Άπλωσε την φτωχιά πραμάτεια του στο δρόμο
που απ’ τα χαράματα είχε πάει στην γωνιά
κι είχε ριγμένο το παλιό σακάκι του στον ώμο…
το δόλιο… κι έτρεμε απ’ την πολύ την παγωνιά.
Στις βρύσες πάγωνε το δάκρυ των ματιών του
και με φωνή τρεμάμενη τον κόσμο εκλιπαρούσε
να πάρουν κάτι… και στην άκρη των χειλιών του
δεν έσβηνε το γέλιο που μ’ αυτό τους χαιρετούσε.
Θ’ απλώσει – έλεε – κάποιος άνθρωπος το χέρι
κάτι απ’ την πραμάτεια μου να πάρει…
Τα βάσανά του τα ‘λεγε στο παγωμένο αγέρι
κι έτρεμε σαν αρνί μπροστά στον μακελάρη.
Το βρήκε η νύχτα στην γωνιά του καθισμένο
και παίρνει την πραμάτεια του, στο σπίτι να γυρίσει,
κι έμοιαζε σαν λουλούδι απ’ το κρύο μαραμένο
πλάθοντας όνειρα πολλά και κείνο για να ζήσει.
Κι ό,τι του χάρισε των ανθρώπων η συμπόνια
με γέλιο στην γλυκιά μανούλα του όλα τα δίνει
κι είπε της «θα φανούν της άνοιξης τα χελιδόνια…»
κι η μάνα με στοργή μες στην αγκάλη της το κλείνει!