Είχα ακουστά παλιά πάμπολλες ιστορίες για τον Νενεδονικόλα, τον παππού μου, τον Σήφη και τον Γυπαρόπετρο. Μάλιστα, μου είχε πει μια ιστορία ο Πέτρος ο Κοκκινάκης, όσο ζούσε, που τον λέγανε και Καντάρη.
Hμασταν στου Δρακόπετρου το καφενείο και απολαμβάναμε το απογευματινό μας καφεδάκι. Ως συνήθως, εγώ προσπαθούσα να εκμαιεύσω κάποια παλιά ιστορία από τον μπάρμπα-Σήφη, ένα εκατοχρονίτη Ασηγωνιώτη.
Ιντα ρωτάς άλλους για ιστορίες, γιάιντα δε γράφεις αυτά που έκανενε ο παππούς σου ο Αμαλιοσήφης; Πήρε τον λόγο ο Καντάρης.
Κατέεις κιαμιά να μου την ειπείς, Πέτρο;
Ναι, κατέω πολλές, μα εδά θα σου πω μια απού την εθυμήθηκα. Ο παππούς σου με τον γυπαρόπετρο και τον Νενεδονικόλα είχανε μαδέψει. Ήτανε η εποχή θαρρώ πως ήτανε να φύγουνε οι Τούρκοι. Θαρρώ πως στην ομάδα ήταν και κάνα δυο ακόμη και παίρνανε τόσια κάτω με τα τουφέκια τωνε και δεν αφήνανε πράμα των ανθρώπω.
Όστα από εμαζώξανε κάμποσα ρεθεμνιώτικα χωριά, σαράντα ασημένια τάληρα και τα καταθέκανε στη τράπεζα και επικυρήξανε τον παππού σου.
Πέτρο, στάσου δα, μα από κια και πέρα την εκατέω την ιστορία. Γιατί μου την είχενε ποειτά ο παππούς μου. Ξέρω πως τον ειδοποίησε ένας ξάδερφός του, Μπουγιούκαλος, από τον Καλλικράτη. Μάλιστα, τον βοήθησε και του βρήκανε ένα ιταλικό καράβι. Αν του έδωσαν και χρήματα, δεν το κατέω. Κατέω όμως πως έφυγε με το όνομα Σήφης Μπουγιούκαλος και μετά από κάμποσες μέρες ταξίδι, ξεμπάρκαρε στον Πειραιά. Στην Αθήνα έμεινε πάνω από δέκα χρόνια, κι όπως μου είχε πει, έκανε το ραβδούχο, κάτι δηλαδή σαν φρουρός σε πολιτικά πρόσωπα και στον τότε δήμαρχο Αθηναίων, τον Μερκούρη. Μάλιστα, κάποια εποχή που βρισκόταν στην Αθήνα ο αγαπημένος θείος της μάνα μου, ο Γιάννης ο Γύπαρης, ο αδελφός του παππού μου, του Παπα-γιώργη, μου υπέδειξε και το σπίτι που έμενε. Θυμάμαι πως πήγαμε με τα πόδια από τα Τουρκοβούνια, περάσαμε από το σημείο που ήταν τότε οι φυλακές «Αβέρωφ», εκεί κοντοστάθηκε, και μου είπε : Σηφαλιό, επά μ’είχανε κλεισμένο οι βασιλόφρονες γιατί είμουνα Μπεντζελικός και εμπόρειε και να μ’είχανε σκοτωμένο αν δεν ήρχουντανε από την Κρήτη ο αδελφός μου, ο παππούς σου, που είχε γνωριμίες με μερικούς και ετσά τη γλίτωσα. Περάσαμε απέναντι στο δρόμο που οδηγεί στο Κολωνάκι. Πιο κάτω, αριστερά του δρόμου, ήταν ένα πάρκο και στη μέση ήταν ένα σπίτι μισογκρεμισμένο. «Ετούτονε ήτανε το σπίτι του παππού σου, του Σηφάκη» και μου έδειξε το μισογκρεμισμένο σπίτι.
Αργότερα, τον βοήθησαν οι φίλοι του οι πολιτικοί και κατέβηκε η ποινή σε ισόβια και πιο μετά σε έξι μήνες. Έτσι, παράτησε την Αθήνα, πήρε τη γιαγιά μου, την Αριστέα, και τον πατέρα μου, που γεννήθηκε στην Αθήνα, εκεί γύρω στο 1900 και κατέβηκε στην Κρήτη.
Και τώρα θα ξαναγυρίσουμε στην ιστορία του Νενεδονικόλα.
Όπως μου’χε πει ένα βράδυ στο καφενείο ο Σταυρουλογιάννης, πως σε κάποια στραθιά, οθέ ντ’ Αμάρι, έκλεψαν τα βούγια του μελλοντικού του πεθερού. Βέβαια, όταν τα έκλεψαν, δεν τον είχε κάνει ακόμη πεθερό. Ο πεθερός του Νενεδονικόλα πρέπει να είχε καλές γνωριμίες στα μέρη μας. Έτσι, του τα «κάνανε» καλά και του είπανε και τους δράστες. Ήρθε λοιπόν στην Ασηγωνιά και τα διαλαλούσε. Δεν ήξερε όμως να μου πει αν ζούσαν όλα τα βούγια. Νομίζω πως δυο μεγάλα ήταν εν ζωή, και συμφώνησαν να τα πειστρέψει ο ίδιος ο Νικόλας και να δει και την κοπελιά του Αμαριώτη, που τον είχαν σχετικά ενημερώσει. Ένας δικός του στη Γωνιά, τον είχε σχετικά προτρέψει:
Δώσ’του την κοπελιά σου, είναι λεβεντόπαιδο, και κατά βάθος καλό κοπέλι. Ε! Κλεφτουρίζει μια ολιά, μα πες μου εσύ ποιός δεν κλέφτει έπα ετούτηνε την εποχή.
Πήγε λοιπόν τα βούγια ο Νικόλας και βγήκαν έξω να τα παραλάβουν και να τα βάλουν στο παράσπιτο. Η κοπελιά κάθονταν ψηλά στο παραθύρι και παρακολουθούσε τη σκηνή και φαίνεται πως της άρεσε το λεβεντόπαιδιο από την Ασηγωνιά Ε! Έμπα δα να σε κεράσομενε ένα ποτήρι κρασί! Του πρότεινε ο νοικοκύρης. Έφυγε μετά, και όταν πήγε στο χωριό, έστειλε τον γνωστό του Αμαριώτη, προξενητή. Η μάνα όμως της κοπελιάς είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Όι, δε δίνω εγώ την κοπελιά μου αυτηνού απού μας έκλεψενε τα βούγια.
Όμως οι αντιρρήσεις της κάμφθηκαν τελικά όταν ρωτήθηκε και η κοπελιά, που απάντησε αμέσως, χαμογελώντας : Ό,τι πει ο πατέρας μου. Έτσι ο Νικόλας, εγκατέλειψε τη Γωνιά και έγινε Αμαριώτης. Έτσι περίπου έγινε και με τον Αμαλιοσήφη, τον παππού μου. Όταν επέστρεψε με την οικογένειά του στη Γωνιά, δε βρήκε ούτε μία αίγα από το μεγάλο κοπάδι που διατηρούσε πριν και έβοσκε στο Πρινόλαγκο. Έτσι πούλησε το σπίτι του στον αδερφό του τον Αντρέα, και πήγε και εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό Ρεθεμνιώτικο χωριό, τις Αλώνες, κοντά στον αδελφό του, τον παπά-Μανώλη.