Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου, 2024

Ο Νικολής που ήθελε να πέσει από τον Κόκκινο Γρεμνό

Την ιστορία μου την είπε ένας γέρος Ασηγωνιώτης βοσκός που δεν είναι πια μαζί μας. Εκείνη την εποχή έβλεπε – βοσκούσε τα πρόβατά του μαζί με ένα κοντοχωριανάκι. Μόλις είχε τελειώσει η περίοδος του μιτάτου και το καλοκαιράκι είχε μπει για τα καλά. Είχε πάει μεσημέρι και τα οζά τους είχαν σταλίσει -είχαν ξαπλώσει, κάτω από δύο τεράστιους πρίνους- σταλίστρες. Οι δυο τους είχαν καθίσει γύρω από μια μεγάλη πλακούρα – ίσια πέτρα και όπως έκαναν πάντα, είχαν ανοίξει τα βουργιάλια τους, είχαν βγάλει από μέσα την “κολέβα”, μια πέτσινη σακούλα, αρκετά μεγάλη και την άδειασαν απλώνοντας ό,τι είχε μέσα, πάνω στην πλακούρα, για να κολατσίσουν. Συνήθως η “κολέβα” περιείχε ένα μπουκαλάκι λάδι, κανένα κομματάκι ψωμί ή παξιμάδι, κανένα κρεμμύδι, ενίοτε και κανένα μπουκάλι κρασί.

Για πιάτο χρησιμοποιούσαν ένα αρόλιθο – βαθούλωμα της πέτρας. Εκεί έβαζαν το λάδι και λαδόβρεχαν το παξιμάδι. Εκείνη την ημέρα όμως η “κολέβα” του Νικολή -έτσι έλεγαν τον νεαρό από το παραδίπλα χωριό- ήταν γεμάτη με βραστό κρέας. – Μωρέ Νικολή πού το βρες το βραστό; Αρπαξες από ποθές κιανένα οζό γή κιαμιάν αίγα; – Όη, όη, εγώ δε γκλέφτω! Οψές έσφαξα ένα στειροπρόβατο γιατί μου φαινούντανε σα ντ’ αρρωστάρικο! – Μωρέ, πες μου την αλήθεια! Κατέεις εδά πως εγώ δε τρώγω κλεψίμιο κρέας. Από τότεσας απού πόνεσε το μάτι μου και μ’ έκαμενε καλά η Παναγία, έκαμα όρκο να μη ξαναφάω κλεψίμιο! Σαν του έδωσε τη διαβεβαίωση ο Νικολής πως το βραστό δεν προέρχεται από κλεμμένο ζώο, άπλωσε το χέρι του να πάρει ένα κομμάτι. Όμως ο Νικολής τον σταμάτησε: – Ε, άστο μπάρε μου σα δε ντρώεις κλεψίμιο! – Μωρέ Νικολή! Ψόματα μου ‘πες μωρέ; Από ποθές το ‘κλεψες; – Όη, δε σου ‘πα ψόματα. Έβρικά το στο μιτάτο μας βρασμένο σ’ ένα ντενεκέ και εγέμισα τη κολέβα μου. Θαρρώ πως τ’ άρπαξενε ο Μανούσος μας από ποθές. Δε ντονε ξεκαθαρίζω! Κατέω πως κλεφτουρίζει μ’ ένα χωριανάκι σου. Αρπούνε πότες – πότες κιανένα και το βράζουνε και το τρώνε. Γι’ αυτό μη φάεις! Μια και φοβάσαι τη Μπαναγία!

Έτσι περιορίστηκαν και οι δυο στο λαδόψωμο και ένα κρομμύδι που κρατούσε ο Γιώργης. Ο Νικολής όμως έφαγε ελάχιστο και φαινόταν πολύ στεναχωρημένος. – Μωρέ είντα διαόλους έχεις! Πράμα έεις εσύ για να μην τρώεις και να γρινιάζεις! – Ε, να σου πω θέλει, μια και με ρωτάς. Είμαι να σκάσω από ντο ν’ οψές. Δε ν’ έχω λιγώσει από ντο νο ψες πράμα, απού τη στεναχώρια. Και συνέχισε: – Σκέφτομαι πως είντα δαιμόνους τηνε θέλω τη ζωή. Στο σπίτι μας μ’ έχουνε για ούλες τσι δουλειές και βλέπω και τα οζά! Κι ως οπροχθές ήμουνε μαντρατζής. Μα δε με νοιάζει μένα. Αντέχω τσι δουλειές, μα εκείνονα απού δε ν’ αντέχω είναι πως δε με θέλει η Χρυσή. – Ποια Χρυσή μωρέ; – Δε ντηνε κατέεις. Από το χωριό μου είναι.

– Και τίνος είναι μωρέ; Εγώ κατέω ούλες τσοι χωριανούς σου. – Του Σταματοβαρδή είναι η μιτσότερη απού τσι τέσσερις κοπελιές απού ‘χει, ανέ ντονε κατέεις. – Ναι μωρέ, κατέω τονε και είναι καλός άνθρωπος και σταίνει κάθε χρόνο μοναχικό ντου μιτάτο. – Ε, μα να σου τηνε δώσει θέλει ανέ ντου τηνε γυρέψεις, γιατί κατέει πως είσαι καλός και μπιστικός βοσκός. – Ναι μα αυτή δε με θέλει. Οψές εδώ κάμενε κούτελο στη πλατανόβρυση. Αυτή ήτανε εκειά και έπλενενε. Εγώ επήγα να ποτίσω… το γάιδαρό μας. Εκάτεχά το πως ήτονε εκειά και επήγα ξαργούτου. – Γεια σου Χρυσή. – Γεια σου Νικολή. Αδικο να σου λάχει μωρέ κακομοίρη και εξιπάστηκα! Ο Νικολής έκανε πως δεν άκουσε και συνέχισε: – Χρυσή εκάτεχά το πως είσαι έπα και για τούτονα ήρθα να ποτίσω το γάιδαρο, για να σου πως και δυο κουβέντες. Αυτή κατάλαβε πού το πήγαινε ο Νικολής και του έκοψε αμέσως τη φόρα. – Είντα κουβέντες θα μου πεις Νικολή; Δε ντο κατέεις πως είμαστανε και άκρα συγγενείς. Ύστερα δα, θαρρώ πως ετούτεσες τσι μέρες θα ‘ρθει από τα κάτω μέρη ένας να με γυρέψει από τον αφέντη μου! Εγώ να το κατέεις πως θα πάρω κατωμερίτη. Δε μπαίρνω εγώ βοσκό, να γυρίζει ούλη μέρα στα κατσάβραχα!

Αυτό βέβαια ήταν ψέμα και το είπε για να τον ξεφορτωθεί. Και συνέχισε: – Μόνο ανέ θέλεις άμε στον Αφέντη μου, να γυρέψεις τη Κατίγκω μας, απού θαρρώ πως σε θέλει! Μα μένα βγάλε με από το νου σου. – Όη, όη, εγώ εσένα θέλω κι α δε με θέλεις θα σκοτωθώ! Εκείνη τη στιγμή ήρθε η γρε – Μαριγώ να γεμίσει τη λαΐνα τζη νερό και τους έκοψε απότομα την κουβέντα. Ο Νικολής πήρε τον ξεδιψασμένο γάιδαρό του και φεύγοντας είπε και τη μαντινάδα δυνατά να την ακούσει η Χρυσή: «Άντες, άντες. Πολλές φορές το σκέφτομαι από γρεμνό να πέσω ούλοι οι αθρώποι μ’ αγαπούν και σένα δε ν’ αρέσω». Και έφυγε σκυφτός και στεναχωρημένος. Αυτά έλεγε του Γιώργη που αμέσως διέκρινε την αποφασιστικότητα στα μάτια του νεαρού βοσκού να πραγματοποιήσει αυτά που έλεγε και θέλησε να το γυρίσει στο καλαμπούρι. – Και πώς θα σκοτωθείς μωρέ μπουνταλά, απού δε ν’ έχεις μπιστόλι; – Όη δε σκοτώνομαι εγώ με το μπιστόλι γιατί πονεί. Μόνο θα πάω να πέσω απού το Κόκκινο γρεμνό και δε θα καταλάβω πράμα! – Σώπα μωρέ μπουνταλά απού θα σκοτωθείς, μα σα δε σε θέλει η Χρυσή θα σου βρω εγώ απού το χωριό μου μια όμορφη δικολογιά μου. Και όντε θέλεις θα πάμενε να τηνε γυρέψωμενε.

Με την κουβέντα είχε περάσει η ώρα. Ο ήλιος είχε προ πολλού χαθεί στον ορίζοντα και τα πρόβατα είχαν πιάσει την πλαγιά. Ξαφνικά και απρόσμενα ο Νικολής σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα, σήκωσε το σακούλι του και με γλήγορο βηματισμό πήρε τον κατήφορο, σα να είχε βάλει κάτι στο μυαλό του, κτυπώντας τα χαλίκια με τα στιβάνια του. Μόλις τον πήρε χαμπάρι ο Γιώργης πως έφυγε, κάτι κατάλαβε και τον πήρε από πίσω κυνηγώντας τον. – Στάσου μωρέ μπουνταλά, πού πάεις; Εν τω μεταξύ ο Νικολής είχε απομακρυνθεί αρκετά και χρειάστηκε να τρέξει να τον προλάβει. – Στάσου μωρέ τροζέ, γιατί δεν μπορώ να γλακώ, εγώ δεν είμαι λέω κοπέλι σαν γκαι σένα! Όμως ο Νικολής δεν άκουγε τίποτα και συνέχισε να περπατά γλήγορα! – Πού πας μωρέ οθενετουδά! Τη γκάτω μπάντα είναι ο Κόκκινος γρεμνός και θα τσουρογκρεμιστείς! Στάσου μωρέ ετουδά! Τον προειδοποίησε… – Αυτό θέλω και ‘γω να κάμω μα είντα τηνε θέλω τη ζωή! Και συνέχισε να περπατά και ο Γιώργης να προσπαθεί να εναγωνίως να τον αποτρέψει!

Ο Νικολής έφθασε σχεδόν στο χείλος του γκρεμού. Ένα βήμα αν έκανε ακόμα θα βρισκόταν στο κενό. Εκεί σταμάτησε. Έβαλε κάτω το χοντρό μάλλινο ράσο του και ξάπλωσε. Λίγο πιο πάνω είχε σταματήσει ο Γιώργης και απλά παρατηρούσε χωρίς να μπορεί να κάμει τίποτα. – Μη σιμώσεις γιατί θα πέσωμενε κι οι δυο στο γρεμνό! τον προειδοποίησε. Εγώ θα κοιμηθώ έπα και τη νύχτα θα μεταπνίσω και θα τσουρίσω χωρίς να καταλάβω πράμα και θα σκοτωθώ. Το σκηνικό όμως όσο περνούσε η ώρα δεν άλλαζε. Ο Γιώργης να κάθεται και να παρατηρεί και να προσπαθεί να τον μεταπείσει και ο Νικολής να κλείνει τα μάτια του και να προσπαθεί να τον πάρει ο ύπνος. Όμως ανάφιλε που λέγαν οι παλιοί μας. Ο ύπνος δεν ερχόταν.

Σε αντίθεση με τον Γιώργη που τον πλησίαζε σιγά – σιγά, παρακατσεντά! Στην αρχή ο Νικολής τον είχε προειδοποιήσει: – Μην έρθεις έπα κοντά γιατί θα παίξω μια ίσια κάτω και… Όμως τώρα με την κουβέντα είχε πλησιάσει αρκετά και κάποια στιγμή τον άρπαξε και τον έσυρε λίγο παραπάνω! – Είντα ξάνοιγες να κάμεις μωρέ μπουνταλά! Νάχε μπάρεις ίσια κάτω δε θέλει βρει μούδο παπάς να θάψει. Κομματάκια θέλει γενείς και θέλει σε φάνε οι καναβοί!

Υ.Γ. 1: Η ιστορία είναι εντελώς αληθινή όπως σας την περιγράφω!! Για ευνόητους λόγους απλά άλλαξα τα ονόματα.Τα πρόσωπα ζουν ακόμα και ο “Νικολής” και η “Χρυσή”. Ο Νικολής, αντί να πέσει στο γρεμνό έπεσε στην αγκαλιά μιας άλλης κοπελιάς και η Χρυσή ζει κι αυτή παντρεμένη σε μια άλλη ήπειρο!

Υ.Γ. 2: Η κολέβα ήταν απαραίτητο αξεσουάρ του παλιού βοσκού μαζί με το αράι. Στην κολέβα έβαζε το φαγητό του και στο αράι τα διάφορα εργαλεία και υλικά να “αναράψει” τα στιβάνια του.

Υ.Γ. 3: Αναμάζωξα πάλι ούλες τσι πλια νέες “Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” και τσ’ έκαμα ένα νέο όλο καινούργιο βιβλίο με τίτλο “Μαδαρίτικα αναστορήματα”. Είναι το 13ο βιβλίο μου και το 4ο της σειράς “Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας” και το διαθέτουν στα Χανιά το βιβλιοπωλείο “Πετράκη” και στο Ρέθυμνο “Κλαψινάκη”.

*Ασηγωνιώτης λαογράφος sifiPetraki@hotmail.com


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα