…Πετούσε εδώ κι εκεί η μύγα ζουζουνίζοντας, ανέμελα και λεύτερα. Μικρά τα διάφανα φτεράκια της, τη φέρνανε ολόγυρα και κείνη τρύγαγε με τη μικρή γλωσσίτσα λιχουδιές π’απλόχερα της έδινε η πλάση. Δεν ήτανε εκλεκτική από τη φύση της, της έφτανε ο επιούσιος απ’την απλοχεριά – ως είπαμε – της πλάσης.
Eκεί στη ζουζουνίσια κοινωνία συντροφικά με τ’άλλα τα ζουζούνια, τις πασχαλίτσες και τις πεταλούδες, τις μέλισσες και τα σκαθάρια, πέρναγε αυτοδύναμα, δε στόχεψε του σύννεφου τα ύψη. Στα χαμηλά περνούσε τον καιρό της κι αυτοκρινότανε μ’αυτογνωσιά ως ήτανε πλασμένη (πλάσμα ασήμαντα μικρό με των μεγάλων τα μετράδια), δεν το’κρυβε πως ήταν μύγα. `Αφηνε γι’άλλους τα μεγάλα ύψη και’κανε τόπο να διαβούν νεφελοκαβαλλάρηδες κάθε μορφής.
…Εκεί, στην ίδια κοινωνία, σπάθιζε τον αγέρα θορυβώδηκα κι επιδεικτικά, ο χρυσοκάνθαρος. Λαμπύριζε στα χρυσοκόκκινά του έλυτρα ο ήλιος και του’δινε θωριά αστραφτερή που’φερνε θάμπωμα στα μάτια των μικρών. `Ηταν ζουζούνι τόσο δα και κείνος μ’ ασήμαντη σμικρότητα μπρος στη θωριά της πλάσης, μα στου μυαλού το κάτοπτρο φάνταζε γιγαντόσωμος κι ωραίος σαν είχε διαστάσεις ογκωδέστερες, μα και σαν χρύσιζαν τα έλυτρα. Μ’ αυτά τα κίβδηλα προσόντα ξεχώριζε στη ζουζουνίσια κοινωνία. Κι αυτή, τιμώντας του ανάλογα τη δύναμη, του είχε δώσει θέση ζηλευτή. Εκείνος ανταπέδιδε τα ίσα και μπροσπερνούσε ετσιθελικά την πεταλούδα, την πασχαλίτσα και τη μύγα και σπάθιζε στα ύψη, περιφέροντας μια ματαιόδοξη θωριά που του’δινε κίβδηλη την πρωτιά στη ζουζουνίσια κοινωνία την αδύναμη…
Λίγο πιο πέρα, μέσα εις την καρδιά τούτης της μικρο-κοινωνίας, ύφαινε τον ιστό της η αράχνη. Μαυριδερή κι ακούραστη υφάντρα, σόδιαζε στο πυκνό της δίχτυ τα ζουζούνια που ανίσχυρα να φύγουν απ’τα βρόγχια της, γινότανε βορά στο μαύρο θύτη. Κι αυτός, νόμιμα κι αυτοδίκαια γευόταν το μερτικό το επιούσιο, μινώταυρος μικρός και αναγκαίος για να’χει τη σωστή δομή η κοινωνία.
Ποιος όρισε τους άγραφους τους νόμους; Η ίδια κοινωνία που στοχεύει να ζει και να υπάρχει και ν’ αυξάνεται με θύμα το ανίσχυρο μικρό, εις το θανατερό βωμό του Ισχυρού; Ο ίδιος ο Δημιουργός που έπλασε τα πλάσματα, την πλάση;
Όποια απόκριση να δώσεις, μένει σαν αποτέλεσμα το ίδιο, που θέλει το μικρό, βορά στο δίχτυ της μαυριδερής αράχνης…
…Πιάστηκε η μύγα ένα πρωί, στης μαύρης της υφάντρας τον ιστό. Πάλεψε, πάσχισε, ίδρωσε, δεν το κατόρθωσε να φύγει. Γερά πλεγμένος ο ιστός για την ανίσχυρη τη μύγα, την κράτησε βορά στο θηρευτή. Και η αράχνη λίγο πιο πέρα, ατάραχη απολάμβανε τη θέα και πρόσμενε να μεγαλώσει η σοδιά.
Ξάφνου, έσπασε τη σιγή του πρωινού ο βόμβος απ’το πέταγμα εντόμου. `Εστρεψε το κεφάλι της η μύγα, είδε το χρυσοκάνθαρο να φτάνει. Δεν άλλαξε καθόλου την τροχιά, καθώς στο διάβα της ήταν το δίχτυ. Έπεσε πάνω του μ’ορμή, το τρύπησε πέρα ως πέρα και βγήκε απ’την άλλη τη μεριά ολάκερος, αλώβητος, ακμαίος. Απόρησε η μύγα η μικροδύναμη, γέλασαν ο θηρευτής κι ο χρυσοκάνθαρος. Βάλθηκε η αράχνη να εξηγήσει στην τρομαγμένη μύγα:
«…Γιατί στ’αλήθεια απορείς; Δεν πλέκω μέρα-νύχτα αυτό το δίχτυ για δυνατά θηράματα, σκαθάρια και χρυσοκανθάρους. Για σένα και τους όμοιούς σου κοπιάζω. Δεν είναι όμως και το φταίξιμο δικό μου. Ο άγραφος ο νόμος είναι ο φταίχτης. Κι εγώ, νομοταγής, νομομαθής και διαβασμένη, τον εφαρμόζω όπως μπορώ, όσο μπορώ κι όταν μπορώ…πρέπει να ξέρεις, είναι ανάγκη να τηρούνται οι νόμοι!…»…
Ο χρυσοκάνθαρος που ήταν θεατής και δε μιλούσε, έσπασε τη σιωπή κι απολογήθηκε λιγόλογα, λακωνικά και περιεκτικά:
«Εμένα, ο νόμος με καλύπτει…»
Δεν είχε ανάκαρα η μύγα να μιλήσει, έμεινε μόνο να θωρεί το χρυσοκάνθαρο να φεύγει, να πετά, να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα. Βάλθηκε να ρωτά τον εαυτό της με τ’ αναπάντητο ερώτημα, που’μεινε συντροφιά της ως το τέλος:
«Ποιος όρισε τους άγραφους τους νόμους;…»…
Κι ο στοχαστής, που αμίλητος παρατηρούσε το άχαρο ετούτο σκηνικό, ακούστηκε να μουρμουράει: «Το ίδιο δεν ισχύει και στη δική μας κοινωνία την ανθρώπινη; Ποιος στ’ αλήθεια όρισε τους άγραφους τους νόμους;…»…