Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ο παππούς, το δώρο και ο… ευγνώμων Ρίκο!

Ο μπάρμπα Νικόλας, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος του Θεού διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο στην απάνω γειτονιά μιας μικρής συνοικίας.
Eκεί ήταν και το σπίτι που έμενε με την καλοκάγαθη γυναικούλα του την κυρά-Λένη ,όπως της φώναζαν όλοι στη γειτονιά . Πρόθυμη πάντα όπως και ο άνδρας της να βοηθήσουν κάθε άνθρωπο που άκουγαν ότι είχε κάποια ανάγκη .
Με το μικρό αυτό μαγαζάκι συντηρούσε την μικρή σχετικά οικογένειά του . Είχαν δύο παιδία : Το Γιάννη και τη Μαρία.
Ο Γιάννης αφού παντρεύτηκε, πριν από είκοσι πέντε ακριβώς χρόνια ,τον Ιούνιο 1995, είχε κατοικήσει λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του σπίτι .
Η Μαρία ,κι εκείνη παντρεμένη, κατοικούσε λίγα μέτρα πιο πάνω από το σπίτι των γωνιών της .
Η κόρη της Μαρίας , η Μαριλένα, πήγαινε στο Δημοτικό σχολείο της περιοχής και κάθε πρωί περνούσε από το μικρό μπακαλικάκι του παππού και αφού τον καλημέριζε ,τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε γλυκά γλυκά, όπως κι εκείνος , κι έτρεχε για το σχολείο, που απείχε λίγα μέτρα πιο πάνω από το σπίτι της .
Βλέπεις τα σχολεία χτίζονταν τότε στα πιο ψηλά μέρη μαζί με την εκκλησία της περιοχής . Στο ψηλότερο μέρος της συνοικίας όπου ήταν και η εκκλησία, ο Άγιος Πολύκαρπος .
Σήμερα το πρωί ,πέντε μέρες πριν να κλείσουν τα σχολεία για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές ,η εγγονούλα του, μετά τις παιδικές της περιπτύξεις με τον παππού και πριν να αναχωρήσει για το σχολείο του είπε :
–Παππού ,ξέρεις βέβαια ότι σε λίγες ημέρες θα περάσει από τη συνοικία μας ο Άγιος Βασίλης για να αφήσει τα δώρα σε κάθε σπιτικό.
Εμένα εκτός αυτό που θα μου αφήσει ,μην ξεχνάς ότι μου είπες ότι θα πάμε μαζί σε εκείνο το μεγάααλο κατάστημα ,που έχεις πει ότι έχει πολλά παιχνίδια για να μου πάρεις τη κούκλα που σου είπα: Τη Barbie .

Ο παππούς ,παρά τα προβλήματα υγείας, που αντιμετώπιζε ,πάντα έβρισκε το κουράγιο να είναι ευγενέστατος και συμπονετικός όχι μόνον προς τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και προς όλους τους πελάτες του . Πόσο μάλλον στην αγαπημένη του εγγονούλα .Έτσι ως απάντηση στα ναζιάρικα παιδικά λόγια της είπε:
—-Δεν το ξεχνώ εγώ αγάπη μου .Μην στεναχωριέσαι ,όλα θα γίνουν .Πήγαινε τώρα στο σχολείο σου και θα τα πούμε όταν έρθει εκείνη η μέρα .
Έτσι, η Μαριλένα με πλημμυρισμένη από ευτυχία την παιδική ψυχούλα της ,από τα πολύ τρυφερά λόγια του παππού , έτρεξε, μαζί με τα άλλα παιδιά, για το σχολείο. (Βλέπεις ο παππούς ,ως παιδί του αείμνηστου δασκάλου του χωριού ,ήξερε καλά να φέρεται στην αγνή παιδική ψυχούλα )
Ο μπάρμπα-Νικόλας στο παρελθόν είχε υποβληθεί σε μια επέμβαση στην καρδιά και ο γιατρός του είχε συστήσει προσοχή στις μετακινήσεις του, στις συγκινήσεις, στην πολλή εργασία, κλπ κλπ .Τηρούσε βέβαια κάποιες συμβουλές ,αλλά ήθελε πάντα να εκτελεί ο ίδιος όλες τις εργασίες, που χρειαζόταν το μαγαζάκι του.
–Είναι η ζωή μου ολόκληρη , όπως έλεγε και για τη ζωή μου ,εγώ θέλω να φροντίζω .
Όπως επίσης είχε μια μόνιμη συντροφιά και μια ιδιαίτερη σχέση στο σπίτι και στο μαγαζάκι ,την οποίαν ήθελε κι αυτήν να την περιποιείται μόνος του γιατί όπως έλεγε: Είναι η μοναδική μπιστική φιλική παρέα μου . Είναι το alter ego μου .Δεν με πρόδωσε ποτέ, δεν με εγκατέλειψε ποτέ ,δεν με παράκουσε ποτέ, δεν με πίκρανε ποτέ, δεν με αγνόησε ποτέ! Είναι η μοναδική μου παρέα μέρα νύχτα.
Μια συντροφιά ,μια σχέση πέραν της ανθρώπινης σχέσης των δικών του ανθρώπων και των πελατών του . Είχε τη λατρεία του, όπως εκείνος την ονόμαζε . Το πιστό ευαίσθητο σκυλί από τη φύση του ,το Ρίκο.
Ένα σκυλί μάρκας Γκριφόν, που ήταν ο σταθερός σύντροφος ,φίλος και ακόλουθός του . Όποτε κατέβαινε στην αγορά πάντα και ο Ρίκο δίπλα του .
Λέγεται ότι , όταν ο Θεός χώριζε τα ζώα από τον άνθρωπο με ένα πλατύ ποτάμι, ο σκύλος πήδηξε στο ποτάμι και στάθηκε δίπλα στον άνθρωπο.
Έτσι χρόνια τώρα παραμένει ο πιστός σύντροφος ,ο καλόκαρδος ,ο εξυπηρετικός υπηρέτης και εκείνος που πραγματικά αισθάνεται αγάπη και συμπόνια χωρίς ποτέ να κοροϊδεύει εκείνον ,που και τα άγρια ακόμη ζώα θεωρούν αφεντικό τους. Τον ΑΝΘΡΩΠΟ !!
Όταν δε και ο άνθρωπος του συμπεριφέρεται με θετικά συναισθήματα , ο πιστός αυτός υπηρέτης και τη ζωή του αφεντικού του θα σώσει ,με κίνδυνο της δικής του, και θα τον οδηγεί στο δρόμο όταν υπάρχει πρόβλημα όρασης, και την εφημερίδα θα φέρει από το μέρος ,που την πουλάνε και πολλές άλλες εργασίες μπορεί και κάνει . Και αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζει, χωρίς ποτέ να σου μιλήσει ,τα αισθήματα που τρέφεις για εκείνον, αρκεί η εξέλιξή του να αναπτυχθεί με το χρόνο , σε τέτοιου είδους εργασίες.
Ο πιστός λοιπόν φίλος, ο Ρίκο, του μπάρμπα Νικόλα ήταν πάντα κοντά του και αν καμιά φορά έλειπε σε μέρος που δεν μπορούσε να πάει, καθόταν στην πόρτα και τον περίμενε . Όταν δε τον αντιλαμβανόταν από μακριά , το κούνημα της ουράς ήταν τόσο έντονο, που νόμισες πως θα ξεκολλούσε από τη θέση της .
Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά ο Μπάρμπα Νικόλας κατέβηκε στην πόλη μαζί με τον πιστό φίλο και ακόλουθό του ,τον Ρίκο και ψώνισε διάφορα είδη για το μικρό κατάστημά του .
Μαζί δε με αυτά τακτοποίησε και κάποιες παραγγελιές ,που του είχαν δώσει δικοί του άνθρωποι και άλλοι γείτονές του .
Πέρασε όμως και από το μεγάλο κατάστημα που ήθελε να αγοράσει την κούκλα της εγγονής του ,τη BARBIE .
Μπαίνοντας μέσα στο κατάστημα έκανε νόημα στο Ρίκο να καθίσει έξω και να τον περιμένει . Εκείνος με ένα παράπονο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του και με τον κλασσικό τρόπο επικοινωνίας των ζώων, γαύγισε με ένα ιδιαίτερο τρόπο σαν να του έλεγε με πολύ παράπονο :
=-Δεν προξενώ εγώ καμιά ζημιά μέσα στο κατάστημα και πάρε με μαζί σου σε παρακαλώ !
Ο Μπάρμπα Νικόλας του πέρασε το λουράκι στο λαιμό και αφού συνεννοήθηκε με τους υπαλλήλους του καταστήματα τον πήρε μαζί του
Ο Σκύλος με το πέρασμα από την μπάρα του παιχνιδάδικου , χάρηκε και άρχισε να κουνά την ουρά του, όχι μόνο στο αφεντικό του ,αλλά και στους υπαλλήλους ώστε ,η γνωστή στον Μπάρμπα Νικόλα, κυρία Χριστίνα προϊσταμένη του καταστήματος , η οποία τον χάδεψε αρκετά κι εκείνος για να την ανταμείψει της έγλυφε το χέρι . Δείγμα στοργικής συμπεριφοράς , ευγένειας και χειροφιλήματος των ζώων προς τους ευεργέτες τους . Και αυτά αντί καμιάς άλλης ενέργειας, παρά ένα απλό χάδι.
Έτσι οι δύο τους παρέα πήγαν και είδαν τις διάφορες κούκλες ,ώσπου είδαν αυτή που ήθελε η Εγγονούλα του, η Μαριλένα, και αυθόρμητα φώναξε .
=- Να τη !! μωρέ Ρίκο τη Barbie ,και είναι και όμορφη όπως η Μαριλένα μας .
Ε; Τι λες εσύ Ρίκο; Να την πάρουμε, μήπως και εξαντληθεί , να την πληρώσουμε και να πούμε να μας την φυλάξουν , ώστε να έρθουμε μαζί με την Μαριλένα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς ,για να την χαρεί το παιδί μας ;
Τι λές εσύ Ρίκο ; Και η καταφατική ζωϊκή απάντηση ήταν το γρήγορο ναζιάρικο κούνημα της ουράς .
Την πλήρωσε ο παππούς και παρακάλεσε την γνωστή του να του την φυλάξει μέχρι την παραμονή, που θα ερχόταν μαζί με την εγγονή του να την παραλάβουν .
Έτσι κι έγινε και έφυγε πολύ ευχαριστημένος μαζί με τον πιστό του φίλο
Δεν πρόλαβε όμως να φθάσει στον απέναντι δρόμο και ένας πολύ δυνατός πόνος στο στήθος τον ανάγκασε να καθίσει σε ένα πεζοδρόμιο .
Έτρεξαν άνθρωποι από τα γύρω μαγαζιά να του προσφέρουν τις πρώτε βοήθειες και να ειδοποιήσουν το: «ΠΡΩΤΩΝ ΒΟΗΘΕΙΩΝ» .Σε λίγα λεπτά τον παράλαβε το ασθενοφόρο και τον οδήγησε στο πλησιέστερο Νοσηλευτικό ίδρυμα .
Οι γιατροί διέγνωσαν οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και η κατάσταση μη αναστρέψιμη. Έτσι επήλθε το μοιραίο !!! .
Ο Καλοκάγαθος Μπαρμπα-Νικόλας ,ο στοργικός πατέρας και παππούς , είχε αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο .
Το δε μπιστικό σκυλί με τη λύπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του παρακολουθούσε όλα που είχαν συμβεί στο αγαπημένο του αφεντικό.
Φεύγοντας το ασθενοφόρο έτρεξε ο Ρίκο, να το προλάβει και έφτασε μαζί του στο Νοσοκομείο . Εκεί καθόταν απέξω και περίμενε, ώσπου ειδοποίησαν την κυρά Λένη και την κόρη της και ήρθαν να παραλάβουν τον παππού . ¨Οταν δε έφυγαν πήραν μαζί τους και τον Ρίκο .
Η κυρά Λένη έκλεισε το μαγαζάκι και πήγε στο σπίτι να ετοιμάσει τα της κηδείας
Η Μαριλένα όταν σχόλασε πήγε στο σπίτι και βρήκε μια θεία της να την υποδέχεται και στην ερώτηση :
Που είναι η μαμά μου ; πήρε την απάντηση, όπως είχαν συνεννοηθεί με τη μητέρα της ,ότι την φώναξε η γιαγιά και πήγε . Δεν ήθελαν να ιδεί το μικρό παιδί νεκρό τον παππού ,αλλά ούτε ήθελαν να μάθει προς το παρόν μη γνωρίζοντας τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιδράσεις του.
Την άλλη μέρα το πρωί περνώντας για το σχολείο είδε το κατάστημα του παππού κλειστό .Όπως είπε στους συμμαθητές της….. «Ο παππούς σήμερα αποκοιμήθηκε».
Μέχρι το μεσημέρι είχαν τελειώσει όλα τα της ταφής και όλοι στεναχωρημένοι κάθονταν στο σπίτι της γιαγιάς παρηγορώντας την ,χωρίς κανείς να αναζητήσει τον πιστό φίλο του παππού ,το Ρίκο ο οποίος ακολούθησε με σιγανό βήμα την όλη διαδρομή και αφού έφυγαν όλοι εκείνος κάθισε πάνω στο μνήμα του αφεντικού του .
Εκεί τον βρήκαν όταν η κυρά Λένη τον αναζήτησε και παρά την εμμονή της να την ακολουθήσει ,εκείνος καθόταν στην ίδια θέση κοιτάζοντάς την με περίλυπο ύφος ωσάν να έλεγε , «Περιμένω το αφεντικό για να έρθουμε μαζί στο σπίτι».
Έτσι κύλησαν οι μέρες ώσπου η μικρή Μαριλένα έμαθε τα δυσάρεστα για τον παππού της . Είπε στη μαμά της να την πάει στον τάφο του.
Στην αρχή αρνήθηκε αλλά μετά από τις πολλές παρακλήσεις και επειδή γνώριζε την σχέση παππού -εγγονής , την πήγε.
Εκεί αντίκρισαν το Ρίκο να κάθεται πάνω στον τάφο ,ο οποίος μόλις είδε τη μικρούλα έτρεξε προς το μέρος της και πετάχτηκε στην αγκαλιά της , σαν να ήθελε να της πει…
«Χάσαμε κι δύο την μεγάλη αγάπη μας ,αλλά το δώρο σου το πήρε!»
Μετά από μια τρυφερή συνάντηση που είχαν έτρεξαν και οι δύο στον τάφο του παππού . Κάθισε στην άκρη η Μαριλένα και άρχισε να μιλά στον παππού ,με τον Ρίκο να την κοιτάζει κατάματα και ξεκολλημό να μην έχουν τα μάτια του από το πρόσωπο της μικρής .
Γιατί παππού μου ; Γιατί έφυγες ; Εκείνη την ώρα δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της μικρής ,η οποία τον παρακαλούσε να γυρίσει πίσω .
«Έλα παππούλη μου , Σήκω σε παρακαλώ . Παραμονή πρωτοχρονιάς είναι σήμερα και πρέπει να πάμε μαζί να πάρομε το δώρο» .
Μόλις αντιλήφθηκε το σκυλί την κατάσταση της Μαριλένας και άκουσε τη λέξη ΔΩΡΟ , άρχισε να γαυγίζει πολύ έντονα και χωρίς να σταματά .
Η μικρή ξαφνιάστηκε και συνέχεια ρωτούσε : Γιατί Ρίκο γαυγίζεις;
Αυτός χωρίς να σταματά , σηκώθηκε και ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο προς το σπίτι .
Έτσι νόμισαν μαμά και κόρη και έφυγαν κι αυτές με το Ρίκο να προπορεύεται και όταν έφθασαν στη διασταύρωση σπίτι- αγοράς, εκείνος δεν πήγε προς το σπίτι ,αλλά τράβηξε το δρόμο της αγοράς .
Εκείνες μάταια προσπαθούσαν να τον πείσουν, ώσπου αναγκάστηκαν να τον ακολουθήσουν .
Έτσι έφτασαν στο μεγάλο κατάστημα με τα παιχνίδια χωρίς να ξέρουν γιατί τις οδήγησε εκεί .
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και άρχισε να γαυγίζει . Έκπληττες μαμά και κόρη , ανυποψίαστες για το τι θα συμβεί, προσπάθησαν να τον καθησυχάσουν επειδή νόμισαν ότι κάτι έχει πάθει . Μερικοί μάλιστα θέλησαν να τον διώξουν αλλά εκείνος δεν κουνούσε ,μέχρι που αντιλήφθηκε στο βάθος την κυρία Χριστίνα ,τη γνωστή του αφεντικού του ,η οποία τον αναγνώρισε αμέσως και έτρεξε να υποδεχθεί τον μπαρμπα Νικόλα μαζί με την εγγονή του όπως είχαν συνεννοηθεί
.Δυστυχώς είδε μόνον το Ρίκο και την Μαρία με την κόρη της την Μαριλένα .
Η κυρία Χριστίνα ,μια ευγενέστατη κυρία. μόλις είδε την κ. Μαρία να κρατά από το λουρί τον Ρίκο και μάλιστα μαυροφορεμένη ,όπως ήταν , κατάλαβε αμέσως ότι κάτι θλιβερό είχε συμβεί και ότι ήταν συγγενής του κυρίου Νίκου , όπως τον έλεγε .
Με την ευγένεια ,που την διέκρινε, ρώτησε το βαθμό συγγενείας και τι είχε συμβεί . Αμέσως έδειξε με το λυπημένο ύφος της να συμπαρίσταται στην οικογενειακή θλίψη .
Χωρίς να χρονοτριβήσει και για να φαιδρύνει λίγο την ατμόσφαιρα έτρεξε έφερε μια μεγάλη κούτα πολύ όμορφα στολισμένη και λέγει στην Μαριλένα :
—Αυτό είναι το δώρο σου !
—-Εσείς μου το κάνετε δώρο ή το κατάστημα ;
—-Όχι αγάπη μου ούτε εγώ ,ούτε το κατάστημα σου το κάνει δώρο.
—-Πριν από μερικές ημέρες ήρθε εδώ ο Παππούς σου ο κ. Νίκος μαζί με τον μπιστικό του φίλο ,το Ρίκο, άλλωστε από αυτόν σας αναγνώρισα .
—-Αγόρασε λοιπόν την κούκλα BARBIE ,που σου αρέσει πολύ, όπως μου είχε πει και με παρακάλεσε να την φυλάξω για να έρθετε μαζί να την πάρετε σήμερα ,που είναι παραμονή της πρωτοχρονιάς .
—Πάρε λοιπόν το δώρο σου και να ευχαριστήσεις όπως εσύ ξέρεις τον παππού Νίκο και εγώ σου εύχομαι Καλή Χρονιά .
Πήραν την κούκλα και έφυγαν με συγκίνηση και πολλές σκέψεις.
Η μητέρα της Μαριλένας, καθώς έφευγαν από το κατάστημα ,ξέσπασε σε ένα ολιγόλεπτο λυγμό, συγκινημένη από την πράξη του πατέρα της και σκεπτόμενη την πολλή αγάπη ,που είχε και σ αυτήν και στην εγγονούλα του .
Η Μαριλένα όταν είδε την μητέρα της να κλαίει της είπε .
—Μανούλα μου γιατί κλαίς ; επειδή δεν είναι μαζί μας ο παππούς; Μα……. μανούλα μου ο παππούς στέκει εκεί ψηλά και μας βλέπει τώρα και ξέρεις τι κάνει ; Δεν κλαίει , αλλά γελά δυνατά και χαίρεται γιατί ήξερε ότι ο Ρίκο θα μας έφερνε για να πάρουμε το δώρο ,που μου είχε υποσχεθεί .
Μόλις άκουσε το όνομά του ο Ρίκο έβγαλε μια δυνατή κραυγή ,σαν να έλεγε :
—Μην κλαίτε ο παππούς δεν θέλει να κλαίτε , σήμερα είναι ημέρα γιορτής !
Έσκυψαν αμέσως και οι δύο , τον αγκάλιασαν και κάτι του ψιθύρισε η Μαριλένα στ αυτί . Εκείνος έτρεξε αμέσως μπροστά σαν να μην του άρεσε αυτό που του είπε . Η μητέρα της την ρώτησε :
—-Έκανες κάτι στο σκυλί;
—Όχι μανούλα μου , του είπα ότι μόλις φτάσουμε στο σπίτι θα τον κεράσω ένα….. γλυκό!
Ο σκύλος όμως μπορεί να μην μιλεί ,αλλά καταλαβαίνει πολλές λέξεις, μπορεί δε να μάθει την σημασία 60 έως και 100 λέξεων. Έτσι κατάλαβε τη λέξη «σπίτι» και επειδή δεν ήθελε να πάει στο σπίτι, αλλά στον τάφο του αφεντικού του ,έτρεξε ,θέλοντας έτσι να απαντήσει στην Μαριλένα :
—-Όχι δεν θα έρθω στο σπίτι εγώ θα πάω εκεί που κοιμάται το αγαπημένο μου αφεντικό .
Η Μαρία φώναξε το σκυλί κι εκείνο αμέσως γύρισε και τρίφτηκε στα πόδια της ως να παρακαλούσε να τον πάνε στο τάφο του πατέρα της .
–Εντάξει Ρίκο δεν θα πάμε στο σπίτι .Δε θα πάμε . Αμέσως κούνησε την ουρά του δείχνοντας έτσι την ευχαρίστησή του και την χαρά του .
Όταν έφτασαν στο σταυροδρόμι απ όπου είχαν έρθει, ό Ρίκο έτρεξε και πήγε προς το δρόμο που οδηγούσε στο νεκροταφείο, χωρίς ούτε να γυρίσει να τις κοιτάξει , ενώ εκείνες τράβηξαν τον δρόμο προς το σπίτι .
Δεν είχαν όμως προχωρήσει λίγα μέτρα και ο σκύλος άρχισε να γαυγίζει δυνατά . Έτρεξαν να καταλάβουν το λόγο ,αλλά εκείνος πήγε μπροστά και έχοντας γυρίσει το κεφάλι του προς αυτές τις κοίταζε ενώ προχωρούσε .
Όταν έφτασαν στον τάφο του παππού ο Ρίκο άρχισε με τα μπροστινά του πόδια να σκαλίζει πάνω στον τάφο βγάζοντας συγχρόνως μια κλαψουριάρικη κραυγούλα.
Αν μπορούσε κάποιος να μπει μέσα στον ψυχικό κόσμο αυτού του τετράποδου ,θα διάβαζε μέσα στις αράδες του βιβλίου της ψυχής του :
«Ο αφεντικός μου και δικός σας άνθρωπος μας αγάπησε ,μας φρόντισε και μας νοιάστηκε τόσο πολύ .Ακόμη και για την κούκλα σου πρόβλεψε ! Εμείς τώρα πρέπει να του πούμε ,εδώ στο αιώνιο σπίτι του, ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη και την ευχαρίστησή μας ,για ό,τι μας έχει προσφέρει».
Η Μαρία και η κόρη μόλις είδαν την εικόνα αυτή του Ρίκο , κάθισαν πάνω στο τάφο έβγαλαν τη φωτογραφία του πατέρα και παππού, την ασπάστηκαν με λυγμούς ,την τοποθέτησαν πάλι μέσα στη θήκη της, μονολόγησαν κάτι και έφυγαν χωρίς ο Ρίκο να θέλει να πάει μαζί τους μονάχα τους γαύγισε σαν να τις ξεπροβόδησε .
Έτσι κυλούσαν οι μέρες ώσπου έγιναν τα απαραίτητα μνημόσυνα.
Η Μαριλένα, κάθε πρωί περνούσε από τον τάφο του παππού , άφηνε ένα μυρωδάτο λουλουδάκι , που το έκοβε από τη φύση καθώς φαγητό και νερό στον πιστό σύντροφο και προχωρούσε για το σχολείο .
Ο Ρίκο πιστός φύλακας πάνω στον τάφο του αφεντικού του δεν απομακρυνόταν μονάχα όταν είχε σωματική ανάγκη και τότε πήγαινε εκτός του χώρου του κοιμητηρίου προς έκπληξη όλων των επισκεπτών.
Έτσι κύλησαν περίπου έξη μήνες ,ώσπου ένα ανοιξιάτικο απογευματάκι έφτασε στο μικρό μπακαλικάκι ,το οποίον συντηρούσε τώρα η κ. Ελένη .
Μόλις αντίκρισε το Ρίκο η κ. Λένη θυμήθηκε όλα τα περασμένα έκλαψε αγκάλιασε το πιστό σκυλί και το έβαλε στην καρέκλα που καθόταν και πρώτα.
Το σκυλί όμως δεν γύρισε επειδή λησμόνησε το αφεντικό του, αλλά απ’ ό,τι φαινόταν είχεν ήδη αρρωστήσει είτε από την στεναχώρια του είτε από κάποια ασθένεια, επειδή τόσους μήνες ήταν έκθετο στις καιρικές συνθήκες . Δεν έτρωγε ,δεν έπινε νερό , δεν σηκωνόταν από την καρέκλα του .
Η κ. Λένη μόλις αντιλήφθηκε την κατάσταση του πιστού φίλου τον έτρεξε στον πιο κοντινό κτηνίατρο .
Εκείνος εξετάζοντας τον Ρίκο αρκετή ώρα και μετά από σχετική σιωπή είπε με πολύ συγκίνηση : Ο πιστός μας φίλος δυστυχώς δεν θα τα καταφέρει να ξαναγυρίσει στο σπίτι του γιατί πάσχει από την ασθένεια που λέγεται κοινώς «Σκουλήκι της καρδιάς¨» . Μια ασθένεια παρασιτική που προσβάλλει τους σκύλους και μπορεί να αποβεί μοιραία αν το ζώο δεν διαγνωσθεί εγκαίρως και δεν λάβει την κατάλληλη θεραπεία. Το παράσιτο είναι ένα σκουλήκι και εγκαθίσταται στην καρδιά του σκύλου, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα στον οργανισμό. .
Δύο σκουλήκια λοιπόν είχαν καταφάει την καρδιά του αγαπημένου πιστού συντρόφου του αείμνηστου μπαρμπα- Νικόλα. Ένα της αρρώστιας της οποίας ο χειρότερος πόνος που την συνοδεύει είναι η μοναξιά ,η οποία ήταν και το δεύτερο σκουλήκι .
Απαλά, κυλούσε η παλιοζωή, με την πάροδο του χρόνου, που ίσως είναι ο καλύτερος γιατρός των συναισθηματικών ασθενειών μας.
Η οικογένεια επανήλθε στο ρυθμό της εφήμερης ζωής , αναφέροντας βέβαια συχνά, σε συζητήσεις ,τα χαρίσματα αλλά και τα ελαττώματα, του παππού ,μα και του τετράποδου ,δημιουργώντας έτσι μια κάποια ευτράπελη αλλαγή στη θύμηση των αναμνήσεων .


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα