» Helen Garner (µτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου, εκδόσεις Gutenberg)
Τις παραµονές της απονοµής του περσινού πια Νόµπελ Λογοτεχνίας κυκλοφόρησε έντονα η φήµη, κυρίως µέσα από τις αποδόσεις των στοιχηµατικών εταιρειών, πως κάποιος Αυστραλός συγγραφέας θα βραβευόταν. Τελικώς το βραβείο κατέληξε στη Χαν Γκανγκ από τη Νότιο Κορέα. Λίγο καιρό αργότερα κυκλοφόρησε ετούτο το µικρό µυθιστόρηµα, νουβέλα µόνο αν ως κριτήριο χρησιµοποιηθεί το µέγεθος, Ο Μπαχ για παιδιά, της, γεννηµένης το 1942, Αυστραλής συγγραφέως Έλεν Γκάρνερ, το πρώτο βιβλίο της που εκδίδεται στα ελληνικά.
Τίποτα δεν ήξερα για το βιβλίο αυτό, ούτε κανείς µου είχε µιλήσει σχετικά, µια βουτιά στα τυφλά χωρίς καν το σωσίβιο του οπισθόφυλλου. Χαράσσοντας τον ορίζοντα προσδοκιών, στο µυαλό µου συνειρµικά και διαισθητικά ήρθε ένα κοινής καταγωγής µυθιστόρηµα, το Στους δικούς µας κύκλους της Ελίζαµπεθ Χάρογουερ, ένα µυθιστόρηµα που µάλλον πέρασε αδιάφορο, ανάµεσα σε τόσα και τόσα βιβλία, εσωτερικής και αργής καύσης, διακριτής χρήσης της γνώριµης πρώτης ύλης από την οποία ήταν φτιαγµένο, βιβλίο που ως αίσθηση παρέµεινε ζωντανό µέσα µου αυτά τα σχεδόν πέντε χρόνια που µεσολάβησαν. Η (κοντόφθαλµη) προσδοκία από την ανάγνωση έγκειτο στο να περάσω ένα όµορφο και πλήρες πρωινό αρχίζοντας και τελειώνοντας ένα βιβλίο, µε υπολείµµατα του καφέ ακόµα στο φλιτζάνι, κάτι που συνήθως σηµαίνει Κυριακή πρωί.
Ο Ντέξτερ και η Αθίνα ζουν µια απλή συντροφική καθηµερινότητα παρέα µε τα δύο παιδιά τους, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, παραδοµένοι και ίσως ανακουφισµένοι από τη ρουτίνα της επανάληψης, συναισθηµατικά καθησυχασµένοι, δίνουν εκ του µακρόθεν τη στερεοτυπική εικόνα της ζωής σ’ ένα οικιστικό προάστιο. Ο Ντέξτερ θα συναντήσει τυχαία, χρόνια πολλά µετά, µια παλιά του συµµαθήτρια. Το αναµενόµενο θα ήταν να ανταλλάξουν δύο τρεις αµήχανες κουβέντες, να ρωτήσουν, χωρίς πρώτα να σκεφτούν το παράλογο, τι κάνεις, να απαντήσουν ένα καλά, ίσως και ένα όπως τα ξέρεις να ξεφύγει, να αποχαιρετιστούν µε µια αβέβαιης υλοποίησης δέσµευση να πιουν έναν καφέ κάποια στιγµή. Όχι. Εκείνη, και ακολούθως η αδερφή της και ο πρώην της, θα εµπλακούν στην άλλοτε απλή οικογενειακή καθηµερινότητα. Τίποτα το τραβηγµένο από τα µαλλιά δεν θα συµβεί, απλώς, όπως η πέτρα που πέφτει στο βυθό προκαλεί κάποια διατάραξη στην ήσυχη επιφάνεια, πριν να αναπαυτεί στο βυθό και χαθεί στο σκοτάδι, έτσι θα συµβεί και µε την, ας βάλω πάλι εισαγωγικά, «εισβολή» των τριών.
Όσο διάβαζα το µυθιστόρηµα, δύο άλλα βιβλία µου ήρθαν στον νου, µια κάποιου είδους συναισθηµατική περισσότερο παρά ξεκάθαρα λογοτεχνική διακειµενικότητα άνθησε, το Ο κόσµος είναι ένας γάµος και το Πρόσωπα σε απόγνωση, αν και µάλλον µόνο µε το δεύτερο θα µπορούσε κανείς να βρει µια προφανή θεµατική συνάφεια.
Η Γκάρνερ, θεωρώ συνειδητά, καταφεύγει στην πύκνωση, αποφεύγοντας να νερώσει, να αραιώσει και να δώσει πιο διακριτά τα στιγµιότυπα που συνθέτουν το µυθιστόρηµα. Και αυτή η απόφαση, όπως κάθε συνειδητή συγγραφική επιλογή επί της οποίας στηρίζεται µεγάλο µέρος της συνολικής κατασκευής, δηµιουργεί συχνά αντιφατικά συναισθήµατα. Κάποιοι θα επιδοκιµάσουν, κάποιοι άλλοι θα απορήσουν και ίσως να κλείσουν εκνευρισµένοι το βιβλίο. Σε µένα λειτούργησε, παρότι κάποιες στιγµές, στις ελάχιστες που η ανάγνωση του Ο Μπαχ για παιδιά διαρκεί, ένιωσα κάπως χαµένος, όχι σίγουρος πως µπορώ να έχω µια ξεκάθαρη εικόνα του τι ακριβώς συµβαίνει και κυρίως του γιατί συµβαίνει, η τελική γνωµοδότηση υπήρξε σαφέστατα θετική. Και αυτό συνέβη, αν µπορώ να είµαι σίγουρος για κάτι τόσο αόριστο όπως η αναγνωστική αίσθηση που ένα βιβλίο σου αφήνει τελικά, γιατί αυτή η συσκότιση ένιωσα πως κειµενοποίησε την ξαφνική εισβολή και διατάραξη της οικογενειακής νηνεµίας, έτσι όπως σκούντησε και ξύπνησε συναισθήµατα, απωθηµένα και παραιτήσεις από καιρό εν υπνώσει. Η Γκάρνερ δεν επιθυµεί την οικουµενική διάσταση της ιστορίας, ούτε επιζητά κάποιον παραβολικό χαρακτήρα. Αφηγείται µια ξαφνική µπόρα που έρχεται να αναδείξει το ατελές στα παρασκήνια της φωτογράφησης για την ευτυχισµένη οικογένεια στα προάστια της πόλης. Ακόµα ακόµα, δεν επιθυµεί σε καµία περίπτωση να διδάξει ή να ειρωνευτεί, όχι όσο τουλάχιστον κάποιος δεν επιθυµεί να το πράξει απέναντι στην ίδια, υµνώντας, για παράδειγµα ένα πρότυπο ζωής έναντι κάποιας άλλης.
∆εν είµαι σίγουρος, όχι σε απόλυτο βαθµό, για τον λόγο για τον οποίο τώρα τελευταία, σχεδόν σε κάθε κείµενο, επιθυµώ να προσθέσω τη διευκρίνηση πως το τάδε ή δείνα έργο µπορεί να µην αλλάζει το ρου της λογοτεχνικής ιστορίας αλλά εµένα µου άρεσε και να συνεχίσω τονίζοντας πως πρόκειται για καλή λογοτεχνία. Τα ίδια και σήµερα. Όλα στη ζωή θα ήταν ευκολότερα, σίγουρα βαρετά, κάτι µε το οποίο και η Γκάρνερ στον ρόλο της συγγραφέως του Ο Μπαχ για παιδιά θα συµφωνούσε, αν ήταν απλά και διακριτά δίπολα, ναι και όχι, άσπρο και µαύρο. Επίσης, θα πω ξανά, είναι αδύνατο να είναι κανείς εκατό τοις εκατό βέβαιος για το γιατί του άρεσε ή όχι ένα βιβλίο, παρά την όποια καταφυγή στη φιλολογία. Η ανάγνωση, ακόµα µια φορά θα πω, είναι µια ενεργητική διαδικασία γνωριµίας µε τον εαυτό κύρια και πρώτιστα, ακολούθως µε την πρόσληψη και τη διέλευση εντός του περιβάλλοντος κόσµου. Είπα πολλά, ξανά.
Το Ο Μπαχ για παιδιά είναι ένα ωραίο βιβλίο. Προσδοκίες και µε το παραπάνω καλυµµένες. Μια ακόµα εισροή στη λίστα µε τους συγγραφείς.