«Η Γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλων των ανθρώπων, αλλά όχι την πλεονεξία όλων των ανθρώπων».
Μαχάτμα Γκάντι
Ο μυθικός Ερυσίχθονας ο Θεσσαλός, ήταν γιος του Τρίοπα και εγγονός του Θεού Ποσειδώνα. O Ερυσίχθονας ήταν εγωιστής, ασεβής, βλάσφημος, και υπερόπτης. Δεν είναι τυχαίο πως το όνομα του σημαίνει αυτός που σχίζει, που προκαλεί πληγή στη γη, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια του μύθου.
Θέλοντας να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, κάποια ημέρα ο Ερυσίχθονας διέταξε τους υπηρέτες του να πάνε στο παρακείμενο ιερό άλσος, το οποίο είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη θεά Δήμητρα, για να κόψουν τα δέντρα, ώστε να μπορέσει να χτίσει με αυτά το παλάτι του.
Ανάμεσα στα δέντρα βρισκόταν και μία πανύψηλη ιερή βελανιδιά, η οποία ήταν αφιερωμένη στη Θεά Δήμητρα (Θεά της Γης), γύρω από την οποία χόρευαν οι Δρυάδες. Οι υπηρέτες του Ερυσίχθονα, έχοντας διαπιστώσει την αλόγιστη καταστροφή των δέντρων εξαιτίας της πλεονεξίας του, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν για την άσκοπη κοπή τόσων δένδρων και κυρίως του εξέφρασαν τον φόβο τους για το ενδεχόμενο να ξεσπούσε επάνω τους η οργή της θεάς Δήμητρας.
Αυτός όμως άρπαξε ένα τσεκούρι και είπε: «Δεν με ενδιαφέρει αν το δέντρο αυτό το αγαπά η Θεά. Ακόμα και η ίδια να ήταν, θα την έριχνα κάτω αν στεκόταν στον δρόμο μου». Κάποιον δε που προσπάθησε να τον σταματήσει, τον σκότωσε φωνάζοντας : «Ορίστε η ανταμοιβή σου για τον οίκτο σου».
Με την πρώτη όμως τσεκουριά που έδωσε, παρουσιάσθηκε ενώπιον του η ιέρεια της Δήμητρας, Νικίππη, που δεν ήταν παρά η ίδια η θεά μεταμορφωμένη. Η ιέρεια προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά ο Ερυσίχθονας την απείλησε με την αξίνα του. Η Θεά τότε εμφανίσθηκε με όλη της τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο (3ο αι. π.X.), η Θεά ρώτησε:
«Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;» – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της – ;
Hταν ο Eρυσίχθων, «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι»– πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα επόμενα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα, και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα.
Οι δούλοι στη θέα της Θεάς Δήμητρας έφυγαν πανικόβλητοι, ικετεύοντας για οίκτο. Η Δήμητρα πράγματι τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν δίχως να τους βλάψει, ενώ τον ασεβή Ερυσίχθονα τον περίμενε πολύ σκληρή τιμωρία, λίγο αργότερα.
Η θεά Δήμητρα ζήτησε από την Πείνα που κατοικούσε στη Σκυθία μαζί με τον τρόμο και το κρύο, να επισκεφτεί και να κυριεύσει τον Ερυσίχθονα. Της ζήτησε να μην μπορεί να ανακουφίσει την πείνα του ο Ερυσίχθονας με τα πλούσια δώρα που η Γη παρέχει στον άνθρωπο.
Η πείνα υπάκουσε τις εντολές της Δήμητρας και το βράδυ που ο Ερυσίχθονας κοιμόταν τον επισκέφτηκε. Μετά από αυτό, η πείνα έφυγε από τη γη της αφθονίας την Θεσσαλία και επέστρεψε στο σπίτι της. Ο ιερόσυλος Ερυσίχθονας ονειρεύτηκε στον ύπνο του πως πεινούσε, και όταν ξύπνησε, η πείνα του είχε γίνει αφόρητη.
Από εκείνη τη στιγμή ο Ερυσίχθονας άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να τον βοηθήσει, ούτε οι γονείς του, ούτε ο παππούς του ο Ποσειδώνας, λόγω της ύβρεως απέναντι σε άλλο Θεό. Στο μεταξύ, ο Ερυσίχθονας βασανιζόταν όλο και περισσότερο από την πείνα. Η κόρη του Μήστρα, που είχε την ικανότητα από τον Ποσειδώνα να μεταμορφώνεται, μεταμορφωνόταν συνέχεια σε διαφορετικές σκλάβες προς πώληση, ώστε να κερδίζει χρήματα για να «σώσει» με αυτά, αγοράζοντας τρόφιμα για τον πατέρα της.
Στο τέλος όμως τίποτα δεν ήταν ικανό να κορέσει την πείνα του Ερυσίχθονα. Έτσι μη έχοντας να φαει τίποτα πια, άρχισε να τρώει τις ίδιες του τις σάρκες έως ότου βρήκε κατ’ αυτόν τον τρόπο φρικτό θάνατο
Μέσα από αυτόν τον αρχαίο μύθο επιβεβαιωνεται η δυστυχία και ο θάνατος που επέρχεται στους ανθρώπους από την υπερβολική χρήση του “Εγώ”. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα και προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό και τα θέλω μας, μόνο στην απόλυτη καταστροφή μπορούμε να οδηγηθούμε.