Η σχέση του αποδημήσαντος Μίκη Θεοδωράκη με την Κρήτη αναμφισβήτητα είναι πολύ βαθιά, καθώς η επιθυμία του να ενταφιαστεί εδώ υποδηλώνει. Περαιτέρω, γυρνώντας πίσω κάποιες δεκαετίες, την ανιχνεύουμε και ανακαλύπτουμε μέσα στο έργο του.
Να ξεκινήσουμε από την “Απαγωγή” (1960), ποίημα γραμμένο από τον ίδιο τον συνθέτη – ιδιαίτερα σημαντικό αυτό- που τραγουδήθηκε ανεπανάληπτα από τη Μαίρη Λίντα.
Να θυμίσω την υπόθεση: Ο ποιητής ξεκινά με μιά βαρκούλα από τον Κάτω Γαλατά, καβάλα στο νοτιά και φτάνει στην Αθήνα. Ώρα του δειλινού, ο ανθισμένος κήπος της αγαπημένης του τον περιμένει να κόψει τα τριαντάφυλλα, να κόψει τ’ άστρα τ’ ουρανού και τον αυγερινό. Η βαρκούλα, φυσικά, διαθέσιμη στην αναμονή. Μπαίνουν μέσα και το ταξίδι της επιστροφής ξεκινά. Λουλούδια και φιλιά, δυό γλάροι ταξιδεύουν καβάλα στο βοριά αυτή τη φορά. “Και να τη η Κρήτη φάνηκε γαλάζια και ξανθιά, τη θάλασσα στα μάτια της, τον ουρανό στην αγκαλιά, τον ήλιο στα μαλλιά”. Η βαρκούλα θα αράξει μπροστά σε μιά σπηλιά – χάδια, καβούρια και φιλιά. “Στη μάνα μου, στον κύρη μου λέγω και τραγουδώ, σας φέρνω την τριανταφυλλιά, σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού και τον αυγερινό”.
Από το ποίημά του αυτό φαίνεται πολύ πιθανό να είχε επιθυμήσει να περάσει όλη του τη ζωή στην Κρήτη.
Πάμε, τώρα, στο άσμα του “Τη ρωμιοσύνη μην την κλαίς”, που τόσο παθιασμένα τραγούδησε επίσης. Βρίσκεται στον δίσκο του με τίτλο “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”. Σχετικά διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια: “Πρόκειται για 18 τετράστιχα του Γιάννη Ρίτσου, εκ των οποίων τα 16 ο ποιητής τα έγραψε στο Παρθένι της Λέρου στις 16-9-1968, ύστερα από κρυφή έκκληση του Μίκη Θεοδωράκη. Τα άλλα δυο τα έγραψε στη Σάμο την Πρωτομαγιά του 1970. Τα ποιήματα
είναι γραμμένα στη φόρμα των δημοτικών λιανοτράγουδων, σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με πυκνό αλλά λιτό ύφος. Η σύνθεση του δίσκου έγινε στο Παρίσι τη διετία 1971-1973 από τον Μίκη Θεοδωράκη…”.
“Τη ρωμιοσύνη μην την κλαίς εκεί που πάει να σκύψει
… Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει…”
Παρατηρούμε ομοιότητα με το ριζίτικο που του τραγούδησαν κατά την ταφή του, και στον δεκαπεντασύλλαβο στίχο, κάτι που γεννά βάσιμα και εύλογα την υπόνοια, πως το συγκεκριμένο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου βασίστηκε ακριβώς στο ριζίτικο εκείνο, που παραθέτω ολόκληρο:
Τον αντρωμένο μην τον κλαίς όντε κι αν αστοχήση
μ’αν αστοχήση μιά και δυό πάλ’ αντρωμένος είνε
πάντά ΄ν΄ η πόρταν τ’ανοιχτή κ’η τάβλαν του στρωμένη
και τ’αργυρόν του το σκαμνί όμορφα στολισμένο
χαροκοπούν οι φίλοιν του χαρά στον αντρωμένο.
Εδώ, ας μου επιτραπεί ένας αυτοσχεδιασμός πάνω σε αυτά τα χνάρια:
Τον Θεοδωράκη μην τον κλαίς όσο και να μας λείπει
γιατί κι αν λείπει φανερά πάλι μαζί μας θα ΄ναι
πάντα η πόρταν τ’ ανοιχτή και μουσική θα παίζει
τ’ αξέχαστα τραγούδιαν του με τ’ όμορφο στιχάκι
χαροκοπούν οι φίλοιν του χαρά στον Θεοδωράκη.