Υάκινθοι κι Ασφόδελοι, στου Αδη το βασίλειο,
κόρη της Γης απου θρηνεί τον Ερωντα στον Ηλιο.
Και Συ, φως μου αιώνιο, μου φτιάχνεις άγριο τόξο,
μ’ αυτό, καιρούς και θύελλες και καταχνιές να διώξω.
Και στέλνεις μου, σιωπηλά, Εφήβου πρώτο χνούδι,
να το χαρίσω στης Αυγής το πιο ηδύ τραγούδι.
Φλισκούνι και θυμάρι μου και συ λεμονανθέ μου,
πες ποια Σελήνη – μάγισσα δακρύζει πάνωθέ μου.
Και στέλνει μου, τ’ αρώματα, το φέγγος – άγρια μύρα,
να λούσω στον Αχέροντα τσ’ αθιβολιάς αλμύρα.
Και ζήλεψέ σου, Έρωντα, του σκότους το αγρίμι
και κυνηγά η λησμονιά της Ανοιξης τη μνήμη.
Κι είναι, σαν Εαρ, πιο γλυκό, Σελήνη μου η ψυχή σου,
άγριος Πάνας – κεραυνός, κλέβει την ηδονή σου.
Σε κέρας δράκου πίνει το, της ζήσης σου τ’ ανάμα,
Μύστης κρυφός που ξέχασε, του Ποιητή το γράμμα.