Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ο μπάρμπα Γιώργης ο Τρυπαλίτης

και πώς έκαψε τη θεμωνέ στο Καταγόρι

Ο μπάρμπα Γιώργης ήταν ένας γλυκύτατος γέρος και καλός φίλος του πατέρα μου. Ατέλειωτες ώρες ερχόταν και κάθονταν στο τσαγκάρικο, με τον επίσης αδελφικό του φίλο, το γέρω – Γλετζομιχάλη από τ’ Αρμι.
Ο Τρυπαλιτογιώργης έμενε στο Πέρα Χώρι, εκ διαμέτρου αντίθετα, όμως σαν να είχαν συνεννοηθεί κατέφθαναν και οι δυο περίπου την ίδια ώρα. Είχαν και οι δυο μια μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και σε συνδυασμό με την αυξημένη νοημοσύνη, ήταν απόλαυση για μένα να τους ακούω να λένε ιστορίες. Αρκετές φορές έρχονταν κρατώντας και μεγάλες “ανθοδέσμες” με γαϊδουράγκαθα και ό,τι άλλη πρασινάδα έβρισκαν στο δρόμο. Μόλις έφθαναν, άρχιζαν πάντα. Την αρχή την έκανε ο Τρυπαλίτης και συμπλήρωνε ο Γλετζής.
– Ε! μα επά θα φάμενε το μεσημέρι. Θαρρώ πως απού τη μυρουδιά πως η Στελιανή έψησενε καλό φαητό! συμπλήρωνε ο μπάρμπα Μιχάλης.
– Ναι, ναι δε φεύγωμενε α δε μασε κάμεις τραπέζι. Εμείς κατέμενε πως επά στη Μεσοχωριά, είστε φιλόξενοι και χουβαρντάδες!
Τότε έπαιρνε το λόγο ο πατέρας μου:
– Ναι, καημένοι μα δεν εκάμετε πράμα! Επά είναι πρωτεύουσα και τρώμενε τσοι μικιές ώρες. Εννοούσε μετά το μεσημέρι.
Κάθονταν, λοιπόν, και άρχιζαν οι διαφορές. Συνήθως έρχονταν και άλλοι, όπως ο Πατερομιχάλης από τα Πατεριανά, ο Μπερβανοστελής από το Περαχώρι, μα και ο Μπικοστελής με τον μπάρμπα Στελή τον Ψιψίνη. Αυτοί οι δυο έρχονταν μαζί και συνήθως παραγγέλναν κρασί.
– Στελιανή, βάλε τονε ένα γκρασί. Το κρασί ήταν το μοναδικό ποτό που προσέφερε το κατάστημα.
Έβλεπα τον μπάρμπα – Στελή, τον Μπικοστελή, να το απολαμβάνει. Ομως, παρατηρούσα, κάθε φορά πως πάντα άφηνε λίγο και το έχυνε κάτω στο πάτωμα. Ισως να ήταν αρχαίο ελληνικό απομεινάρι για να πίνει και η μάνα γης!
– Μα πες μας εδά Γιωργάκη, πώς έκαψες τη Θεμωνέ, ρωτούσε ο Γλετζής. Την ιστορία αυτή την είχα ακούσει άπειρες φορές από τα χείλη του γέρω – Τρυπαλίτη και κάθε φορά που άρχιζε τις δικαιολογίες “σκούσανε” σε γέλια η ομήγυρη.
– Ε, είντα δαιμόνους ‘θελα κάμω. Ήτανε μερκά δαιμοναγγάνια και μου ‘διωξενε να τα κάψω, αντίς να τα ξεπατώσω με την σκαλίδα.
Πετάγονταν τότε ο γέρω – Γλετζής για να θερμάνει περισσότερο την κουβέντα:
– Και άφηκες τα κοπέλια σου χωρίς ψωμί και τη κακομοίρα τη Διαμαντινή χωρίς κουκί καρπό.
– Ναι, εκεινηνά εφοβούμουνα! Οπου ‘θελα μ’ απαντήξει, την άκουγα και εβλαστήμανε από μέσα τζη. “Κακοθάνατε και ήσουνε αιτία και λείφτηκα το ψωμί”.
Η Διαμαντινή ήταν η μάνα του μπάρμπα Γιάννη του Κεχουδογιάννη, που ήταν συζευτάδες με τον Τρυπαλίτη. Ήταν φαίνεται δυναμική γυναίκα και ήταν ο μόνος άνθρωπος που “φοβόταν” τη γλώσσα της ο Τρυπαλίτης. Την ίδια ιστορία και την δική του άποψη, μου είπε και ο γιος του Τρυπαλίτη ο μπάρμπα Γιάννης ο Τρυπαλιτογιάννης, που “έφυγε” πριν λίγα χρόνια. Ήταν κι αυτός ένας πολύ γλυκός γεράκος που ερχόταν σχεδόν μέχρι τα τελευταία του, κάθε καλοκαιριάτικο απόγευμα στου Δρακόπετρου το καφενείο, στην “Πάνω Πλατεία” και απολάμβανε το παγωτό του.
– Και πού σπέρνανε τα παλιά χρόνια μπάρμπα Γιάννη; κατέω πως απατός σου ήσουνε αγρότης – ζευγάς.
– Ναι, εγώ τση ‘κανα ούλες τση δουλειές στα νιάτα μου. Ήμουνα αβάρετος. Και οζά είχα και έσπερνα κιόλας! Ετοτεσάς εσπέρνανε ούλο το “Καταγόρι”, το Σελί και πίσω από τη Γκεφάλα, τσοι Πάτους, το Γκούμαρο. Να σκεφτείς πως έσπερνενε ο παππούς σου ο παπά – Γιώργης, ο Γιώργης ο Γύπαρης ο πατέρας της μάνας σου, το Δραπανά που είναι άλλος τόσος δρόμος από το Σελί.
Πολλοί είχανε ζευγάρι βούγια όπως ο Ζαχάρης και άλλοι είχανε ένα βούι και ήτανε συζευτάδες και σπέρνανε μαζί με έναν άλλο που είχε άλλο ένα. Εκεινηνά την εποχή το χωριό εμπόριε να ‘χενε και διακόσια βούγια – ματζιέτες και μικιά μουσκάρια.
Ετοτεσάς εσπέρνανε μόνο κριθάρι, γή ανακατεμένο στάρι και κριθάρι και το λέγανε μιγάδι. Στάρι μοναχό δεν εσπέρνανε ετοτεσάς.
– Μα πες μου δα την ιστορία με τη Θεμωνέ, μπάρμπα Γιάννη. Πώς την έκαψενε ο πατέρας σου;
– Ναι, να σου τηνε πω θέλω γιε μου, γιατί ήτονε ο πατέρας σου με το δικό μου καλοί φίλοι. Ο πατέρας μου ήταν συζευτάδες και εσπέρνανε μαζί με τον Γκεχουδογιάννη. Οντεν είχανε αποθερίσει και είχανε αναμαζώξει μια Θεμωνέ και θα βγάνανε σα χίλιες οκάδες καρπό, τον επήρανε στρατιώτη. Μια μέρα εκάθοντονε και εσκέφτεντονε πότες θα ξεκινήσει τ’ αλώνι. Του ‘διωξενε ο διάολος και έβγαλενε το τσακουμάκι να κάψει δυο αγγάνια αντίς να πάρει τη σκαλίδα να τα ξεπατώσει. Πρέπει πως εφύσανε και επήρενε ο αέρας μια γκαφιλίδα και την ασφεντούριξενε στη μέση τση Θεμωνές. Απής είχενε καεί η Θεμωνέ, έκανενε πως εκλαψούριζε ύστερα. Χίλιες οκάδες καρπό ‘θελα βγάναμε. Και το κακό ήτονε πως δεν ήτονε μοναχικός μας. Τον είχαμενε με τον Γκεχουδογιάννη απου έλειπενε στρατιώτης.
Η Διαμαντινή η μάνα ντου, δεν άκουγενε πράμα. Αυτή έλεγενε:
– Εγώ δε γατέω ανέ ντο ‘καψες, γή α δε ντο ‘καψες, μόνο θα μου δώσεις το μισό. Ο Καρινιώτης ο Μελαδογιώργης, ήρθενε από το Μπιγαδόλακκο μα δεν επρολάβενε να κάμει πράμα! Υστερα, είντα ‘θελα γινούμενε απού ‘θελα ποθάνομενε τση πείνας.
Είχαμενε 45 οζά και τα έδωκενε σιμισιακά του Μπλυμογιάννη και τον πλέρωσενε τα μισά και εγώ τα ‘βλεπα κι ας πέντε χρόνια φαμέγιος, κι έπαιρνενε το μισό μαξούλι, ωστ’ απού τα τα μοιράσαμενε.

Υ.Γ.: Αναμάζωξα πάλι τα γραφτά μου, “Τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” και τα ‘καμα ένα νέο βιβλίο με τίτλο “ΡΟΖΟΝΑΡΙΣΜΑΤΑ” και είναι το 5ο της σειράς. Όμως λόγω του ιού καθυστερεί η έκδοση. Στο Ρέθεμνος θα το διαθέτει το βιβλιοπωλείο “Κλαψινάκης”.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. Αγαπητέ κύριε Σήφη Πετράκη, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ , τα καλύτερα για καλή υγεία και τα θερμά μου συγχαρητήρια για το παραπάνω διήγημά σας “Ο μπάρμπα Γιώργης ο Τρυπαλίτης και πώς έκαψε τη θεμωνέ στο Καταγόρι”. Γράφετε τόσο όμορφα, λιτά και περιεκτικά παλιές ιστορίες, θρύλους θα έλεγα με αξιοζήλευτη αφηγηματική ροή που καταξιώνει το λογοτεχνικό σας έργο. ΩΣΤΟΣΟ πιότερο χαίρομαι και θαυμάζω τον τρόπο και το υψηλό ήθος της γραφής σου, διανθισμένο πάντα με απίστευτο χιούμορ -σημάδι εξυπνάδας και γρήγορου μυαλού του απλού Κρητικού λαού μας- την άψογη γραφή της παλιάς κάπως Κρητικής ντοπολαλιάς που διαχέεται απ’ αρχής μέχρι τέλους από απόκρυφο λυρισμό. Ευτυχώς που συνεχίζετε [και μερικοί άλλοι συμπατριώτες μας] να γράφετε τόσο όμορφα την Κρητική ντοπιολαλιά των θρύλων και της παραδοσιακής ζωής μιας αλλοτινής -κάπως- εποχής, που χάνεται δυστυχώς, οσημέραι, και πολύ δύσκολα μεταβολίζεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.
    ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, μένω στον θαυμασμό για το απλό και πολύ πετυχημένο ψυχογράφημα της αείμνηστης πια κυρά-Διαμαντής -μάνας του συζευτή Γκεχουδογιάννη, που “αυτή δεν άκουγε πράμα”: Η δυναμική κι αποφασιστική αυτή γυναίκα απαίτησε και πέτυχε την απονομή της δικαιοσύνης: “μόνο θα μου δώσεις το μισό…” Θυμήθηκα και τη δική μου δυναμική κι εργατική αείμνηστη πια Πόντια μάνα μου, που δούλευε στον Βεροιώτικο κάμπο ίσαμε πέντε άντρες!!
    Περιμένομε το καινούργιο σας πόνημα κι ελπίζομε να το παρουσιάσετε στα Χανιά μας. Η συμβολή σας στη διατήρηση της πολιτιστικής μας παράδοσης, αλλά και συνέχισης είναι ανεκτίμητη και χαιρόμαστε όλοι μας προς τούτο. Με εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ,

  2. Χριστός Ανέστη Σ’ηφη
    Αλλο Ενα διαμάντι της κουλτούρας μας και εμεις που ζήσαμε κοντά σ αυτούς τους τοπους το απολαυμάνουμε ιδιαίτερα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα