Κάθε τόπος φτιάχνει τους μύθους του. Ρόλους – καλούπια, που περνούν από γενιά σε γενιά, προστατεύοντας και προάγοντας τ’ ανθρώπινα. Και καλείται εκάστοτε να βρεθεί ο κατάλληλος, να φορέσει αυτούς τους βαρείς κι ασήκωτους ρόλους, τα χρέη και τις προσδοκίες ολόκληρου του κοινωνικού ιστού του τόπου. Ένας τέτοιος ρόλος είναι η ζωή και το έργο του Βαγγέλη Κακατσάκη.
Aυτά σκέφτομαι κρατώντας στα χέρια τις « Στάσεις» του, «Μια στάση εδώ, μια στάση εκεί», κι έχοντας δίπλα μου την τελευταία του ποιητική συλλογή, «Όπως το ψωμί». Αναρωτιέμαι – εστιάζοντας στη φράση του «Ποίηση είναι η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας σε βαθμό υπέρτατο» – πού φορτίζεται σε υπέρτατο βαθμό και φορτίζει κι εμάς συγκινησιακά ο Κακατσάκης. Στην ποίηση ή στα πεζά του; Στο «Γράμματα στην Παναγιά» με τη λατρευτική και θρησκευτική συγκίνηση, στα δημοσιογραφικά ορόσημα και στάσεις ζωής «Πεταχτά» και «Μια στάση εδώ και μια εκεί», ή στις ποιητικές του συλλογές, «Κάζοβαρ», «Τα άλογα του χρόνου», «Όταν γίνεις ποίημα» ή το πιο πρόσφατο «Όπως το ψωμί»;
Από τον πληθωρικό και συγκινησιακά φορτισμένο πεζό του λόγο, ως τα ονοματισμένα ποιήματά του, «χιλιοζυμωμένος» και «μοσχομυριστός» ο λόγος του. Ποιητής όταν αρθρογραφεί, κι αγκαλιάζει κάθε πτυχή ζωής στον Αποκόρωνα, – από τη χούφτα το χώμα του κάμπου και το πετραδάκι ανάπλαγα στις Μαδάρες, ως τα γάργαρα νερά των πηγών και την αλμύρα της θάλασσας -, ποιητής κι όταν πετά, σαν τη μέλισσα, από χωριό σε χωριό κι από πολιτιστικό γεγονός σε άλλο, εργάτης της πληροφόρησης. Ποιητής στην πρόζα, άλλο τόσο ποιητής και τεχνίτης στο στίχο.
Αφήνοντας το παραπάνω ερώτημα και μπαίνοντας στην ψίχα του λόγου του Κακατσάκη τρεις είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται, ζει και δημιουργεί. Ο Τόπος, ο Θεός κι η Μάνα του. Είναι το σταθερό τρίπτυχο, το αξιακό, γεωγραφικό και ψυχοδυναμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αντλεί περιεχόμενο, μορφή και αξίες. Και η σχέση του με τους τρεις αυτούς Πόλους ζωής, είναι προσωπική και κατεξοχήν αγαπητική. Η μάνα – γυναίκα, που είναι όλες οι γυναίκες του τόπου μας, Ο Θεός σε εκκλησίες κι ερημοκκλήσια κι ο Αποκόρωνας.
Αν και λέει πως ο δικός του Ιορδάνης είναι το Νίππος και η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, Ιορδάνης του είναι ο Αποκόρωνας. Είναι η «Πόλη» του, με την αρχετυπική έννοια του όρου, Πόλη ίσον Ναός και γύρω του οι πολίτες σε μια ιδανική σύνθεση αλληλεξάρτησης κι αλληλεπίδρασης, όπου τίποτα δε μένει ακίνητο, όλα ρέουν κι όλα χωρούν. Αυτού του Τόπου πολίτης ο Κακατσάκης μεταλλάζει απλά κι αθόρυβα την καθημερινότητα σε ποίηση.
Πλούσιος μεστός και ζεστός ο λόγος του, έρχεται κατευθείαν από τις ρίζες και τα βάθη της φυλής μας, κάνει «Μια στάση εδώ και μια εκεί», παρασύρει μικρά κι ευτελή, υψώνει τ’ ανθρώπινα.
Αγνά και καθαρά, σαν το χιόνι ψηλά στις χαράδρες Του Αγίου Πνεύματος τα εκφραστικά του μέσα, είτε ονοματίζει το δέος και το θαυμασμό μπροστά στο υψηλό, είτε αναδεικνύει το απλό και καθημερινό.
Χαρακτηριστικό του στίχου του το κάλλος και η κοσμιότητα. Εξιδανικεύει μέσα από θετικές διεργασίες κι ευεργετικές επεξεργασίες το Λόγο, ακόμη κι όταν τον χρησιμοποιεί καταγγελτικά. Κατ’ εξοχήν ακριβολόγος, γίνεται πληθωρικός και λυρικός όταν το βίωμα ασφυκτιά στο λιτό όριο της ποιητικής λογικής και τάξης.
Σκύβει με ωριμότητα και σοφία στη σκάφη και στο ζύμωμα, των στίχων του. Εστιάζει στη θετική πλευρά των πραγμάτων, στη ροή και το φως και αποφεύγει τα εσώτερα και τα σκοτεινά. Ο Στίχος και ο Λόγος του καταφέρνουν την ευτυχή συνάντησή με το οριακό σημείο ζωής και τέχνης και αφορά τους Πόνους και τους Καημούς όλου του Κόσμου.
Υπαρξιακά μόνος ανάμεσα «στην κραυγή και τη σιωπή των λέξεων», παίρνει απόσταση από άναρθρες διαδηλώσεις και κραυγές, σταυρωμένος «ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη», «στους συννεφιασμένους ουρανούς των καιρών » και «στα μετέωρα χέρια των ζητιάνων και «Κυκλοφορεί χωρίς «ομπρέλα χειμώνα καιρό στο ψιλόβροχο της μοναξιάς του».
Το γράψιμο του είναι επιλογή, θέση και κατάθεση ζωής. Ζει για να γράφει και γράφει για να ζει. Απευθύνεται στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και όλοι έχουν λόγο να τον διαβάσουν. Δεν φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει με σχήματα περίπλοκα. Γράφει για το διπλανό άνθρωπο κι αναβαπτίζεται στη συγκίνηση του μοιράσματος μαζί του. Εκθέτει και εκτίθεται, αφιερώνει κι αφιερώνεται. Στο Θεό του πρώτα, μέσα από το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου, στη γυναίκα του ύστερα στην πιο τρυφερή και σοβαρή ποιητική του ομιλία, και τέλος σε φίλους του – ανάμεσα στους οποίους μου κάνει την τιμή να με συμπεριλαμβάνει.
Παραινετικός συνήθως, δε διστάζει να προστάξει, καλώντας «στον ίσκιο της σημαίας του ανθρώπου» σε αντίσταση. Μικρό παιδί, που «πεινάει» ορθογραφημένα κι ανορθόγραφα ο στίχος του. «Φοβισμένο σπουργίτι το μολύβι του» δειλιάζει κι οπισθοχωρεί μπροστά στο βάρος και την ουσία των λέξεων. Δηλώνει λάτρης του εμείς, «ένα φωνήεν μεταξύ δύο συμφώνων, ο εξ αδιανεμήτου πλούτος μας», για να καταλήξει στην προσωπική ευθύνη του καθενός μας. «Σε πρώτο ενικό κρίνονται όλα».
Και για να καταλήξω.
Εκεί που φαίνεται να παίζει με τους στίχους και τις λέξεις παιγνίδια λεκτικά κι αβανταδόρικα, σε υποβάλλει να ξαναδείς τον περιβάλλοντα χώρο μέσα από τη δική του ματιά. Να ξανασυλλαβίσεις τις Πρώτες λέξεις αυτού του Κόσμου. Μάνα. Πατέρας, Αγάπη, Χώρος και Χρόνος, Θεός. Να ξαναδιαβάσεις μαζί του την χαμένη αθωότητα, την ουσία και αξία του Κόσμου. Έτσι ο στίχος του καταλήγει κατεξοχήν παρηγορητικός, αφού σε μια εποχή αμφισβήτησης και απομάγευσης των σταθερών του κόσμου, ο Βαγγέλης Κακατσάκης αίρεται πάνω από πολυπλοκότητες, εκπτώσεις κι επανεξετάσεις κι αναδεικνύει τον μικρόκοσμο του Αποκόρωνα σε καταλύτη και λίκνο πληρότητας, ειρήνης κι ασφάλειας, όπου μπαινοβγαίνει, όπως τα μυρμήγκια στην κορδέλα του Moebius, για να βγει και ν’ ανακαλύψει έκθαμβος το Μέγα Θαύμα του Σύμπαντος Κόσμου, όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε κάθε ποιητής να είναι: Αράγιστο, Ασφαλή, Ολόκληρο κι Ένα.
ΠΟΠΗ ΛΑΜΠΡΙΝΕΑ – ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Αξιότιμη, κυρία Πόπη Λαμπρινέα – Γαβριλάκη, χρόνια σας πολλά και τις καλύτερες ευχές για υγεία, πρόοδο και δημιουργική διάθεση στον χρόνο που έρχεται. Οφείλω, πρώτα να σας ευχαριστήσω, για να μην γράψω ότι σχεδόν σάς ευγνωμονώ, που με απαλλάξατε από τη δυσκολία μου να έγραφα κάτι για το τελευταίο πόνημα του φίλου [Αποκορωνιώτη] Βαγγέλη Κακακατσάκη, μιας και κρατώ το καλαίσθητο βιβλίο του στα χέρια μου.
-Μα, γράφετε τόσο όμορφα! Ύστερα, σκέφθηκα, πως η αρθρογράφος με τα δύο ιστορικά επίθετα [Μανιάτικο και Κρητικό] μπερδεύει τις σκέψεις κι επιτείνει τις απορίες μου. Να είναι η κοπελιά Μανιάτισσα παντρεμένη με Κρητικό ή είναι ένας όμορφος κλάδος του πανύψηλου δέντρου της οικογένειας των “Γαβριλάκηδων”; Ύστερα, πάλι, πώς γνώριζε τόσο πολλά πράγματα για τον έξοχο φίλο μου, τον δάσκαλο, τον απαράμιλλο ποιητή των “ΛΕΥΚΩΝ ΟΡΕΩΝ” και του θρυλικού Αποκόρωνα [κι όχι μόνο], τον δημοσιογράφο και την ψυχή των “Χ.Ν.”, τον λαογράφο Βαγγέλη Κακατσάκη, αν δεν ήταν Αποκορωνιώτισσα;
-Παρότι είμαι πολλά χρόνια, μόνιμος πια κάτοικος των Χανίων με την Κρητικοπούλα σύζυγό μου, δεν είχα την τύχη ή την ευκαιρία να γνωρίσω το δημιουργικό – λογοτεχνικό της αρθρογράφου. Έτσι, αναγκαίως, χρειάστηκα μερικές πληροφορίες. Και τις βρήκα! Η διακεκριμένη εκπαιδευτικός κ. Πόπη Λαμπρινέα – Γαβριλάκη υπήρξε στο γκρούπ των “περιπατητών” μαθητών του Ιστορικού Γυμνασίου Βάμου Αποκόρωνα, μαζί με τόσο πολλά παιδιά των γύρω χωριών και μαζί τους κι ο Βαγγέλης του Νίππους! Βρήκα, φυσικά, κι άλλα σπάνια στοιχεία της αγνής κι άδολης εποχής των φτωχών αγροτόπαιδων [αγοριών και κοριτσιών], της απλής, τότε, φυσικής και παραδοσιακής ζωής, που, οσημέραι, χάνεται, δυστυχώς, και δεν βλέπω να μεταβολίζεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Κι από πάνω, σού λέει, βγάλανε και κυκλοφορεί η Εφημερίδα [Θαρρώ Ελευθερόπολις] των “ΑΡΜΕΝΙΑΝΩΝ”!!
– Η περιέργειά μου δεν είναι τυχαία ούτε απλή: βαθύτατα συγκινημένος από το αδυσώπητο οδοιπορικό μάθησης των παιδιών αυτών [τώρα άριστοι επιστήμονες σχεδόν όλοι τους] και των άλλων πιο πριν από αυτούς [παράδειγμα ο φίλος και συνάδελφός μου Γιάννης Ντερμανάκης από τις Βρύσες, αλλά κι άλλοι πολλοί] είναι ανάγκη να επιχειρήσουμε μια απλή και σύντομη κοινωνιολογική προσέγγιση της παραπάνω σπουδαίας ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Θαρρώ, πως η προσέγγιση αυτή είναι απλό εγχείρημα για όλους εμάς τους κάπως ηλικιωμένους, που βιώσαμε τα πέτρινα χρόνια [παιδιά] της δεκαετίας 1940 [Κατοχή κ.λ.π], του 1950 κι ακόμη του 1960. Αναλογίζομαι τις πολύ δύσκολες συνθήκες – βιώματα κι εμάς των φτωχών αγροτόπαιδων του Βεροιώτικου κάμπου, που χειμώνα- καλοκαίρι πηγαίναμε με τα πόδια [6-7 χιλιόμετρα] στο μικτό Γυμνάσιο Βέροιας και στο γυρισμό μάς περίμεναν σκληρές αγροτικές ενασχολήσεις. Μερικοί τυχεροί από μας, αν διέθεταν μισή ή μία δραχμή έπαιρναν το αστικό λεωφορείο, ίσια πάνω στη Βέροια! Κι εμείς τα φτωχά αγροτόπαιδα, αγνοούσαμε την έννοια και την ύπαρξη βιβλιοθηκών! Δεν το πιστεύετε;
-Πού θέλω να καταλήξω; Όλη αυτή η ηρωική στρατιά των νέων της Κρήτης και σχεδόν όλης της Ελλάδας, των πέτρινων τότε χρόνων, βυθισμένη στην πανέμορφη φύση των τόπων μας [και τί να πεις για τον Αποκόρωνα Χανίων;], ρακένδυτη και πεινασμένη, στάθηκε, ωστόσο, στα πόδια της με αισιοδοξία κι ατένισε τη ζωή με περηφάνια, καθαρότητα ψυχής και καρδιάς και με μιαν αγάπη θερμή στη φύση, την πατρίδα και στους ανθρώπους της. Με σωστή και ορθή οριοθέτηση των αμόρφωτων γονιών, η ηρωική αυτή στρατιά των νέων ανθρώπων ανδρώθηκε μέσα στην αγαπητική Εκκλησία του Θεανθρώπου Χριστού και τη συλλογικότητα της φτωχής αγροτικής οικογένειας της ομόνοιας κι αγάπης, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας: κι ένας αλλόκοτος κι απίστευτος χορός δυνατών συναισθημάτων να κυκλώνει τα δρώμενα της, με προεξάρχοντα αυτά της ξεγνοιασιάς και της ανείπωτης χαράς της δημιουργίας και, βέβαια, της ανυπόκριτης αγάπης κι αλληλεγγύης προς όλους τους ανθρώπους, όπου γης. Η νομοτελειακή, λοιπόν, κατάληξη είναι, ότι αυτή η γενιά των νέων των πέτρινων τότε χρόνων, που σεβάστηκε κι αγάπησε την όμορφη μάνα γη [φύση] και σχεδόν δέθηκε -αλληλεξάρτηση- μ’ αυτήν, ζώντας ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους της υπαίθρου διαμόρφωσαν ένα ελεύθερο, κοινωνικό, ευχαριστιακό και πνευματικώς ώριμο πρόσωπο; ένα πρόσωπο ελεύθερο, διαφορετικό, μοναδικό κι ανεκτίμητης αξίας.
Συγκινούμαι πολύ, όταν συνυπάρχουμε και συμβιώνουμε με τέτοιους υπέροχους συνανθρώπους μας. Κι αυτός ο Αποκόρωνας!
Θυμάμαι, τη δεκαετία του 1950, μαθητής στις μεγάλες τάξεις του Γυμνασίου Βεροίας, που θλιβόμουν σαν διαπίστωσα, ότι το Σχολείο, γενικώς, αναπαράγει κοινωνική ανισότητα κι αυτή η νομοτελειακή πραγματικότητα αποδεικνυόταν από τη μεγάλη -χαώδη- διαφορά στις αποδόσεις κι επιδόσεις ανάμεσα σε μας τα φτωχά αγροτόπαιδα και τους μαθητές με γονείς πλούσιους, μορφωμένους, γιατρούς, δικηγόρους, δασκάλους κ.λ.π. Και, πιστέψτε με, δεν υπήρχε ίχνος ζηλοφθόνιας προς τα παιδιά αυτά που ήσαν φίλοι μας και χαιρόμασταν τις λαμπρές επιδόσεις τους. Ήταν πολύ δύσκολα τότε τα πράγματα για την σχεδόν κατεστραμμένη πατρίδα μας [Κατοχή κι επάρατος εμφύλιος πόλεμος]: Ωστόσο, πιστεύω, πως η παραπάνω κοινωνική [σχολική -εκπαιδευτική] πραγματικότητα δεν άγγιξε τον ηρωικό Αποκόρωνα και όλη την Κρήτη, με την πληθώρα [αμέτρητη στρατιά] των επιστημόνων, εικαστικών κ.λ.π.
Στη σημερινή κοινωνική πολυπλοκότητα, χρειαζόμαστε ένα δυνατό ταρακούνημα ανακαίνισης και μεταμόρφωσης μας και, δυστυχώς, ανάμεσα στα δύο βασικά δομικά στοιχεία του ανθρώπου, δηλαδή τον Νου[ =γνώση, λογική] και την Ψυχή[ = συναίσθημα, ηθική] υπάρχει ασυμμετρία, αναντιστοιχία που οδηγεί στο κοινωνικό φαινόμενο “του Ελλείμματος της Ψυχικής Ωρίμανσης” με τις γνωστές οδυνηρές συνέπειες στην ανθρώπινη ζωή.
Παρακαλώ, κ. Πόπη Λαμπρινέα – Γαβριλάκη, δεχθείτε τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια για το εξαίρετο άρθρο σας: και ξέρετε, γιατί ο Βαγγέλης Κακατσάκης είναι λαμπρός λογοτέχνης και σπάνιος – χαρισματικός άνθρωπος: Απλά, από γεννησιμιού του τελεί σε συνεχή κι αδιάκοπη αλληλεξάρτηση με την πανέμορφη φύση του Αποκόρωνα! Τις καλύτερες ευχές για το νέο έτος και πάντα να γράφετε. Και γράφετε τόσο λιτά κι όμορφα και χαίρομαι και γι’ αυτό. Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ .