H ομάδα υπό την προτροπή του Δημήτριου Κοντού, προσάραξε στο νησί των Αντικυθήρων. Δεν πέρασε αρκετή ώρα και τα μέλη του πληρώματος αποφάσισαν να καταδυθούν για εύρεση σπόγγων στην ακτογραμμή του νησιού. Περίπου στα 42 μέτρα βάθος, ο Ηλίας Σταδιάτης (το πρώτο μέλος όπου καταδύθηκε), αντίκρισε ένα αρχαίο ναυάγιο περίπου 50 μέτρων, να κείτεται στον βυθό με μπρούτζινα και μαρμάρινα αγάλματα. Αμέσως καταδύθηκε και ο Δημήτριος Κοντός, με έναν ακόμη δύτη, οι οποίοι επιβεβαίωσαν το γεγονός, ενώ κατόρθωσαν να φέρουν στην επιφάνεια και τμήμα ενός αγάλματος. Η ανακάλυψη ήταν απρόσμενη.
Το βυθισμένο πλοίο ήταν Ρωμαϊκής κατασκευής, στα πρότυπα των ιστιοφόρων και χωρητικότητας περίπου 300 τόνων ενώ χρησιμοποιούνταν κατά τον 2ο προς 1ο αιώνα π.Χ. Τα πλοία τούτα συνήθως ταξίδευαν από την Ιταλία, προς την χώρα μας και μετέπειτα στην Μικρά Ασία. Ξεκινούσαν το ταξίδι τους την άνοιξη, πραγματοποιώντας εμπορικές συναλλαγές κυρίως στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Χρονολογικά, εξετάζοντας κοινά αντικείμενα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του όπως οικιακά σκεύη, το ναυάγιο τοποθετήθηκε στο 80 – 50 π.Χ, χρονολόγηση με την οποία συμφωνούν όλοι σχεδόν οι ειδικοί, ενώ το πλοίο χαρακτηρίστηκε ως εμπορικό σκάφος που εκτελούσε το δρομολόγιο από την Ρόδο προς την Ιταλία, με ενδιάμεσο σταθμό το λιμάνι του Πειραιά. (Χρήστος Δ. Λάζος, Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων). Δεν είναι λίγοι οι ερευνητές, οι οποίοι υποθέτουν, ότι μετέφερε λάφυρα του Ρωμαίου Στρατηγού “Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα” (138-78 π.Χ).
Το αμέσως χρονικό διάστημα, η ομάδα του Δημήτριου Κοντού, σε συνεργασία με τον καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Οικονόμου, το Υπουργείο Παιδείας και τον Υπουργό Σπυρίδωνα Στάη γνωστό Αρχαιολόγο και το βασιλικό πολεμικό ναυτικό ξεκίνησαν περαιτέρω έρευνα στο ναυάγιο, ανακαλύπτοντας θαυμάσια ευρήματα τα οποία και αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Ανάμεσα στα ευρήματα, τα οποία στεγάζονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, ήταν ένα χάλκινο άγαλμα νεαρού άνδρα του 5ου αιώνα π.Χ. (Ο έφηβος των Αντικυθήρων), ένα αξιόλογο χάλκινο κεφάλι ηλικιωμένου άνδρα (Ο Φιλόσοφος των Αντικυθήρων), διάφορα μαρμάρινα γλυπτά, γυάλινα σκεύη, νομίσματα, και φυσικά ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων.
Η απρόσμενη ανακάλυψη ενθουσίασε τον ιστορικό-αρχαιολογικό κόσμο, με αποτέλεσμα να μην γίνουν άμεσα αντιληπτά τα υπολείμματα, ενός παράξενου ξύλινου κιβωτίου που έφερε κάποια υποτυπώδη ίχνη μηχανισμού, σε κακή βέβαια κατάσταση. Η σημασία του Μηχανισμού έγινε αισθητή στις 23 Μαίου 1902, όταν και ο μαθηματικός Σπυρίδων Στάης εξέταζε τα ανακτηθέντα από το ναυάγιο αντικείμενα. Εντύπωση προκάλεσε στον ίδιο ένα σκουριασμένο μπρούτζινο αντικείμενο πλαισιωμένο από ξύλο, το οποίο έφερε γρανάζια.
Η μετέπειτα ενασχόληση των ειδικών με τον μηχανισμό πυροδότησε πληθώρα επιστημονικών διαξιφισμών και διαφωνιών για αρκετά έτη. Τούτο μέχρι το καλοκαίρι του 1958 όταν ο ‘Άγγλος Φυσικός, Ιστορικός της Επιστήμης Ντέρεκ Τζ. Ντε Σόλα Πράις (Derek John de Solla Price, 22 Ιανουαρίου 1922 – 3 Σεπτεμβρίου 1983), κατέφτασε στην Αθήνα και με τη βοήθεια του ειδικού επιγραφολόγου Γεώργιο Σταμίρη, εξέτασε τον μηχανισμό. Για αρκετά έτη, ο Πράις κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες να λύσει το πρόβλημα της ταυτότητας του μηχανισμού. Το έτος 1971 αποφάσισε, σε συνεργασία με τον Πυρηνικό Φυσικό Χαρ. Καρακάλο να χρησιμοποιήσει ακτίνες Γ και μετέπειτα ακτίνες Χ έτσι ώστε να ραδιογραφήσει, το εσωτερικό των τμημάτων του μηχανισμού. Με το πέρας των αναλύσεων, ο Πράις το έτος 1974 δημοσίευσε το περίφημο σύγγραμμα για τον μηχανισμό, στο οποίο καταλήγει ότι: «ο μηχανισμός πλέον μπορεί να θεωρηθεί ως ημερολογιακό υπολογιστικό μηχάνημα του Ήλιου και της Σελήνης, όπου κατασκευάστηκε γύρω στο 87 π.Χ. και ίσως χρησιμοποιήθηκε για ένα ή δύο έτη, στην διάρκεια των οποίων είχε υποστεί αρκετές επισκευές». Ταυτόχρονα αναφέρει: «ίσως κατασκευάστηκε από μηχανικό που είχε σχέση με τη σχολή του Ποσειδωνίου στη νήσο Ρόδο, ενώ το σχέδιο του μηχανισμού ίσως είχε ξεκινήσει ο ίδιος ο Αρχιμήδης». (Χρήστος Δ. Λάζος, Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων)
Στο σύγγραμμα του ο Πράις πραγματοποιώντας μια γενικότερη αναθεώρηση των πλακών και των διαφόρων εξαρτημάτων του μηχανισμού καταλήγει ότι αποτελείται από: 1) πλάκα ή πλάκες μπροστινής θυρίδας, 2) μπροστινό ωρολογιακό δίσκο και πλάκες παραπήγματος, 3) πλάκες-δείκτες Ήλιου και Σελήνης, 4) διαφορικό τροχό Α και κινητήριο ακραξόνιο, 5) κύριο κινητήριο τροχό στον άξονα Β, 6) κύρια εμπρόσθια και οπίσθια πλάκα, 7) διαφορικό περιστροφικό μηχανισμό στον άξονα Ε, 8) πίσω ωρολογιακό δίσκο και 9) πλάκα ή πλάκες οπίσθιας θυρίδας. (Κάθε ένα από τα ως άνω τμήματα αναλύονται ξεχωριστά στην ανάλυση του Πράις).
Ταυτόχρονα, αξιοσημείωτο στοιχείο του μηχανισμού αποτελούν και οι επιγραφές που παρουσιάζονται σε αρκετά σημεία του, με τις περισσότερες να θεωρείται αδύνατο να αναγνωστούν λόγω της διάβρωσης, οπότε σε αρκετά σημεία η ανάγνωση είναι απλά υποθετική. Ουσιαστικά υπάρχουν 3 κύριες επιγραφές και αρκετές δευτερεύουσες και όπως σημειώνει ο Πραίς μοιάζουν να έγιναν όλες από το ίδιο χέρι αλλά σε 3 διαφορετικά μεγέθη. Ο ίδιος τονίζει ότι το σχήμα και το περιεχόμενο τους ταιριάζει με το παραδοσιακό ελληνικό ημερολόγιο και κυρίως αυτό του Γέμινου (αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος και γεωγράφος, 1ο αιώνα π.Χ), ενώ άκμασε στο νησί της Ρόδου.
Η ελληνική θάλασσα φύλαξε στα σπλάχνα της μια μοναδική μαρτυρία για την ικανότητα των προγόνων μας να κατασκευάζουν εκλεπτυσμένους αστρονομικούς μηχανισμούς με γρανάζια. Όπως σημειώνει ο Πράις στην διατριβή του: «πουθενά στον κόσμο δεν φυλάσσεται τίποτα παρόμοιο με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων», για να συμπληρώσει στο τέλος : «τίποτα που να συγκρίνεται με τον μηχανισμό δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρχαίο επιστημονικό κείμενο ή λογοτεχνικό υπαινιγμό. Αντίθετα από όλα όσα ξέρουμε για τις επιστήμες και την τεχνολογία της Ελληνιστικής περιόδου, θα έπρεπε να συναγάγουμε το συμπέρασμα πως τέτοια κατασκευή ήταν αδύνατο να υπήρχε τότε».
Πηγές:
Χρήστος Δ. Λάζος, Ο Υπολογιστής των Αντικυθήρων, ΑΙΟΛΟΣ, Αθήνα 1994 / Price, D.J. de Solla, Gears from the Greeks. The Antikythera Mechanism: A Calendar Computer from ca. 80 B. C / Willard Bascom, Deep water, ancient ships: The treasure vault of the Mediterranean