Ψηλός, ξερακιανός με φαγωμένα ράσα κι έναν μεγάλο ξύλινο σταυρό κρεμασμένο στον λαιμό του. Με τον αγέρα να παρασέρνει τα πιασμένα πίσω μακριά του μαλλιά, τα λιγοστά του γένια… Σαν από διήγημα του Στρατή Μυριβήλη βγαλμένος, ο π. Χριστοφόρος, μοιάζει θαρρείς και με εκείνους τους ανθρώπους του Θεού που περιγράφει ένας άλλος πρόσφυγας, ο Φώτης Κόντογλου.
Τεράστιος μοιάζει, λες στα μάτια των ανθρώπων που βρεγμένοι και παγωμένοι, νηστικοί, πρόσφυγες φτάνουν στη Σκάλα Συκαμνιάς κι ανηφορίζουν στον καταυλισμό της Υπατης Αρμοστίας του Ο.Η.Ε., εκεί πάνω στη στροφή προς το χωριό. Ετσι νιώθεις πως τον βλέπουν όλοι ετούτοι που τον περιτριγυρίζουν αναζητώντας δυο σταγόνες ανθρωπιάς σε ετούτη τη θάλασσα της προσφυγιάς που ζουν.
Κυριακή ήταν κι αναρωτήθηκες πως και δεν έχει Λειτουργία ετούτος ο παπάς. «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, απαντά αμέσως, λέει πως η Θεία Λειτουργία στο θυσιαστήριο των ανθρώπων που έχουν ανάγκη είναι μεγαλύτερο από το θυσιαστήριο στο ναό. Λειτουργώ δε το βλέπεις;» Βλέπεις… Ανθρωποι γύρω τριγύρω, παιδιά, γυναίκες, άνδρες που ζητούν και λαμβάνουν: Ανθρωπιά!
«Ποια είναι η ενορία του» τον ρωτάς. «Στη Νορβηγία, στην ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Σκανδιναβικής χερσονήσου» σου απαντά. Πρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έγγαμος ιερέας με οικογένεια, τρία παιδιά μάλιστα έχει, που ζουν στη Νορβηγία, με καταγωγή από την Καλιφόρνια, Αμερικανός όνομα και πράγμα, Χριστοφόρος Σουφ ο ανάξιος συστήνεται, ένας νέος άνθρωπος που γνώρισε την ομορφιά της αγάπης που διαπερνά την Ορθοδοξία, την ασπάστηκε και την διακονεί αγόγγυστα.
«Ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Θεού. Αγαπάς και βοηθάς τον άνθρωπο, αγαπάς και προσφέρεις στο Θεό» λέει σκύβοντας να σηκώσει ένα παιδί που έπεσε… Σου χαμογελά… Χαμογελά πάντα. Ενα καλοκαίρι ολόκληρο μέσα από τον πόνο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που στάθηκε δίπλα τους και ο π. Χριστοφόρος χαμογελά. Συνέχεια χαμογελά. Και σαν τον ρωτάς για τις θρησκευτικές διαφορές, για το πώς τον βλέπουν οι πρόσφυγες που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι, ότι του λες το αντιμετωπίζει με χαμόγελο. «Να βοηθήσουμε λέει, πρέπει. Να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που χρειάζονται αγάπη. Να έχουμε αγάπη για να δίνουμε».
Θα πάει λίγες μέρες να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του στη Νορβηγία και θα γυρίσει στη Συκαμνιά. Πόσο θα μείνει; «Οσο χρειαστεί» απαντά χαμογελώντας…