Βασιλοπούλα ήτανε η όμορφη Φυλλίδα
κι ο Δημοφών πολεμιστής, μακριά από την πατρίδα
Η μοίρα τους συνάντησε και έπλεξε τα δίχτυα
κι αγάπης κι έρωτα μαζί έδεσε καρδιοχτύπια
Παντρεύτηκαν, μα μια σκιά λύπης ακολουθούσε
τον άντρα, που την όμορφη πατρίδα νοσταλγούσε
Ζήτησ’ απ’ τη γυναίκα του, ταξίδι για να κάνει…
Και τον αποχαιρέτησε μια μέρα στο λιμάνι,
ζητώντας του με δάκρυα, οπίσω να γυρίσει,
μην ξεχαστεί στον τόπο του και την(ε) λησμονήσει
Πέρασαν μήνες και καιροί, για να τον περιμένει
και κάθε μέρα έσβηνε κι ήτανε πικραμένη
Ως κι οι θεοί λυπήθηκαν απ’ το μαρτύριό της
και μυγδαλιά την έκαμαν, να σβήσουν τον καημό της
Κι εκείνος δεν το άντεξε, να ζήσει μακριά της
και μέσ’ το καταχείμωνο, φτάνει στην γειτονιά της
Δεντρό ξερό βρήκε εκεί, χωρίς καρπούς και φύλλα…
Κατάλαβε…εδάκρυσε…κι ένοιωσ’ ανατριχίλα
Έκλεισε το ξερό δεντρί σφιχτά στην αγκαλιά του…
Κι αμέσως ζωντανέψανε τα άψυχα κλαδιά του…
{Σύμβολο ελπίδας και ζωής
η μυγδαλιά λογιέται
να δείχνει…Κι απ’ το θάνατο
η αγάπη δε νικιέται
Σημαίνει αναγέννηση,
σημαίνει και ελπίδα,
η ανθισμένη αμυγδαλιά
κι η όμορφη Φυλλίδα}