«Δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ τη φλόγα που τον τρώει», Ν. Καζαντζάκης, στ. 884 Ψ. (Οδύσσεια): Αυτός ο στίχος του Νίκου Καζαντζάκη θ’ αποτελέσει το παράθυρο της αναφοράς μας στην πολυσύνθετη προσωπικότητα του Μίκη Θεοδωράκη. Γιατί, όταν ο ίδιος άνοιξε δρόμους-με τους «Δρόμους του Αρχάγγελου»-γνωριμίας με το έργο του, πότε, πού και πώς γεννήθηκαν η μουσική και τα τραγούδια του, όταν υπάρχουν οι «ειδικοί» μουσικολόγοι που θα μιλήσουν για τη μουσική του, για μας τους απλούς ανθρώπους μένει να πάρουμε έναν άλλο δρόμο. Ξεκινώντας από τις δικές μας τις καρδιές που γέμισαν με αγάπη και ενθουσιασμό, μέθη και παραλήρημα από τα τραγούδια του, να προσδιορίσουμε τα αίτια αυτών των συναισθημάτων που μορφοποιούνταν άλλοτε σε μυστική επικοινωνία και ιερή μέθεξη και άλλοτε σε δυναμικές πράξεις και κινήματα.
Φώτισε τα μονοπάτια της αυτογνωσίας μας
Κι αν δεν είχαν όλοι την τύχη να γνωρίσουν από κοντά και ν’ αγαπήσουν τον άνθρωπο, καθοδηγητή, αγωνιστή και πρωτεργάτη στους πολιτικούς και πολιτιστικούς αγώνες του ’60, για όλους όμως η φλόγα που τον έτρωγε, έφεγγε και διάλυσε την ανυπαρξία μας, λαμπάδιαζε και φώτισε τα μονοπάτια της αυτογνωσίας μας. Σκληροί οι καιροί, δύσκολα τα χρόνια τα φοιτητικά της γενιάς του ’60. Μια φωτεινή σχισμή στις αναμνήσεις μας οι συναυλίες του Μ. Θεοδωράκη. Εκείνη η πρώτη, που η «Θέμις» (Σύλλογος Φοιτητών της Νομικής) οργάνωσε στο υπόγειο θέατρο «Αλάμπρα». Ποιος έχει ξεχάσει το τρακ του πρωτοεμφανιζόμενου Μπιθικώτση-δεν μπόρεσε τελικά να τραγουδήσει-και τη σιγανή, βραχνή φωνή του Μίκη στο «Παλικάρι». Αργότερα η συναυλία στο «Κεντρικόν» και ύστερα κι άλλες κι άλλες…
Πυρπολούσε το ακροατήριο
Εκτός από τη «σφραγίδα της δωρεάς» ένα άλλο στοιχείο της προσωπικότητάς του είναι η πειθώ, η έλξη που ασκεί-όχι μόνο στην ορχήστρα που διευθύνει-η μυστική, μαγευτική επικοινωνία με τον ερμηνευτή του τραγουδιού του, η φλόγα που τον δονεί, που μεταδίνεται και πυρπολεί το ακροατήριό του.
Είναι οι αποσκευές που κουβαλάει από Χίο (1925), Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Γιάννενα (1930-32), Αργοστόλι (1933-36), Πάτρα (1937-38), Πύργο (1938-39), Τρίπολη (1939-43), Αθήνα (1943), σταθμοί της ζωής και της πνευματικής του πορείας. Άνυδροι τόποι για έναν εκκολαπτόμενο μουσικοσυνθέτη προβάλλουν μέσα από την αυτοβιογραφία του («Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», τ.Α’, σελ.16). Πλούσιοι όμως και γεμάτοι από φτώχεια, κοινωνικές ανισότητες και αδικίες ανοίγουν-πρόωρα ίσως-τα μάτια ενός παιδιού, σφυρηλατούν ένα χαρακτήρα ανυπότακτο, δυναμικό, απόκοτο.
Η κρητική σφραγίδα «των άκρων»
Αχνές οι αναφορές του Μίκη Θεοδωράκη στην κρητική καταγωγή του. Δικαιολογημένα, μια και δεν έχει βιώματα, δεν έζησε πολύ στην Κρήτη. Κάπου όμως, παρακολουθώντας την πορεία του μέχρι σήμερα και μάλιστα εκεί που νομίζεις πως χάνεις το στίγμα του, πως δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις, ανακαλύπτεις το πείσμα και την αποκοτιά ενός Ζορμπά που στήνει το ορυχείο του για την εξόρυξη ελληνοτουρκικής φιλίας, κόντρα στον «άνεμο των καιρών», τη δυσπιστία, την ειρωνεία και τα πικρά λόγια. Ένα Ζορμπά που «πεθαίνει χορεύοντας ή τραγουδώντας». Ξεπερνά τα στεγανά του κοινωνικού κομφορμισμού, της συμβατικότητας και τυπικής λογικής και «παθιάζεται» γι’ αυτά που αγαπά, που πιστεύει, που ονειρεύεται.
Αυτή η κληρονομική κρητική σφραγίδα «των άκρων» δεν βολεύεται σε ήσυχους καιρούς. Δεν γίνεται αποδεχτή εύκολα στους καθημερινούς συμβιβασμούς μας. Την αναγνωρίζουμε και τη χρησιμοποιούμε, όταν την έχουμε ανάγκη. «Έτσι είμαι εγώ. Όταν δίνομαι, τα δίνω όλα. Είπαμε, ή όλα ή τίποτα» («Δρόμοι του Αρχάγγελου», τ.Β’, σελ.193). Όλα ή τίποτα στους αγώνες, στην αγάπη της Μυρτώς, στην ίδια τη ζωή. Έτσι περνά πλευρίτιδες «στο πόδι». Έτσι περνά ολόκληρη νύχτα στο βόθρο του κτιρίου χωροφυλακής στον Εύδηλο κι όμως δεν υπογράφει.
Αυτό το πάθος ανυψώνει το Μίκη Θεοδωράκη «ν’ αντιμετωπίσει με ανοιχτό πουκάμισο τ’ αγιάζι του κόσμου» και να ανθίσει η πολιτιστική άνοιξη του ’60. Για τα παιδιά κυρίως της επαρχίας που έφταναν, την εποχή εκείνη, φοιτητές στην πρωτεύουσα η παιδεία έφτανε στα Πανεπιστήμια και τις πανεπιστημιακές έδρες … Η ιστορική γνώση μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους. Για τη φιλοσοφία, υπήρχε μόνο ο Πλάτωνας και η λογοτεχνία σταματούσε στην Επτανησιακή Σχολή και τον Παλαμά.
Η παρουσία του ανέβηκε όπως η πυρά στα ύψη του μύθου
Μέσα από το φοιτητικό κίνημα, τους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους, που σχεδόν όλοι ήταν μαχητικά προοδευτικοί, ψάχναμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, προσπαθούσαμε ν’ αυτοπροσδιοριστούμε. Επιστρατεύοντας τη λόγια ποίηση στο λαϊκό τραγούδι ο Μίκης Θεοδωράκης μας πρωτογνώρισε τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Κατσαρό, Χριστοδούλου κ.α. και άνοιγε ένα καινούριο παράθυρο μουσικής μέθεξης για όλο τον ελληνικό λαό.
Έτσι, ασυνείδητα ή συνειδητά, απογειωνόσουν από τη θλιβερή πραγματικότητα και συμμετείχες σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις για μια πολιτική επανάσταση και μια πολιτιστική άνοιξη. Για μια ίσως ονειρική πραγματικότητα, για μια ποιότητα ζωής, που συνειδητοποιούσαμε ότι επιτήδεια μας έκρυβαν την ύπαρξή της, γιατί βόλευε ένα ολόκληρο κοινωνικό κατεστημένο να μένουμε αιώνια ανυποψίαστοι. Να μη διεκδικήσουμε ό,τι εξαρχής μας στερήσανε, μολονότι μας ανήκε.
Στην πολιτιστική αυτή έκρηξη ’60-65 πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι υπήρξαν πρωτεργάτες. Η παρουσία όμως του Μίκη Θεοδωράκη ανέβηκε όπως η πυρά στα ύψη του μύθου. Ήταν ο δημεγέρτης, γιατί από τα τραύματα και τις ανοιχτές ακόμη πληγές, τις φυλακίσεις, τις εξορίες και τα βασανιστήρια ανάβλυζαν η ζωή και το όνειρο, τα ιδανικά και ο αγώνας για την πραγμάτωσή τους.