Ευτύχιος Σ. Καλογεράκης*
Τι να περιγράψει κάποιος και τι να πρωτοαναφέρει για το Μανωλιό Ντισπυράκη (Μινωταυράκι), το γενναίο αυτό παλικάρι της αντίστασης, από τις Καμάρες. Αγράμματο βοσκάκι αλλά με ψυχή λιονταριού, μικρός στο μπόι αλλά μεγάλος στη ψυχή. Πολλοί πολέμησαν τους κατακτητές αλλά λίγοι έδειξαν την ανδρεία του, την αυτοθυσία του, τις αντοχές του και ακόμη λιγότεροι βασανίστηκαν όπως αυτός.
O Καλογεράκης Στελιανός (Κατσαντωνιά), μέλος της Ε.Ο.Κ. Ρεθύμνου στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «Με το Μανωλιό από τις Καμάρες, γνωριστήκαμε στην αντίσταση και ερχόταν συχνά στο σπίτι. Τον πιάσανε αργότερα οι Γερμανοί στον Ψηλορείτη με ασύρματο, κατόπιν προδοσίας του Χωροφύλακα Δ…. Τον βασάνισαν φρικτά, απ’ ότι μας έλεγε, μα δεν μαρτύρησε κανένα μας. Κατόπιν οδηγιών της αντίστασης, προσποιείται ότι θα μαρτυρήσει αντιστασιακούς για να βγει από τη φυλακή και να μπορέσει να δραπετεύσει. Οι Γερμανοί συμφωνούν, τον ντύνουν με Γερμανική στολή, μαύρα γυαλιά, ξυρισμένο κεφάλι για να μην αναγνωρίζεται και έρχονται στα χωριά του Αμαρίου, για να μαρτυρήσει αντιστασιακούς με τους οποίους συνεργαζόταν.
Τον φέρνουν και στο χωριό Άι-Γιάννη Αμαρίου (βαπτιστής). Μας μαζεύουν όλους στην εκκλησία απέξω, όπως συχνά έκαναν. «Σε λίγο μια ομάδα Γερμανών ανεβαίνει από την πλατεία έχοντάς τον στη μέση. Μόνο όσοι τον γνωρίζαμε καλά μπορούσαμε να τον αναγνωρίσουμε, από το ιδιαίτερό του βάδισμα, αλλά ούτε του μιλήσαμε εμείς ούτε αυτός εμάς για να μην καταλάβουν οι Γερμανοί ότι γνωριζόμαστε», διηγιόταν ο νεαρός τότε Μανούσος Ν. Μπριλάκης. «Τον βάζουν σε σπίτι, με παράθυρο στον περίβολο της εκκλησιάς, μισάνοιχτο να μη φαίνεται απ’ έξω, και αναγκάζουν τους ανθρώπους άνδρες και γυναίκες να περνούν από το παράθυρο ένας ένας, για να αναγνωρίσει ανθρώπους της αντίστασης. Οι γυναίκες φοβόταν να πλησιάσουν και η Στελιανή η γυναίκα μου κρατώντας μωρό, λέει στις γυναίκες χαμογελαστά, – πάμε να περάσουμε μα ήτα θα μας κάμουν. Ο Γερμανός αξιωματικός που ήταν μέσα βλέποντας την, λέει στο Μανωλιό: Ποια είναι αυτή η ψηλή κυρία που χαμογελά και κάνει πως δεν φοβάται; -Δεν την ξέρω, απαντά εκείνος, όπως αργότερα μας διηγιόταν».
Φεύγουν στη συνέχεια από τον Αϊ- Γιάννη για το Άνω Μέρος. Η Μαρία Σταυρ. Καλογεράκη, κοπελιά τότε 21 ετών αναφέρει ότι είδε το Μανωλιό στο δρόμο, όταν έφευγε με τους Γερμανούς να τον έχουν δεμένο με σχοινί σαν πρόβατο στο σαμάρι γαϊδουριού στο οποίο καθόταν ο Αξιωματικός και πήγαιναν προς το Άνω Μέρος με τον ίδιο σκοπό. «Κάτω από το Άνω-Μέρος στη βρύση, σταματούν, ξεδιψούν και πλένονται οι Γερμανοί. Τότε βρίσκει ευκαιρία και δραπετεύει προς τον ποταμό. Οι Γερμανοί του ρίχνουν καταιγισμό πυρών αλλά δεν τον βρίσκουν. Προχωρά προς το φαράγγι, νομίζοντας ότι ακόμα τον κυνηγάνε. Πιο κάτω βρισκόμουν εκείνη τη μέρα τυχαία σ’ ένα λιόφυτο που είχα στο Πετροχώρι από κάτω. Βλέπω μετά τους πυροβολισμούς, έναν με γερμανικά ρούχα να τρέχει, να κάνει το σταυρό του, να δοξάζει τους Αγίους και την Παναγία που τον γλύτωσαν. Τον πλησιάζω και τον αναγνωρίζω.
-Μανώλη του λέω ηρέμησε, μη φωνάζεις μη μας ακούσουν οι Γερμανοί, εγώ θα σε βοηθήσω.
Τον παίρνω και τον φέρνω στο σπίτι μου και του βγάζουμε τη γερμανική στολή και την θάβουμε στην αυλή του σπιτιού μου για να μη μπορεί να βρεθεί, όπου είναι ακόμη, τον ντύνουμαι πολιτικά και την επομένη τον προωθούμε προς τον Αϊ-Βασίλη, με τη βοήθεια των νεαρών που ήταν στην αντίσταση, Καρακαλαντώνη, Δημήτρη Γ. Κορωνάκη και Παντελή Μαγαριτσανού.
Μετά το Μανωλιό ερχόταν πάλι στο σπίτι μου και η γυναίκα μου τον συμβούλευε ανήσυχη: -Φύγε Μανώλη στη Μέση ανατολή, γιατί θα σε πιάσουν πάλι οι Γερμανοί και θα μαρτυρήσεις από τα βασανιστήρια, ότι σε πήραμε εδώ και θα μας σκοτώσουν ούλους. -Σώπα Στελιανή και μη φοβάσαι μα σα το ρύζι κομματάκια να με κάμουν δε σας σε μαρτυρώ, όπως δε σε μαρτύρησα και στη εκκλησία που με ρωτήξανε.
Όταν αργότερα συναντήθηκα με τον πατέρα του, στο Τυμπάκι, του λένε. Γνωρίζεις τονε αυτόν; Αυτός πήρε το Μανωλιό όταν δραπέτευσε από τους Γερμανούς στο Αμάρι και τον βοήθησε. Εκείνος συγκινήθηκε έκλαιγε και μου φιλούσε τα χέρια ο κακομοίρης».
Ο Γ. Ψυχουντάκης (Μπερτόδουλος) ο γοργοπόδαρος κρητικός μαντατοφόρος των Άγγλων αναφέρει στα απομνημονεύματά του, στο βιβλίο του «Κρητικός Μαντατοφόρος» σ. 308, ότι μετά τη σύλληψη του Μανωλιού, «κατάφερε να ξεγελάσει τους Γερμανούς που τον περιποιήθηκαν λίγες μέρες στο Ηράκλειο, τον έντυσαν μετά γερμανικά και ήρθαν μαζί στο Αμάρι, Φουρφουρά κλπ., έκαναν συλλήψεις διαφόρων υπόπτων και τους περνούσαν από μπροστά του για να αναγνωρίσει τους ανθρώπους του λημεριού στον Ψηλορείτη. Τελικά τους έφυγε πριν φτάσουν στο Άνω Μέρος, που πήγαιναν για τον ίδιο σκοπό, έξω κάτω από το χωριό και ούτε τον πήραν είδηση οι Γερμανοί στη στιγμή που δραπέτευε».
Ο Οπλαρχηγός Μ. Μπαντουβάς (Μπέε) στα απομνημονεύματά του σ. 288, αναφέρει επίσης για τον μ. Ντισπυράκη ότι «του είχανε ξυρίσει τη κεφαλή και τόχανε ντύσει γερμανικά και του λένε αυτόν τον γνωρίζεις; Όχι δεν τον γνωρίζω (ενώ ήταν στην αντίσταση). Μα γιατί φοβάται; Τον ρωτούν…» και επισημαίνει: «Ο Δ…. ο οποίος είχε προδώσει τον ασύρματο και είχε πιαστεί το Μανωλιό το Ντισπυράκη και ο ασύρματος με τον κώδικα και εκατόν ενενήντα λίρες, την είχε οργανώσει αυτή την επιτυχία των Γερμανών ο Δ…., ο οποίος ήτονε από το χωριό …., σύνδεσμος ταχτικός ασυρμάτου και λοιπών». Την εκτέλεσή του Δ… οργάνωσε ο Μπαντουβάς με προτροπή του Φέρμορ (Μιχάλης), με αντάρτες μεταμφιεσμένους σε χωροφύλακες στο Μοχό Ηρακλείου, που είχε καταφύγει στους Γερμανούς.
Όταν το έμαθε ο Φέρμορ έγραψε στον Μπαντουβά «τέτοια νύφη τέτοιο γαμπρό θέλει».
*διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών