Ο Θεός που εγώ πιστεύω
δεν μας δίνει τα βάσανα,
παρά μόνο τη δύναμη
να τα αντέξουμε
Χάρολντ Σ. Κούσνερ
Η απώλεια ενός (πολύ) αγαπημένου προσώπου αποτελεί την πιο οδυνηρή εμπειρία που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος.
Η πολύ καλή μου φίλη Δήμητρα, η οποία έχει βιώσει την εμπειρία αυτή, μου είπε ότι είναι όπως όταν γίνεται ένας σεισμός και ο καθένας προσπαθεί να σωθεί όπως μπορεί. Aλλοι το παρομοιάζουν με χτύπημα κεραυνού. Αισθάνεσαι μόνος, χαμένος, αδύναμος και διαλυμένος. Πονά η καρδιά σου, η ψυχή σου αλλά και το ίδιο σου το σώμα. Αυτός που χάνει ένα δικό του άνθρωπο, που αγαπά πολύ, μένει μόνος του και κλαίει απαρηγόρητος, σαν ένα μικρό παιδί, αφού έχει χάσει ένα κομμάτι της ψυχής του. Απομένει μια πόλη ρημαγμένη. Σα να γκρεμίζεται μέσα του και να απομένουν μόνο συντρίμμια. «Αν τον συναντήσεις και τον κοιτάξεις στα μάτια, θα καταλάβεις ότι κάτι έπαθε, ότι κάτι έχει πεθάνει μέσα του».
Για μένα η απώλεια του πατέρα μου ήταν όλα τα παραπάνω και μαζί ένα τεράστιο σοκ. Δε μπορώ να πω ότι ήταν κάτι ξαφνικό -διανύσαμε μαζί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσπαθήσαμε να του κρατήσουμε κρυφή την αρρώστια του. Σε όλο αυτό το διάστημα με την οικογένειά μου βιώσαμε πολλά συναισθήματα: στενοχώρια, φόβο, αγωνία, ελπίδα, άρνηση, πόνο. Oταν όμως τελικά “έφυγε” ο πατέρας μου, ένιωσα αυτό που μου είπε η αγαπημένη Νεκταρία : «Έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου». Eχασα για πάντα έναν άνθρωπο που αγαπούσα τόσο πολύ, που ξεκίνησε από πατέρας μου αλλά στην πορεία έγινε ένας πολύ καλός φίλος, ένα πρότυπο και ένα σημείο αναφοράς. Eνα πρόσωπο δικό μου, που θαύμαζα και που ήταν πάντα δίπλα μου. Από τη μέρα εκείνη άνοιξε ένα τεράστιο κενό, το οποίο τώρα έχει γεμίσει ο πόνος. Από τότε, απλώς κλείνω τα μάτια και καταπίνω τον κόμπο που έχω στο λαιμό μου, όταν σκέφτομαι όσα έγιναν και δε θέλω να καταρρεύσω. Aλλες φορές προσπαθώ με το κλάμα να αδειάσω λίγο την ψυχή μου ή παίρνω τους δρόμους άλλοτε μόνη και άλλες φορές με την αδερφή μου, την οποία αισθάνομαι κοντά μου περισσότερο από ποτέ.
Σε αυτήν την πολύ δύσκολη φάση της ζωής μου “βρέθηκε” μπροστά μου το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι: “Ο δρόμος των δακρύων”. Μου το σύστησε η Δήμητρα, διάβασα μερικά αποσπάσματα στο ίντερνετ κι αποφάσισα να το παραγγείλω. Πρόκειται για ένα βιβλίο που μπορώ να πω ότι με συγκίνησε και με σημάδεψε, που με έκανε να πιστέψω πως αυτός που το έγραψε είναι ένας άνθρωπος σοφός και ανιδιοτελής, καθώς μοιράστηκε τόσο πολύτιμα μυστικά και ιστορίες με τον υπόλοιπο κόσμο.
“Ο δρόμος των δακρύων”, όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, είναι ο δρόμος της απώλειας και του πένθους. Είναι ένας δρόμος που έχει τους δικούς του κανόνες, τη δική του γραμμή πλεύσης και τους δικούς του χάρτες. Είναι, ακόμα, ένας δρόμος τον οποίο δε μπορείς να αποφύγεις, όσο κι αν δε θες να πονέσεις. Πρέπει να δεχτείς αυτή τη σκληρή πραγματικότητα. «Βρίσκεσαι στο δρόμο των δακρύων και δεν υπάρχει επιστροφή».
Ο Μπουκάι το παρομοιάζει με τη διαδικασία εξέλιξης ενός τραύματος από κόψιμο. Οσο μεγαλύτερη η πληγή, τόσο περισσότερο αργεί η επούλωση. Τελικά, το τραύμα κάποια στιγμή επουλώνεται. Όλη αυτή η διαδικασία, όμως, αφήνει ένα σημάδι : μια ουλή.
«-Για πάντα;
– Για πάντα.
– Δεν το ξεπερνάει λοιπόν αυτό κανείς;
– Το ξεπερνά αλλά δεν το ξεχνάει».
Ο Μπουκάι υποστηρίζει στο βιβλίο του ότι ο θάνατος ενός προσφιλούς ανθρώπου είναι η χειρότερη πρόκληση με την οποία βρίσκεσαι αντιμέτωπος όταν είσαι ένας υγιής ενήλικος. «Για να συνέλθεις από το πένθος χρειάζεσαι χρόνο, όπως ακριβώς χρειάζεται ένα τραύμα, ένα κρυολόγημα ή το ξαναστήσιμο ενός πύργου από τραπουλόχαρτα που τον έριξε κάτω το αεράκι».
«Ο χρόνος είναι ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει, όταν ο πόνος της απώλειας σε κάνει να πιστεύεις ότι δε μπορείς να συνεχίσεις». Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, αφού βιώσεις το δρόμο αυτό, «βρίσκεται μέσα σου αυτό που σου άφησε ο άλλος».
«Μπορεί να χάσω κάποια πράγματα από εκείνον τον άλλο. Δε μπορεί όμως κανείς να μου τον πάρει, γιατί, κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο άλλος εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα μου». Και καταλήγει λέγοντας: «Η διαδικασία του πένθους σού επιτρέπει να τοποθετήσεις το αγαπημένο σου πρόσωπο στη θέση που του αξίζει ανάμεσα στους θησαυρούς της καρδιάς σου. Να το θυμάσαι με τρυφερότητα και να αισθάνεσαι ότι ο χρόνος που περάσατε μαζί ήταν ένα υπέροχο δώρο. Καταλαβαίνεις με την καρδιά σου πως η αγάπη δεν τελειώνει με το θάνατο». Είναι αυτό ακριβώς που μου είπε και η φίλη μου, η Αργυρώ, στον αποχαιρετισμό του πατέρα μου κι ακόμα κρατάω τα λόγια της στην καρδιά μου: «Αυτοί που αγαπάμε πολύ δεν πεθαίνουν ποτέ».
Δεν ξέρω πώς ακούγονται όλα τα παραπάνω σε κάποιον, χωρίς να έχει προηγηθεί η συνολική ανάγνωση του βιβλίου. Ούτε βέβαια μπορώ να πω ότι εγώ έχω ήδη διανύσει το δρόμο αυτό και έχω φτάσει σ’αυτό το σημείο, στο οποίο προς το παρόν δε θέλω και να φτάσω ή δεν είμαι έτοιμη. Ωστόσο, αποφάσισα να γράψω το κείμενο αυτό για τρεις λόγους.
Αρχικά, ήθελα να εκφράσω δημόσια την αγάπη μου για τον πατέρα μου και να τον τιμήσω, όπως πραγματικά του αξίζει. Αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισα -μετά από πολλή σκέψη- να υπογράψω το κείμενο. Ο πατέρας μου υπήρξε ένας άνθρωπος μοναδικός και ξεχωριστός, με απεριόριστη αγάπη μέσα του. Ένας άνθρωπος μεγαλωμένος μέσα στη φτώχεια και στερημένος από τα υλικά αγαθά, που όμως ήταν ευχαριστημένος να έχει στο τραπέζι του «ψωμί και λάδι», όπως έλεγε ο ίδιος. Ενας άνθρωπος που έτρεχε για όλους, για τα παιδιά του, για τη γυναίκα του, για τα αδέλφια του. Ενας άνθρωπος που δούλευε από μικρό παιδί και που βοηθούσε ανθρώπους φτωχούς, όπως είχε υπάρξει και αυτός στο παρελθόν. Οπως και πάλι γράφει ο Μπουκάι, «υπάρχουν πράξεις στη ζωή ενός ανθρώπου που αφήνουν ίχνη στη ζωή των άλλων… Οι πράξεις που συμβάλουν στην εξέλιξη των υπολοίπων αφήνουν σημάδια σαν χρυσές κουκίδες». Εγώ είδα αμέτρητες χρυσές κουκίδες στα πρόσωπα των ανθρώπων, ανάμεσά τους και πολλών αγνώστων σε μένα, που ήρθαν να αποχαιρετήσουν τον πατέρα μου. Και, όπως λέει και ο Μαμέρτο Μεναπάσε, «αυτός που πεθαίνει δε μπορεί να πάρει μαζί του στο ταξίδι τίποτα απ’όσα απέκτησε και έχει. Θα πάρει, όμως, σίγουρα, όλα όσα έδωσε».
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο έγραψα το κείμενο αυτό είναι γιατί, όπως με συντρόφεψε αυτό το βιβλίο, ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις και τα λόγια του με ανθρώπους που βίωσαν ή/ και βιώνουν ακόμα το δρόμο των δακρύων. Οπως λέει κι ο ίδιος ο Μπουκάι, «αφού έχεις διανύσει ένα μέρος του δρόμου, μίλα στους άλλους για την εμπειρία σου. Μάθε τους να μην ελαχιστοποιούν την απώλεια, ούτε να υποτιμούν το δρόμο».
Τέλος, ήθελα να ευχαριστήσω τους πραγματικούς μου φίλους, οι οποίοι, όπως φάνηκε και από το κείμενο, είναι πολλοί. Σίγουρα ο δρόμος των δακρύων είναι μοναχικός και ο πόνος σιωπηλός, ωστόσο, όπως και πάλι λέει ο Μπουκάι με τα σοφά του λόγια, «το καλύτερο εργαλείο είναι η αγάπη».
..σωστα ολα.
Υπεροχο!!!
Ένα κενό , ένα άδειασμα που δεν εξηγείται και κανείς δεν μπορεί να σου γεμίσει ούτε στο ελάχιστο, ερχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τις χειρότερες λέξεις “ποτέ” και “πάντα”
Μια σκληρή πραγματικότητα απο την οποία πάντα φρόντιζε να σε προστατεψει , να μην δυσκολευτείς , να μην πονέσεις, να μην κλάψεις, μια όμορφη γυάλα που σπάει ξαφνικά και σε αφήνει να βιώσεις την σκληρή πραγματικότητα , την απουσία και τη σιωπή καθώς και την πορεία με έναν περίεργο πόνο , που πότε θες να τον νικάς για να μην τον βαραίνεις και πότε δεν σε αφήνει και σε κουλουριάζει. Διαπιστώνεις αστραπιαία πόσο αδύναμος αλλά και πόσο απίστευτα δυνατός μπορείς να γίνεις. Δεν εχεις φύγει….και παρακαλάω το Θεό να θυμάμαι…να μην με αφήσει να ξεχάσω τίποτα ,
Σ’αγαπάω τόσο πολύ.
Ο δικός μου άνθρωπος.