ΠΕΖΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΟΙ
Για τη μέρα που οι μνήμες μου πήραν απόσπαση στα ριζοβούνια λύθηκα να ξεμπλέξω λευκά τούλια από το ανεμοδαρμένο πλάτεμα της γης.
-Έτσι κι αλλιώς πάντα κερδίζεις όταν φεύγεις.
Για εκείνη τη μέρα που τραγούδησα δυό δυό πηδάει τα σκαλιά το μανουσάκι και σαν πουλί καβάλησα το βουνό κι αντίκρισα για πρώτη φορά την Αυθεντική ομορφιά.
Μα δεν ήξερα τι παει να πει μυσταγωγία.
-Έτσι κι αλλιώς εκεί που δίνουν επιστρέφεις.
Τότε που σαν προθερμασμένος φούρνος κυλίστηκα στη γη να ζεστάνω το χώμα της όπως ο ήλιος. Μα χάθηκα.
Τις αηδονολαλιές ακολούθησα που αποδήμησαν από τη ζέστη μιάς παιδικής ψυχής στην εξερεύνηση για το παγωμένο αχαρτογράφητο άγνωστο.
Την άγρα μου μάλλον γυρόφερνα στα ανεμοσκαλοπάτια του βουνού μιάς χειμωνιάτικης ημέρας.
-Πήγα να κλέψω μα με έκλεψαν.
Αυτή η επίμονή μου αναζήτηση για το τέλειο λουλούδι μοιάζει με μιά χρονοξεφτισμένη δεκάρα που ενώ έχει χαθεί η αξία της δεν παύει να είναι η Τυχερή.
Έτσι κι εγώ, μαζεύω δεκάρες. Και τις ονομάζω λουλούδια, τόπους, φίλους …
-Σε οσμίζομαι
-Κανείς δεν είναι τέλειος
-Θές να με ξελογιάσεις
-Το μόνο που με νοιάζει να μη βλέπω σάρκες
-Σε απογοήτευσα
-Που μ’ έγδυσες αυτό δε με πειράζει. Που σ’ έβλεπα να μην κοιτάς το βάζο που ήμουν μέσα. Αυτό είναι που με νοιάζει.
-Είχα δουλειές. Κοίταζα εσένα.
-Που κοίταζες δεν άντεχα να βλέπω.
-Που πας;
Η άγρια ομορφιά, η γοητεία και η δωρική του ηδυπάθεια απέναντι στο ρεύμα της ζωής, τη σταύρωση της ύπαρξης με έκανε πάντα να τεντώνω.
Στα γαλαξιακά κορμιά να απλώνω τις φτερούγες μου απέναντι στου κόσμου το νεφέλωμα.
Η ακατέργαστη γαλήνη του με έμαθε να σιωπώ σαν αμάλαγος τόπος.
Με έμαθε να ακούω, να μην κλείνω τα αφτιά σε όποιον φτύνει φωτεινά ξόρκια.
Και κάπως έτσι εκείνος ο νάρκισσος ο κυπελλοφόρος με πλάνεψε.
Πρόκειται για έναν άγγελο με έξι ολόλευκα φτερά που γαντζώνονται από ένα χρυσό φωτοστέφανο από το οποίο αναδύεται η υπερχειλισμένη νότα μιάς εσάνς που διεισδύει ανεξίτιλα στους νευρώνες του εγκεφάλου και γλύφει επιδεικτικά όλες τις άλλες αισθήσεις.
Το άρωμά του σαγηνευτικό θεριό, αποθηκεύεται στο μεθυσμένο μου είναι.
Δροσερές κρύες σταγόνες καλύπτουν ένα μοναστηριακό κελί από πράσινες μπάρες βιδωμένες στα βράχια. Με κάνουν να αναρωτιέμαι που είμαι, αν είμαι, αν έχω γίνει χοίρος ή παραμένω ακόμη Οδυσσέας. Και μ’ ένα «αν» έχω χαθεί για μιά σταγόνα, για μιά αναζήτηση, για μιά δεκάρα. Τη στιγμή που τσακίζω ένα κλωνάρι μιά σταγόνα κυλά.
Ξεκινά απ’ το μάτι, σέρνει το μάγουλο ως τα κάτω, βρέχει τα χείλη κι αφήνει το αλμυρό φιλί της στο χώμα, την ίδια στιγμή που το χέρι ένα δάκρυ θα κλέψει απ’ το αρχείο της φύσης να γλυκάνει τη φτώχεια και το μαρασμό.
Αυτή η μετατροπή της αναζήτησης σε μιά συνομωσία κάνει την αναζήτησή του κάτι πιο πέρα από κατάκτηση κι εξημέρωση της ζωής.
Με τα μανούσα στο χέρι. Να τρέχω.
Τελικά νίκησα ή ηττήθηκα; Γιατί να κουρσέψω τη γη;
-Μα…δε…δεν το μάζεψα εγώ, εκείνο με μάζεψε.
Μετά από εκείνα τα βουνά στο γυρισμό μου πίσω θυμάμαι κάποια φορά από τον πόνο των ποδιών έβγαλα τα παπούτσια μου στο δρόμο, τα γύρισα ανάποδα και έπεσαν οι κοπριές, τα χώματα κι άλλες πολλές καλογυαλισμένες δεκάρες.
Άλλη φορά βαριόμουν να λύσω τα κορδόνια κι έσπρωξα τα χαλίκια με τα δάχτυλα των ποδιών να πέσουν έξω από τις τρύπιες σόλες των παπουτσιών μου.
Εκείνων των παπουτσιών που έμοιαζαν περισσότερο με οικιακό σκεύος αφού άνετα μπορούσες να σουρώσεις ζυμαρικά αν δεν είχες εύκαιρο σουρωτήρι.
Κι όταν επέστρεψα στο σπίτι έβγαλα τις κάλτσες από τα άσπρα μουλιασμένα μου δάχτυλα κι άρχισα το ξεψείρισμα της βρεγμένης κάλτσας.
Ραδίκια, κολλιτσίδες, τσουκνίδες.
Συλλογή για το φυτολόγιο.
Ο κόπος άξιζε -ποιός κόπος δηλαδή- όταν μιλάμε για ένα μπουκέτο από φρεσκοκομμένα μανουσάκια narcissus tazetta.
Στην αναζήτηση για να το βρείς πρέπει ο παλμός σου να κοπιάσει.
Είναι το λουλούδι των λαγών και των γερακιών.
Μα και των λαγωνικών.
Το τυχερό μου λουλούδι αινιγματικό και όμορφο.
Φύεται σε έδαφος πρόσφορο μέσα στο ξέφωτο της αντίστασης στο χρόνο.
Απολαμβάνει το είδωλό του στίς σταγόνες της αυγής, στο πρωινό κλάμα συρρίκνωσης της ελευθερίας, της επίκλησης για απάντληση δακρύων απ’ τον ήλιο.
Εκεί κι εγώ. Να κυνηγώ τα δυσεύρετα και τα πολύτιμα σε μια έκκεντρη τροχιά ζευγαρώμενη με την ανάγκη μου να ανήκω κι εγώ σε ένα σύνολο ειδώλων που κοιτούν κι ερωτεύονται το διπλανό τους. Κι όπως τα κοιτώ διάσπαρτα, σε ομάδες, οριοθετημένα από εδώ κι από κεί, σκέφτομαι τη διαδρομή που κάνει κάποιος μέχρι να φτάσει εκεί που κοιτά.
Με τα δυσεύρετα και τα πολύτιμα να φεύγουν απ’ τις τσέπες κι εκείνα που φυτρώνουν στη θέση τους να είναι χέρια αδειανά.
Παλάμες ιδρωμένες μέσα στις τσέπες. Παλάμες που γίνονται γροθιές.
Κι αυτές οι γροθιές γίνονται πείσμα κι εκεί που δεν το περιμένεις τα κάστρα χτίζονται πέφτουν και ξαναχτίζονται με τυχερές δεκάρες.
Έχω φτάσει για ακόμη μια φορά στην κορυφή του βουνού.
Ο νάρκισσος. Το μανουσάκι μου. Εκεί κάθε χειμώνα.
Χάσκει η απόδρασή μου
σα στάμπα κολλημένη στο ιμπρεσιονιστικό γέλιο του Μονέ που τελικά ελευθερώθηκε.
-Ενδιαφέρονται τα χνώτα μου για ‘σένα. Πόσο αξίζει κάθε φορά η αναμονή;
-Όσο αξίζει κι ένας φίλος που δεν καίγεται κάθε φορά που λάμπεις.
Έτσι στολίζονται οι πλαγές, με κύπελλα στο χρώμα του κρόκου. Έτσι μοσχοβολά η ελευθερία, παντρεύοντας τα χρώματα.
-Ενδιαφέρομαι για ‘σένα. Για ‘σένα που δε δαμάζεσαι.
Η βροχή έχει ήδη ξεκινήσει.Ο άνεμος μιλά:
-Τι γίνεσαι; Τα νέα σου.
-Όλα εντάξει.
Ο ουρανός απαντά, χλιμιντρίζει λες και τον είχαμε ξεχάσει.
Μούσκεμα ως το μεδούλι κι ακόμα του αρέσω.
Ετοιμάζει τη μύηση.
-Τι να προσφέρω;
Σιωπή.
Αέρας.
Παίρνω απόφαση να κόψω το άνθος. Να λιγοστέψω τη ζωή του.
Το χέρι κινώ κι ακουμπώ το κορμί του. Μα δε μου πάει η καρδιά να το τσακίσω…κι αντί να το στρέψω επάνω, εγώ χαμηλώνω. Και σκύβω. Σκύβω κοντά στο μανούσο.
-Τελειώσαμε (μου λέει) τι σ’ έμαθα;
-Μ’ έμαθες να σκύβω όταν κωλώνω.
Δεν ήξερα τι πάει να πει μυσταγωγικό. Είναι συνώνυμο με το φονικό. Κάθε φορά κάτι από μέσα σου σκοτώνεις. Και κάνεις χώρο για τα όμορφα που πρέπει να φυτρώσουν.
Το άνθος του μουσκεύει με δροσοσταλιές το χέρι που θα το κόψει.
Λες και σε αναγκάζει σαν μίσχος ορφικός σε ένα τελετουργικό το χέρι να ανατείλεις προς το πρόσωπο, τους ρινικούς θαλάμους κι εκεί να βρεί μιά θέση για να ριζώσει η ευπάθειά του.
Δεν ξέρω πότε ήταν η πρώτη φορά που ένα λουλούδι με έκανε να γονατίσω μπροστά του. Ήμουν αποτέλεσμα βουνίσιας μαγείας.
Μιάς μαγείας που θέλει να σε βγάλει απ’ τη φτώχεια σου. Θέλει να εισβάλει στη μιζέρια σου. Σε ό,τι εκτρέφει τη δυστυχία σου και το ναρκισσισμό σου.
Να σε κοιτά κάθε φορά ακόμα κι αν εσύ θέλεις να το αποκόψεις για να αποκτήσεις λίγη ευτυχία σε βάζο.
Γιατί έτσι έχεις μάθει να συντηρείς την ευτυχία σου. Σε βάζα.
Θέλει να σε παρακολουθεί την ώρα που διατηρείς το μαρασμό του. Είναι σε θέση να σε θέλει ακόμα κι αν ξέρει πως θα το σκοτώσεις γιατί μπορείς και υποτάσσεις τη ζωή. Γιατί λέγεσαι άνθρωπος. Γι’ αυτό και κλαίει πάνω στο χέρι σου με δάκρυα καρδιάς την ώρα που πάς να το αδειάσεις απ’ το βάζο. Και σε κοιτά επίμονα την ώρα που τη συρρίκνωση πετάς μές στα σκουπίδια γιατι δεν αντέχεις σαν καθρέπτη να τη βλέπεις.
Γιατί η δυστυχία του συντηρούσε την ευτυχία σου. Σε κοιτά για να σου πεί να βγείς από το βάζο.
-Γιατί τα λουλούδια μένουν μία ζωή στο ίδιο μέρος;
Το μανουσάκι νάρκισσος ο κυπελλοφόρος είναι για εμένα ο μονόκερως των λουλουδιών. Με μόνη διαφορά πως εκείνο δεν μπορεί να τρέξει. Και να χαθεί.
Ο μύθος γύρω απο το όνομά του συνδέεται με την ιστορία του Νάρκισσου και με το όνομα του Χριστού.
Η παράδοση θέλει τα μανούσα να μυρίζουν τόσο ωραία γιατί η Παναγία όταν έπλενε τα ρουχαλάκια του Χριστού τα άπλωνε πάνω σε μανουσές.
Λένε επίσης πως φύτρωσαν εκεί όπου η Παναγία έπλενε το Χριστό ή ότι είναι οι ίδιες οι πάνες του Χριστού.
Πρόκειται για έναν ήλιο μέσα σε ένα χειμωνιάτικο λουλούδι όπου τα έξι ημιδιάφανα κεντητά πέταλά του απορροφούν το φώς.
Οι έξι ολόλευκες βεντάλιες του, που μέσα τους αναπαύεται το χρυσό δισκοπότηρο του λουλουδιού, λικνίζουν διονυσιακά τα φουστάνια τους στον άνεμο προκαλώντας τους χειμερινούς επαναστάτες να επικονιαστούν με ευδιάθετους στήμονες γεμάτους γύρη.
Το σώμα του μια καταπράσινη ράβδος από αέρα και παγωνιά.
Οι ρίζες στο χώμα αποθηκεύουν ευτυχία. Το μανουσάκι narcissus tazetta είναι για ‘μένα το τέλειο λουλούδι.
Δεν ξέρω πότε ήταν η πρώτη φορά που σαν άλλη νύμφη κι εγώ ερωτεύτηκα το νάρκισσο.
Κι ίσως κι αυτός να με κοίταξε τελικά και να χύθηκαν τα κορμιά μας στο χώμα προσθέτοντας λίπασμα στην αιωνιότητα.
Τα χειμωνιάτικα άνθη είναι σαν τους παλιούς καλούς φίλους.
Σαν το παλιό καλό κρασί.
Αντέχουν τις αντιξοότητες κι όπου ριζώσουν εκεί μένουν.
Κι εκεί πρέπει να μένουν.
Κρατάω το μεθυστικό άρωμά σου στη μνήμη μου και στην καρδιά μου ,υπέροχέ μου.
Φεύγω. Τα βάζα μου σπάω.
ΥΓ: Από τους φίλους πρέπει να μάθεις να παίρνεις μονάχα όσα σου δίνουν.
Αν τους τα παίρνεις με τη βία κι αν νομίζεις πως έτσι ποτίζεις τα κλωνάρια σου και ανθίζεις μέσα σε ένα βάζο. Τότε σε ένα βάζο ζείς.
Με νερό αγάπη μου δεν χόρτασε κανείς.
Θέλει και χώμα, γη και άνεμο.
Τα απάνεμα είναι για τα λιμάνια και τα καράβια τους.
Για να πετάξεις και για να αγκαλιάσεις πρέπει να πάρεις φόρα και να ζουλίξεις τον αέρα. Να μπερδευτούν τα αρώματα. Αλλιώς δε λέγεται πάθος. Λέγεται ξέρα.