Από το πολύτιμο αρχείο του αλησμόνητου φίλου Γιώργου Χ. Μπριντάκη, ερασιτέχνη φωτογράφου και στελέχους του ΟΤΕ, αντιγράφω μέρος της περιγραφής του πανηγυρισμού για την απελευθέρωση των Χανίων και με όλες τις φωτογραφίες, όπως και αυτές στο κείμενό μου στα “Χ.Ν.” της 10ης Νοεμβρίου, καθώς και οι επεξηγήσεις σε αυτές είναι του ίδιου του Γιώργου.
«Ολοι ζητούν να ξεκαθαρίσει επιτέλους η κατάσταση και να λήξει πια η εκκρεμότητα με την είσοδο στην πόλη των Χανίων αγγλικού ή εθνικού στρατού ώστε να παραδοθούν σ’ αυτόν οι Γερμανοί και να φύγουν το γρηγορότερο.
Τις επόμενες μέρες, πραγματικά, η είσοδος και εγκατάσταση στην πόλη πολιτικών και στρατιωτικών ελληνικών και αγγλικών αρχών είναι αθρόα και συνεχής. Με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις μπαίνει στα Χανιά σαν πρώτη ελεύθερη αρχή και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του στις 11/5/1945 ο Δήμαρχος της πόλης, γιατρός Γιάννης Μουντάκης, εξόριστος του Μεταξά από το 1938. Ακολουθείται στις 14 Μαΐου 1945 από τον Γεώργιο Φουντουλάκη με το επιτελείο του και τον Άγγλο Ταξίαρχο Πρέστον, το επιτελείο του και άλλους Άγγλους εκπροσώπους. Βρετανικές δυνάμεις -που είχαν φτάσει από τις 8 Μαΐου 1945 μαζί με το διοικητή τους Ταξίαρχο Πρέστον και είχαν παραμείνει στο Ρέθυμνο και στην επαρχία Αποκορώνου- μπαίνουν στην πόλη, ανεπίσημα, επειδή “η απελευθέρωσις της Κρήτης θα εορτασθή μετά την συμπλήρωσιν της συγκεντρώσεως των Γερμανών εις στρατόπεδα αιχμαλώτων”.
Πρώτοι πήραν σειρά όσοι Ιταλοί είχαν απομείνει. Στο λιμάνι της Σούδας δημιουργείται από τους Άγγλους μια απαγορευμένη για όλους τους Έλληνες περιοχή από όπου γίνονται οι αναχωρήσεις των αιχμαλώτων γερμανοϊταλών με πλοία που τις κατοπινές μέρες κάθε τόσο καταφθάνουν εκεί. Πριν από την επιβίβαση γίνεται επισταμένη έρευνα και αφαιρούνται τα χρυσά νομίσματα και τιμαλφή που θέλουν να πάρουν μαζί τους οι πρώην κατακτητές και που έχουν διαρπάξει από τους κατοίκους της Κρήτης σ’ όλα τα χρόνια της Κατοχής. Μόνο τα ατομικά τους είδη επιτρέπεται να πάρουν.
Και στις 15 Μαΐου 1945 καθορίζεται, επιτέλους, η επίσημη μέρα εισόδου των ελληνικών δυνάμεων στα Χανιά να είναι η 23η Μαΐου 1945. Οι προετοιμασίες για την είσοδό τους και την απελευθέρωση των Χανίων βρίσκονται σε έξαρση. Όλοι και όλα κινητοποιούνται πυρετωδώς με μεγάλο ενθουσιασμό για την υποδοχή τους, τη διαμονή τους, τους πανηγυρισμούς, την περιφρούρηση της τάξεως.
Στις 16 Μαΐου έρχεται από τους Λάκκους, όπου είχε καταφύγει παλιότερα για να μη συλληφθεί από τους Γερμανούς, ο Νομάρχης Νικόλαος Σκουλάς για ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του. Στις 21 Μαΐου μπήκε, για να τηρήσει την τάξη, δύναμη χωροφυλακής που στάθμευε στο Βάμο και ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Γιαννακουδάκης μαζί με Άγγλους και Έλληνες αξιωματικούς για αναγνώριση χώρων και προπαρασκευή της εισόδου του 606 Τάγματος του από το Νιο Χωριό και τους Αρμένους.
23 Μαΐου 1945! Η τελευταία γωνιά της Κρήτης, της Ελλάδας, της Ευρώπης, απελευθερώνεται. Η μεγάλη νύχτα των 48 μηνών τελειώνει σήμερα. Από το πρωί όλη η πόλη και οι κάτοικοί της βρίσκονται σε αναβρασμό. Επιτέλους έφτασε αυτό στο οποίο έλπιζαν καρτερικά τέσσερα χρόνια. Σημαίες ξεδιπλώνονται, η χαρά γεμίζει τα πρόσωπα, τα μάτια λάμπουν. Το απόγευμα, κατά τις 5μ.μ., μπαίνουν από το δρόμο της Σούδας και την οδό Νεάρχου οι ελληνικές δυνάμεις που όλοι τις περίμεναν με αγωνία και ανυπομονησία. Προηγούνται, τιμητικά και για ν’ ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στα ενθουσιώντα πλήθη, Bren carriers με πληρώματα Βρετανούς. Ανθοδέσμες μοιράζονται, λουλούδια πετιούνται.
Ακολουθεί η σημαία της Ε.Ο.Κ., ο ορισθείς επικεφαλής της Εθνικής Ταξιαρχίας Ανταρτών Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Παύλος Γύπαρης με τον καπετάν Μανώλη Μπαντουβά. Στη συνέχεια, πίσω τους, έρχονται άλλα αντάρτικα τμήματα: οι αντάρτες του καπετάνιου Πέτρου Παπαδοπετράκη ή Πέτρακα με τη σημαία τους και τον ίδιο επικεφαλής τους ο καπετάνιος Μανώλης Νικολούδης με τους αντάρτες του, ο οπλαρχηγός Βολάνης με το ανεξάρτητο ανταρτικό τμήμα του και άλλες αντάρτικες ομάδες.
Από μακρυά ακούγονται μουσικές, τραγούδια, ευχές, ζητωκραυγές, συνθήματα. Έρχεται, επιτέλους, ο Εθνικός Στρατός με τη στρατιωτική μουσική μπροστά.
Ο Διοικητής του 606 Τάγματος Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Γιαννακουδάκης με το επιτελείο του προηγείται καμαρωτός και ακολουθούν οι λόχοι του. Οι στιγμές είναι συγκινητικές καθώς οι εκδηλώσεις του πλήθους έχουν ξεπεράσει κάθε όριο ενθουσιασμού και αγάπης.
Η επίσημη πομπή κλείνει με τη Φιλαρμονική του Δήμου, αλλά δεν τελειώνει. Το πλήθος ακολουθεί με πανηγυρισμούς, τραγούδια και συνθήματα μέσω της οδού Ιωάν. Σφακιανάκη μέχρι την πλατεία Δικαστηρίων. Εκεί έγινε παρέλαση μπροστά από τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Κρήτης επίσκοπο Αγαθάγγελο, τον Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης Υποστράτηγο Γεώργιο Φουντουλάκη, τον Άγγλο Ταξίαρχο Πάτρικ Πρέστον κ.ά. Κι εκεί ο Επίσκοπος παρέδωσε στον Έλληνα στρατηγό την πόλη των Χανίων «από πολιτικής και στρατιωτικής πλευράς» απλά και σεμνά σαν να μην είχε καταληφθεί ποτέ από τους Γερμανούς.
Πραγματικά, τα Χανιά δεν παραδόθηκαν ποτέ στους κατακτητές με πρωτόκολλο, ούτε και ο Μπέντακ τα παρέδωσε υπογράφοντας κάποιο πρωτόκολλο
Μετά την παρέλαση η ίδια πομπή των ανταρτικών και στρατιωτικών τμημάτων, με τα αγγλικά Bren carriers μπροστά από τους δρόμους Ηρώων Πολυτεχνείου, Ελευθερίου Βενιζέλου, Δημοκρατίας και Βαλαωρίτου κατευθύνθηκε στη νότια είσοδο της τότε Στρατώνας στην οδό Τζανακάκη, όπου και κατέληξε. Μαζί της ακολουθούσε και μεγάλο πλήθος λαού κι άλλο τόσο τους περίμενε ζητωκραυγάζοντας».
Και συμπληρώνω αυτή την περιγραφή και εγώ με κάποια άγνωστα ίσως στοιχεία. Οι 14.000 Γερμανοί που είχαν συγκεντρωθεί σε περιοχή των Χανίων, με ένα φοβερό πολεμικό υλικό που συγκέντρωσαν από όλη την Κρήτη, δεν ήταν αστεία υπόθεση, ούτε ήταν δυνατόν να αποχωρήσουν άμεσα.
Χρειαζόταν να συγκεντρώσουν και να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού, τις ναρκοθετημένες περιοχές. Και αυτή τη δημοτική αγορά, και άλλα κτήρια, είχαν παγιδέψει με εκρηκτικά που θα τα πυροδοτούσαν αν δεχόταν επίθεση.
Δεν υπήρχε δυνατότητα παραλαβής και μεταφοράς των από τις λίγες ελληνικές δυνάμεις, αλλά από πολλά αρματαγωγά, να καθορισθεί πού θα μεταφερθούν και πολλά άλλα. Εξάλλου, οι αιχμάλωτοι πολέμου δεν παραδίδονται σε αντάρτες και όσο για τα λαϊκά δικαστήρια που αναφέρθηκαν έχουν πικρή πείρα οι Έλληνες από αυτά.
Οι απλοί άνθρωποι που δεν ήταν συνεργάτες του εχθρού, αλλά απλώς δεξιοί. Οι άνθρωποι της περιόδου εκείνης θυμούνται την περίπτωση ενός Γερμανού μουσικού που είχε φιλίες με Χανιώτες χάρις στην καλοσύνη και αντίθεση με τους ναζί και με το θάρρος αυτό κατέβηκε στο Σαντριβάνι όπου λιντσαρίστηκε.