«Δεν θυμάμαι…» έλεγε, όταν τον ρωτούσαν πόσα χρόνια ασχολείται με το ψάρεμα, που το επάγγελμα αυτό το εξασκούσε πάνω από τριάντα χρόνια, ο μπάρμπα Κώστας ο Κορδοθέμης,
«… πόσο χρονών ήμουνα που για πρώτη φορά με πήρε ο πατέρας μου ο μακαρίτης στην μικρή μας βάρκα να πάμε για ψάρεμα.
Δεν πρέπει όμως να ήμουνα πάνω από εφτά – οκτώ χρονών, μαυροψιδιασμένος, λεπτός από την πείνα, έτσι μου έλεγε ο μακαρίτης, δύο – τρία χρόνια πριν αποδημήσει στους ουρανούς. Όταν έφυγε από τούτον το μάταιο κόσμο, έλεγε, το 1918, θύμα και κείνος της θανατηφόρας γρίπης, εγώ τότε ήμουνα περίπου είκοσι χρονών».
»Ψαράς ήταν ο γέρος μου, με δική του βάρκα και ο τόπος που ψάρευε και έβγαζε το ψωμί της φαμελιάς μας ήταν η ψωμοδότρα λίμνη της Ξυνιάδας που απλωνότανε μπροστά από το χωριό μας. Ε, αυτό το επάγγελμα ακολούθησα κι εγώ βγάζοντας το ψωμί της δικής μου φαμελιάς που με αξίωσε ο Θεός κι έκανα» και συμπλήρωνε:
«Δόξα τω Θεώ! Καπιτάλια – που σημαίνει πλούτη – δεν απόκτησα, αλλά η φτώχια και η πείνα δεν δρασκέλισαν ποτέ το κατώφλι του φτωχικού μου».
Δούλευε σκληρά ο μπάρμπα Κώστας, σχεδόν κάθε μέρα, ρίχνοντας τα δίχτυα του τ’ απόβραδο και στο σπίτι του πολλές φορές γύριζε την άλλη μέρα το μεσημέρι.
«Αλλιώς…» έλεγε, «δεν βγαίνει το μεροκάματο» και συμπλήρωνε, «στις φλέβες μου νιώθω ότι κυλάει νερό αντί αίμα…» και χαμογέλαγε.
Την πραμάτεια του, τα ψάρια που έπιανε δηλαδή, τα πουλούσε στο χωριό τα περισσότερα και αν τύχαινε να κάνει πολύ καλή ψαριά τα φόρτωνε στην ψαρή φοράδα του και τα πήγαινε στα γύρω χωριά της λίμνης που δεν είναι και λίγα. Στα σαράντα του όμως η τύχη τον χτύπησε σκληρά και δίχως αφορμή κι αιτία του έστειλε την παλιοαρρώστια του πάρκινσον, της τρεμούλας όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Δεν πτοήθηκε όμως. Την δουλειά που ήξερε να κάνει πολύ καλά, το ψάρεμα, δεν την εγκατέλειψε. Μπορεί να παιδευότανε κάπως περισσότερο αλλά δεν την εγκατέλειψε.
Τώρα, εκτός από καλός οικογενειάρχης ήταν και πολύ καλός άνθρωπος και πάνω απ’ όλα ήταν πολύ αθυρόστομος. Από νέος ακόμα ο καλός λόγος δεν έλειπε από τα χείλη του, τα δε κοσμητικά επίθετα που έλεγε στις γυναίκες που πήγαιναν να αγοράσουν ψάρια δεν είχαν τελειωμό.
«Καλώς τηνε την περδικόστηθή μας…» έλεγε σε κείνες που είχαν κάπως μεγαλύτερα στήθη από τις άλλες. Τις ‘’τσιμπλοβίζες’’ έτσι τις έλεγε τις γυναίκες που δεν είχαν πολύ μεγάλα στήθη. Δεν τις καλωσόριζε όμως ποτέ τις δεύτερες ‘’τσιμπλοβίζες’’. Εκείνες τις έλεγε με άλλα κολακευτικά λόγια όπως:
«Καλώς τηνε την νεραϊδομάτα μας» ή «καλώς τηνε την τσιαγαλομάτα μας» που εκείνη είχε μάτια αμυγδαλωτά, ‘’τσιάγαλα’’ τα λένε τα αμύγδαλα στη Ρούμελη.
Τώρα, όταν πήγαινε να αγοράσει ψάρια κάποια γυναίκα που φορούσε πλουμιστή ποδιά, εκείνης της έλεγε:
«Καλώς τηνε την χρυσοχέρα…» κλπ.
Για όλες είχε κι από έναν κολακευτικό λόγο να πει.
Σ’ ένα χωριό όμως μια χρονιά διόρισαν μια μικροκαμωμένη δασκάλα κι όταν άκουσε να διαφημίζει την πραμάτεια του ο ψαράς θέλησε κι εκείνη να πάρει ψάρια και δεν χάνει καιρό και πηγαίνει να βρει τον ψαρά. Ο μπάρμπα Κώστας όμως δεν την γνώριζε κι όπως την είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του γελαστή – γελαστή και περιποιημένη, με ρούχα κάπως διαφορετικά από τα ρούχα των γυναικών του χωριού, κατάλαβε ποια πρέπει να ήταν και δίχως να είναι σίγουρος της λέει:
«Καλώς τηνε τη λεβεντονιά…» και συνέχισε, «Αν κάνω λάθος συγχώραμε, αλλά εσύ νεραϊδοκαμωμένη μου πρέπει να είσαι η κοπέλα που θα ξεστραβώσει τα παιδιά του χωριού. Ε, κοπελιά μου; Ξεστραβώστρα δεν είσαι;»
Η δασκάλα βέβαια το ‘’λεβεντονιά’’ το κατάλαβε, το ‘’νεραϊδοκαμωμένη’’ και κείνο ήξερε τι σημαίνει το ‘’ξεστραβώστρα’’ όμως δεν το κατάλαβε και με έκπληξη τον ρωτάει, εφόσον πρώτα τον καλημέρισε, τι σημαίνει ‘’ξεστραβώστρα’’ και ο ψαράς την κοιτάει κατάματα και με απίστευτη ηρεμία της λέει:
«Ξεστραβώστρα, κοπέλα μου, στα χωριά μας λέμε τους γραμματιζούμενους, δηλαδή τους δασκάλους και τις δασκάλες που ξεστραβώνουν τα παιδιά μας, που σημαίνει τα μαθαίνουν γράμματα» και δίχως να πάρει καμιά απάντηση τη ρωτάει:
«Δασκάλα πρέπει να είσαι κι εσύ η καμιά καθηγήτρια» και συνέχισε, «… πάντως αγρότισσα δεν είσαι».
Η δασκάλα ευχαριστημένη για τα όσα της είπε ο ψαράς του απαντάει:
«Ναι, είμαι η καινούργια δασκάλα του χωριού και σας ευχαριστώ για τα ωραία σας λόγια».
Τέλος, παίρνει μια οκά ψάρια – οκάδες ήταν τότε – και πολύ ικανοποιημένη φεύγει για το σπίτι της.
Ο μπάρμπα Κώστας όμως ο ψαράς, χωρατατζής όπως ήταν, έλεγε και κάποια λόγια που σε πολλές γυναίκες δεν άρεσαν και κάπως ντρέπονταν όταν τους τα έλεγε, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν εκτός από να τ’ ακούσουν ήθελαν δεν ήθελαν. Όταν τον καλημέριζαν και του έλεγαν πόσα ψάρια ήθελαν να πάρουν, ή μισή οκά ή μια οκά, πάντα όμως ζητούσαν παραπάνω, ο μπάρμπα Κώστας όμως συνήθως έβαζε περισσότερα ψάρια στην παλάντζα απ’ ότι του ζητούσαν και ζυγιάζοντάς τα έλεγε, πάντοτε όμως χαμογελαστός, τα πιο κάτω λόγια.
Για παράδειγμα:
«Ω νεραϊδοκαμωμένη μου, είναι λίγο παραπάνω απ’ όσα μου είπες να βάλω. Να, έβαλα το χέρι μου λίγο πιο βαθιά, τι να κάνω τώρα; Να στη βάλω όλη… ή … τη μισή; Εσύ θα μου πεις πόση θέλεις».
Οι γυναίκες όμως το περίμεναν ότι θα τ’ ακούσουν εκείνα τα λόγια και όλες γελούσαν και γελαστές του έλεγαν πόσα ψάρια ήθελαν, ή μισή ή ολόκληρη την οκά.
Τώρα, σε κάποιο χωριό, μια μάλλον ιδιότροπη νοικοκυρά, από την πρώτη τη φορά που πήγε να αγοράσει ψάρια και άκουσε και κείνη τα παραπάνω λόγια του μπάρμπα Κώστα του είπε με αυστηρό ύφος:
«Εμένα δεν θα με ξαναρωτήσεις πόσα ψάρια θέλω. Θα σου λέω εγώ πόσα…» και συνέχισε, «σε μένα δεν περνάνε αυτά που λες στις άλλες» κι ο μπάρμπα Κώστας της λέει ήρεμος:
«Ε καλά, ότι θες θα μου το λες. Τώρα, αν καμιά φορά πιάσουν τα χέρια μου παραπάνω δε θα σε ρωτάω, θα μου λες εσύ ή να τ’ αφήσω εκεί που είναι ή να τα βγάλω όξω… εσύ θα μου λες».
Έτσι περνούσαν τα χρόνια του μπάρμπα Κώστα του ψαρά, πουλώντας τα ψάρια του, λέγοντας τα λόγια που ήξερε να λέει κι όλη τον αγαπούσαν και κανένας ή μάλλον καμιά γυναίκα δεν τον κακολογούσε για τ’ αθώα αστεία που τους έλεγε. Όταν όμως πήγαινε να πάρει ψάρια η ‘’σοβαρή’’ κείνη γυναίκα δεν έβγαζε λέξη λες και του έπαιρναν οι νεράιδες την φωνή. Έκανε την δουλειά του πολύ σοβαρός, χωρίς γέλιο, χωρίς λόγια, σαν να της έλεγε:
«Δεν με νοιάζει η γνώμη σου κυρία μου… άι παράτα με».
Την εν λόγω κυρία όμως δεν την ικανοποιούσε η τόση σοβαρότητα του κυρ Κώστα – έτσι τον αποκαλούσε εκείνη – ως γυναίκα ήθελε κι εκείνη το κομπλιμέντο του ψαρά. Πως όμως να τον κάνει να μαλακώσει λίγο και να μην είναι τόσο πολύ σοβαρός μαζί της!
«Α…» έλεγε, «πρέπει να τον προκαλέσω λίγο» κι αυτό έκανε και όταν κάποια μέρα τον άκουσε να διαφημίζει την πραμάτεια του ντύνεται πολύ καλά, χτενίζεται επιμελώς κι αποφασισμένη όσο ποτέ άλλοτε να τον κάνει ν’ αλλάξει στάση απέναντι της πηγαίνει σεινάμενη κουνάμενη και πριν τον καλημερίσει του λέει γελαστή – γελαστή:
«Έχει απομείνει κυρ Κώστα τίποτα από την πραμάτεια σου να πάρω κι εγώ τίποτα ή… στην τελείωσαν οι άλλες;» κι ο μπάρμπα Κώστας, έτσι αθυρόστομος όπως ήταν της απαντάει αμέσως:
«Ε, έλα αγγελοπρόσωπή μου να δεις με τα ίδια σου τα μάτια».
Όόταν όμως έφθασε κοντά του η κυρία, παραμερίζει λίγο και της λέει:
«Να, κοίτα μονάχη σου το καφάσι… κάτι έχει μείνει και για σένα».
Τότε η κυρία σκύβει κάπως, τάχα να δει στο καφάσι ιδίοις όμμασι τα ψάρια. Τότε ο μπάρμπα Κώστας έκανε πως γλίστρησε και τάχα να μην πέσει κάτω ακουμπάει τα χέρια του στα οπίσθια της γυναίκας λέγοντας:
«Ε… γλίστρησα… τι να έκανα… να σωριαστώ κάτω στο χώμα;» και συνέχισε, «τρέμω κιόλας λίγο. Ε… τι να έκανα; Να με συμπαθάς αγγελοκαμωμένη μου».
Η κυρία βέβαια κατάλαβε ότι επίτηδες έκανε ο κυρ Κώστας ότι γλίστρησε κι ακούμπησε τα χέρια του, τάχα να κρατηθεί, πάνω της. Δεν είπε τίποτα όμως, γέλασε και του λέει:
«Στ’ αλήθεια είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος. Έχουν δίκιο που όλοι το λένε αυτό. Βάλε μου τώρα μισή οκά ψάρια» κι ο μπάρμπα Κώστας, όπως συνήθως αυτό έκανε χρόνια και χρόνια, βάζει λίγο παραπάνω και χαμογελαστός, όταν τα ζύγιζε της λέει:
«Είναι λίγο παραπάνω, να στη βάλω όλη… ή… τη μισή την οκά; Εσύ θα μου πεις» και η πελάτισσα του γελώντας του λέει:
«Άσε την όπως είναι…» και τότε γέλασαν και οι δύο.
Τέλος, ο μπάρμπα Κώστας σταμάτησε να εξασκεί το επάγγελμα του ψαρά για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας ήταν η τρεμούλα, όπως την έλεγε εκείνος και ο άλλος λόγος, ο πιο σοβαρός, ήταν ο πιο κάτω.
Της λίμνης της Ξυνιάδας, που εκατομμύρια ανθρώπων για αιώνες χόρτασε με τα ψάρια της, το 1950-52 άρχισαν την αποξήρανσή της. Έτσι, αδειάζοντας τα νερά της χάθηκαν και τα ψάρια της, κάτι βέβαια που αρκετούς ψαράδες τους στέρησαν το ψωμί τους όπως και του μπάρμπα Κώστα. Η αποξήρανση όμως έδωσε ψωμί και ακόμα κι ένα σωρό άλλα καλούδια σε πολύ περισσότερους ανθρώπους της γύρω περιοχής.
Τέλος εγώ πιστεύω ότι εκεί γύρω ή μέσα στη λίμνη πρέπει να ήταν το βασίλειο του Αχιλλέα. Το λέω αυτό γιατί δουλεύοντας χρόνια στα χωράφια της δεν ήταν λίγες οι φορές που έβρισκα κεραμίδια σκάβοντας το πλούσιο χώμα της. Αυτό πιστεύω εγώ…