Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ο όρκος

Ο διακεκριμένος συνεργάτης της εφημερίδας “Χ.Ν.” Βαγγέλης Κακατσάκης, πάντα με την ωραία αφηγηματικότητα που τον διακρίνει, γράφει στο φύλλο της Παρασκευής 30 Γενάρη 2015 στην τρίτη σελίδα:
«Ο όρκος είναι φοβερό πράγμα για όποιον πιστεύει, για όποιον δεν πιστεύει είναι παρωδία».
Για την πρώτη περίπτωση να καταθέσω τη μαρτυρία μου.
Θα πρέπει, αν θυμάμαι καλά, να ήταν γύρω στα 1931.
Τότε εγώ ήμουνα 14 χρονών.
Στο χωριό μου, στην Ανώπολη Σφακίων το περιστατικό.
Ενας κοντο-γείτονάς μου, ο Γιώργης, να μην πω το πραγματικό του όνομα, που μαζί με άλλα παιδιά παίζαμε στην αυλή του Αϊ Γιώργη, τη χόστρα, την αμπάρα, τον ποταμό κι άλλα παιχνίδια, έκλεψε ένα οζό από έναν άλλο χωριανό μας, τον ‘Γιάννη’.
Ο Γιάννης έριξε που λένε τα κουκιά, ποιος να το ’κλεψε, ποιος να φταίει και κατάληξε να πιστεύει πως κλέφτης είναι ο Γιώργης.
Μια μέρα που ο Γιάννης περνούσε από τον κάμπο (συνοικία) βλέπει τον Γιώργη.
Γιώργη του λέει έλα να σου πω.
Αμα νταμώσανε του λέει.
Γιώργη έχω την υποψία πως εσύ μου έκλεψες ένα οζό και για να μην υποψιάζομαι άδικα θα ’θελα να μου ξεκαθαριστείς.
Ξεκαθάρισμα θα πει να πάνε σε κάποια εκκλησία να πάρει όρκο στον Αγιο.
Τότε οι Αγιοι που ο κόσμος επίστευε πως είναι θαυματουργοί και δεν τολμούσε κλέφτης να ορκιστεί στην εικόνα του: ήταν ο Αγ. Ιωάννης στο χωριό Αγ. Ιωάννης, στην Αράδενα ο Αη Στράτηγος, στον Βουβά η Αγ. Ζώνη, στη Χώρα Σφακίων ο Αγιος Παντελεήμονας, στο Θέρισο η Παναγία κ.α.
Σ’ αυτές τις εκκλησιές σπάνια κλέφτης ορκιζόταν στον Αγιο πως φταίει.
Λέει ο Γιώργης.
Εγώ μπάρμπα Γιάννη δεν σου φταίω. Να σου πάρω εκατό όρκους όπου θέλεις, όντε θέλεις και σήμερα ίδια να πάμε σ’ όποιο Αγιο θέλεις να πάρω χίλιους όρκους, σήμερα ίδια.
Λέει ο Γιάννης..
Να πάμε τώρα στη Χώρα στον Άγιο Παντελεήμονα.
Να πάμε.
Ξεκινούν για τη Χώρα.
Περνούν το κονοστάσι, πιάνουν τον κατήφορο, ο Γιώργης πάντα μπροστά, γρήγορα – γρήγορα ν’ αφήνει τις σκάλες, να πηγαίνει για πιο γρήγορα από τις κονταρίδες, ενόμιζε ο άτυχος πως με το να δείχνει τόσο πρόθυμος θα πίστευε ο Γιάννης πως δεν του φταίει και θα του ’λεγε, καλά Γιώργη, πιστεύω σου, στάσου, δεν πάμε στα Σφακιά.
Ομως ο Γιάννης δεν έκανε τέτοια σκέψη.
Προχωρούν, φτάνουν στη Χώρα, πάνε στην εκκλησία τ’ Αϊ Παντελεήμονα, το κλειδί στην πόρτα, ανοίγουν μπαίνουνε μέσα.
Μόλις εμπήκανε μέσα λέει ο Γιάννης:
«Γιώργη, θα βάλεις την παλάμη σου στην εικόνα του Αγίου και θα πεις: Αγιε Παντελεήμονά μου αν φταίω, να μου δείξεις σημάδι τώρα ίδια, μόλις βάλω το χέρι μου στην εικόνα σου, πάλι και δε φταίω να δείξεις σημάδι σ’ αυτό που μ’ έβαλε να πάρω τον όρκο».
Πλησιάζει ο Γιώργης και μόλις έβαλε το χέρι του πάνω στην εικόνα παίζει σαν ελατήριο προς τα πίσω έναν πήδο, βγαίνει έξω κι άρχισε να παίζει την καμπάνα. Είχε χάσει τα λογικά του.
Είναι σαν να τον βλέπω τώρα μπρος μου, μόλις βγήκε στο χωριό, να γυρίζει γύρω – γύρω τις γειτονιές να κρατάει ένα κουροψάλιδο, να το ανοιγοκλείνει και να λέει μια μαντινάδα. «Επήγα εις τον καφενέ, στη Πλάτη (συνοικία), στον Γλυμμένο (επίθετο καφετζή) και του εζήτησα χαρτιά και μου πανε να πηαίνω».
Μετά λίγες μέρες τον πήγαν στη Σούδα στο ψυχιατρείο και μετά λίγες μέρες απέθανε. Εκείνα τα χρόνια επίστευαν οι άνθρωποι πως ο όρκος είναι πράγμα φοβερό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα