Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

O Παπαγιώργης και η σηµαία

Ανάσανε ήρωας και κυµάτισε η σηµαία κι εγώ νόµιζα ως χθές, πως ήταν ο αγέρας. Ναι, µονάχα η ανάσα των ηρώων κάνει την σηµαία να κυµατίζει περήφανα, αγέρωχα, και να βροντοφωνάζει σε κάθε κυµατισµό της, πως δεν την σκιάζει η φοβέρα κανενός.

Όσο υπάρχουν ήρωες, κυµατίζει περήφανα και φωνάζει σε κάθε της δίπλωµα και ψάλλει µελωδικά ύµνους, παιάνες Εθνικούς. Καβαλάει αστραπές και καλπάζει στον αέρα σε πεδιάδες και λιβάδια ειρηνικά. Στο πέρασµά της λυγάνε τα στάχυα µοιράζοντας το χρυσάφι τους στην φύση κι’ αυτή ανηφορίζει για το ύψωµα του Αη Γιώργη. Εκεί στην κορυφή του βρίσκονται δυο ξεχασµένοι ήρωες, θαµµένοι από καιρό, κι ούτε σταυρός, ούτε τάφος ξεχωρίζει µε τα χρόνια. Όταν την βλέπετε να κυµατίζει δυνατά σαν να θέλει να ξεκολλήσει από το κοντάρι, τέτοιους ήρωες θέλει να πάει να συναντήσει, να κυµατίσει πάνω τους και να τους δοξάσει.
***
Η σηµαία µε τον Αη Γιώργη στη µέση του σταυρού, έµενε πλακωµένη στο σεντούκι στο ξωκλήσι του Αη Γιώργη. Είχε χρόνια να λειτουργήσει εκεί Παππάς, και χρόνια να πανηγυρίσει τον Αη Γιώργη που προς τιµήν του χτίστηκε η εκκλησιά. Ο Παπαγιώργης που το λειτουργούσε, εχει κοιµηθεί από χρόνους. Οι χωρικοί δεν µπήκαν τότε στον κόπο να κουραστούν επι πλέον για την κηδεία του. Έσκαψαν εκεί όπως-όπως δίπλα στο ξωκλήσι ένα λάκκο, ένας άλλος Παππάς από την πόλη είπε δυο κουρασµένες προσευχές, κλείδωσαν την εκκλησιά, χάσανε και το κλειδί κι αυτό ήταν. Η σηµαία πλακωµένη στο σεντούκι, ο Παπαγιώργης πλακωµένος στο χώµα, και το ξωκλήσι αµπαρωµένο και αλειτούργητο.
Μα δεν του πήγαινε του Αη Γιώργη να µένει η εκκλησιά του έτσι περιφρονηµένη και δυο ήρωες, ενας Παππάς και µια σηµαία, µάλιστα µε την εικόνα του, καταπλακωµένοι και ξεχασµένοι. Πήρε λοιπόν το άλογό του και µια και δυό πήγε στο σπίτι του τρελαντώνη, της πιο αγαθής ψυχής του χωριού. Του µήνυσε αυτά που είχε να του πεί και του’ πε να τα πεί στους χωριανούς. Ο τρελαντώνης από την άλλη µέρα έπιασε δουλειά. Τι στο καφενείο, τι στα χωράφια, τι στην εκκλησιά δεν τους άφηνε σε ησυχία.
«Ήρθε σας λέω ένας καβάλα και µου είπε να ξεθάψουµε τον Παπαγιώργη και να βγάλουµε και τον ήρωα από το σεντούκι να κυµατίσει να αεριστεί, γιατί έχει πράµατα να µας πεί ενδιαφέροντα! Εάν δεν πάτε εσείς, θα πάω εγώ µονάχος µου, σας το λέω!»
∆εν έχεις να πάς πουθενά τον φοβέριζαν οι χωριάτες. Το εκκλησάκι δεν είναι κτήµα σου, ούτε επιτρέπετε να ξεθάψεις Παππά µονάχος. Τι πράµατα είναι αυτά; Ο δάσκαλος συµπλήρωσε
«Αντώνη παιδί µου, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι παραλογισµοί αυτά που σκέφτεσαι; Ποιος ήρωας είναι αυτός και µάλιστα µέσα στο σεντούκι που θέλει να τον αερίσουµε; Είναι παράλογα πράγµατα αυτά που λές.»
«Εγώ δάσκαλε αυτά µου είπε ο καβαλάρης αυτά σας λέω. Εσείς που ξέρετε περισσότερα γράµµατα από ‘µένα, νόµιζα θα τα εκτιµούσατε καλύτερα. Ας είναι, αφήστε τους να µουχλιάζουν τι να πώ;»
Η γιαγιά η Αντριάνα, πήρε τον λόγο και έβαλε κατσάδα στους συγχωριανούς.
«∆εν ντρεπόµαστε καθόλου µου φαίνεται όλοι µας! Ήµουνα νια και γέρασα και ο Παππάς είναι θαµµένος στο ξωκλήσι κοντά σαράντα χρόνια τώρα. Αφήστε τι σας λέει ο τρελαντώνης, αφού το θέλετε µην τον πιστεύετε, έτσι κι αλλιώς την χάσαµε την αθώα µας ψυχή και προαίρεση όλοι µας. Εµένα αυτός ο καβαλάρης που µολογάει ο Αντώνης, κάτι σαν το µανάρι µας τον Αη Γιώργη µου θυµίζει, αλλά ας είναι. Σαν χωριό, έχουµε υποχρέωση να πάµε να αερίσουµε την εκκλησία, να ξεθάψουµε και τον Παππά, γιατί ποιος ξέρει µεθαύριο τι µπορεί να γίνει εκεί στην ερηµιά και να βεβηλωθεί ο τάφος του. Και την εκκλησιά µωρέ, το λεω και ντρέποµαι, σαράντα χρόνους κλειστή. Λοιπόν άσε κυρ δάσκαλε τις αναβολές γιατί παίρνεις µεγάλη ευθύνη και πάµε όλοι µας σύντοµα να κάνουµε το καθήκον µας.»
«Όχι όχι εγω δεν παίρνω τέτοια ευθύνη να πάµε, να πάµε συµφωνώ. Εγώ απλά εκλογίκευσα τις οµολογίες του τρελαντώνη.»
Την Κυριακή µετά τη εκκλησία, πήραν να ανεβαίνουν στο λόφο σχεδόν όλοι οι ολιγάριθµοι κάτοικοι του χωριού. Ο Παπάς, ο δάσκαλος, ο ενωµοτάρχης από το διπλανό χωριό,, ο πρόεδρος και όλοι οι υπόλοιποι. Τα παιδιά του χωριού το πήραν για παιχνίδι και πήγαν κι αυτά µαζί τους. Ο Ενωµοτάρχης παραβίασε χωρίς επιπλέον ζηµιά την πόρτα και µαζί µε τον δάσκαλο και κάποιους άλλους άρχισαν την εξερεύνηση µέσα στο ξωκλήσι. Ιερά σκεύη δεν υπήρχαν, είχαν µεταφερθεί από τότε κάτω στην εκκλησία του χωριού. Μόνον κάποιες αγιογραφίες στον τοίχο έµεναν να οµολογούν Ορθοδοξία µε τις µορφές των Αγίων να παραµένουν αυστηρές µε τις παλάµες τους ανοικτές και τα δάχτυλα κλειστά, σε θέση τέτοια ώστε να απωθούν τα πάθη. Το πετρόχτιστο κτίσµα παρά τα σαράντα χρόνια που είχαν περάσει, δεν είχε υποστεί σοβαρές ζηµιές, Οι χτίστες που το έχτισαν, είχαν κάνει πολύ καλή δουλειά. Ακόµα και η στέγη καλά κρατούσε. Προχώρησαν πιο µέσα στο κελάκι που κοιµόταν ο Παπαγιώργης. Ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι περισσότερο για άσκηση παρά για ανάπαυση, µε τα στρωσίδια να µένουν σκοροκωφαγωµένα, να θυµίζουν ότι κάποτε ήταν στρωσίδια. Πιο κεί µοναδικά έπιπλα στο κελί ένα τραπεζάκι για φαί και γράψιµο και δίπλα ενα σεντούκι. Οι χωριανοί κοιτάχτηκαν σκεφτόµενοι τα λόγια του τρελαντώνη και είπαν, βρε λές;
Έξω ο νεκροθάφτης του χωριού µαζί µε δυο εργάτες είχαν πιάσει να ανοίγουν τον τάφο του Παπαγιώργη, µε τους χωριανούς να στέκουν ένα γύρω και τον Παππά να επιβλέπει τις εργασίες της εκταφής. Ηταν Μάης και είχε µια συννεφιά που παρά την άπνοια που επικρατούσε, διατηρούσε την ηµέρα δροσερή. Τα οστά του Παπαγιώργη βγήκαν στην επιφάνεια µε τους εργάτες να τα ξεπλένουν µε κρασί. Στην συνέχεια τα έβαλαν σε µια λειψανοθήκη και λίγο πρίν την κλείσουν, βγήκε από το ξωκλήσι ο Ενωµοτάρχης µε τον δάσκαλο και τους υπόλοιπους. Ο Ενωµοτάρχης κρατούσε µια σηµαία µε τον Αη Γιώργη στο κέντρο και ο δάσκαλος ένα χοντρό βιβλίο µε χειρόγραφα γραπτά που το επεξεργαζόταν καθώς περπατούσε. Ο Παπάς ζήτησε να δεί την σηµαία και ο ενωµοτάρχης την άνοιξε µπροστά του πάνω από τα οστά του Παπαγιώργη. Ο Παπάς την περιεργαζόταν καθώς η σηµαία κυµάτιζε στα χέρια του Ενωµοτάρχη.
«Κοίτα κοίτα πως κυµατίζει, είπε ο Ενωµοτάρχης καθώς την κρατούσε. Όταν την πάω πάνω απ τον Παπαγιώργη, κοίτα κυµατισµό που κάνει κι ας έχει άπνοια.»
Ο ∆άσκαλος άρχισε να διαβάζει απο το χοντρό βιβλίο που όπως απεδείχθη κρατούσε σηµειώσεις ο Παπαγιώργης.
«Αυτό το βιβλίο περιέχει ιστορικές λεπτοµέρειες πολύ χρήσιµες για τους Ιστορικούς και για το Έθνος και άρχισε να διαβάζει.
Σήµερα στις Εννέα του µηνός Ιουλίου του έτους 1921, ο στρατός µας νίκησε τους Τούρκους και κατέλαβε το Εσκί Σεχίρ. Ο Θεός µας φύλαξε στον λόχο µας ζωντανούς κι αλάβωτους και προχωρήσαµε στην νίκη. Εγώ ως διάκονος τότε και ταγµένος υπηρέτης στο ιερό θυσιαστήριο του Θεού, προτίµησα να κρατώ στην πρώτη γραµµή την σηµαία και να τραβώ µπροστά όσο προχωρούσε το στράτευµα, παρά να κάτσω παραπίσω. Όλο τον πόλεµο στην Μικρασία, τον πέρασα κρατώντας τούτη την σηµαία µε τον Αη Γιώργη που φυλάω στο σεντούκι µου. ∆ίνω ευλογία και παρακαταθήκη να την έχετε ευλογία και προστασία στο χωριό. Οι τρύπες που έχει είναι σφαίρες από Τούρκικο τουφέκι, αλλά ο Θεός οικονόµησε να µην µε βρούν. Έβλεπα Έλληνες στρατιώτες να πέφτουν απ το βόλι κι εγώ δεν κιότευα, συνέχιζα ψάλλοντας άλλοτε την Υπερµάχω, άλλοτε το Θεοτόκε Παρθένε άλλοτε κλαίγοντας και άλλοτε γελώντας, αλλά ποτέ δεν κιότεψα. Παππά κάνε στην άκρη µου φωνάζανε κι εγώ τους φώναζα πως δεν είµαι Παππάς αλλά ∆ιάκος και καθήκον µου είναι η ∆ιακονία.
Παρακάτω έγραφε… Ακόµα και τώρα στον ύπνο µου την ακούω να φωνάζει καθώς την διπλώνει µε ορµή ο αέρας και να τροµάζει τον εχθρό.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα