Τρίτη, 12 Νοεμβρίου, 2024

Ο Πατσαούρης: ο σκύλος του Μπικοστελή, που μόνο απού δεν εμίλιενε!

Οι παλιές ράτσες των σκύλων στην Ασιγωνιά, ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό από τους σημερινούς σκύλους.
Ησαν έξυπνοι με αρκετά μεγάλη νοημοσύνη, πραγματικοί φίλοι και σύντροφοι του Ασιγωνιώτη βοσκού. Μικρόσωμοι, ευέλικτοι, ντελικάτοι, και πρέπει να ήσαν απόγονοι της παλιάς κρητικής ράτσας και ίσως να είχαν και κάποια συγγένεια με τον αρχαίο αιγυπτιακό σκύλο.
Ησαν φοβεροί λαγονάρηδες και σχεδόν καθημερινά έκαναν το κυνήγι τους.
Μου έλεγε ένας παλιός βοσκός. Ο Νικολής ο Μπερβανης, ο Σκοτιδονικολής, όταν ακόμα ζούσε, πως στην καθημερινή διαδρομή από το χωριό για το “Σελί”, ο σκύλος του έπιανε σχεδόν κάθε μέρα λαγό.
Ο Ασιγωνιώτης βοσκός μοιραζόταν μαζί του το λιγοστό ψωμί που είχε στο βοσκοσάκουλό του και είχαν μια άψογη συνεννόηση. Ο βοσκός του έδινε εντολές, σαν σε άνθρωπο, και αυτός τις εκτελούσε υποδειγματικά!
Μια ζεστή ημέρα τ’ Αυγούστου καθόμαστε παρέα, στο καφενείο του Βαγγέλη του Δραμήλαρη, του Ρούπη.
Η κουβέντα ξεκίνησε για τους παλιούς σκύλους και εκείνη ακριβώς την στιγμή περνούσε ακριβώς από κάτω, ένα 4×4 με ένα τεράστιο λυκόσκυλο στην καρότσα.
Ο Γιώργης ένας παλιός βοσκός – γιδάρης που πάντα διατηρούσε σκύλους όσο ήταν εν ενεργεια βοσκός, τώρα έχει ξεπεράσει την 9η δεκαετία της ζωής του και δεν έχει πια σκύλους στην αυλή του, πήρε το λόγο.
– Γειάε σκύλους απούχουνε δα! Εμείς μια φορά είχαμενε πραγματικούς λαγονάρηδες.
Οντε του ’λεγες να μου πιάσει κιαμιά ν’ αίγα σάμπως και καταλάβαινε είντα του ’λεγα. Μόλις του την έδειχνα εφεύγενε σα ντη σαΐτα και την επιάνενε και δε ντη ν’ επνίγενε. Εκειά τωνε κράθιενε ώστε να πάω.
Ετούτοινε οι σκύλοι είναι μόνο για μπούγιο και να γαβγίζουνε τσ’ ανθρώπους.
Στην παρέα ήταν ο Μπικοσήφης, παλιό βοσκαρούδι, γείτονα, και παιδικός μου φίλος. Κάποια εποχή ξενιτέφτηκε στην μακρινή Αμερική για κάνα δύο δεκαετίες. Εκεί έμαθε καλά την τέχνη του φούρναρη. Οταν επέστρεψε μετέτρεψε την παλιά φάμπρικα – ελαιουργείο του Μπικοστέλη σε φούρνο.
Για αρκετά χρόνια τροφοδοτούσε από τον ξυλόφουρνο του, την Ασίγωνια, μα και ολόκληρη την περιοχή με εξαιρετικής ποιότητας ψωμί και παξιμάδι, μέχρι που πήρε την επιχείρηση ο γιος του στο Ρέθυμνο.
Θυμήθηκε λοιπόν κάποιος της παρέας, τον περιβόητο σκύλο τον Μπικοστέλη, που τον λέγανε “Πατσαούρη”.
– Μα Σήφη εσείς έχετε ένα σκύλο απού μόνο απού δε ν’ εμίλιενε! Μα πώς τονε λέγανε.
– Ναι το Μπατσαούρη. Ειχαμεντονε και σε ξανοίγενε στα μάτια και ό,τι του λεγες το καταλάβαινε!
– Μα πες την ιστορία του Σήφη, να τη γράψει, όντεν επήγενε να κλέψετε πορτοκάλια από την πόλη με τον Αλέκο, επέμενε ο Ανδρέας.
Οπως είναι γνωστό στην Ασιγωνιά οι πορτοκαλολεμονιές δεν ευδοκιμούν λόγω υψόμετρου!
Τις φυτεύουν οι Ασιγωνιώτες, μα μια δυνατή χιονιά καραδοκεί, και θα έρθει σε πεντεξι – δέκα χρόνια, και τότε θα τις ξεράνει, και… ξανά απο την αρχή.
Πηγαίναν λοιπόν τα Ασιγωνιωτάκια στην κοντινη Αργυρούπολη, που οι πορτοκαλιές ευδοκιμούσαν, και άρπαζαν κανένα.
Εγώ βέβαια, ενώ θα το ήθελα σφοδρά, κάθε φορά που τα άλλα κοπέλια με έπειθαν, σκεπτόμουν τον μπάρμπα Γιάννη τον πατέρα μου!
– Μη μάθω κακομοίρη πως με τα άλλα κοπέλια επήγες ποθές, γιατί γειάε τη βίτσα! Και μου έδειχνε ενα μάτσο βίτσες που είχε αραδιάσει πίσω από την μεγάλη πολυθρόνα του τσαγγάρη. Και η παιδαγωγική του, πάντα με.. έπειθε! Τόσον εμένα κάπως και το Χρήστο!
Αρχισε λοιπόν ο Σήφης την ιστορία.
Εμείς εκάναμένε παρέα με τον Αλέκο. Εβόσκαμενε μαζί στο καταγόρι και μια μέρα μου πενε να πάμενε στη πόλη να κόψωμενε πορτοκάλια!
Οντεν’ αρχιξενε να μουχρίζει, επήραμενε ίσια κάτω, εσερνάμενε και το μπατσαούρη.
Επήγαμενε στσοι μύλους σ’ ένα μπερβόλι απού κάτεχα εγώ και βγήκαμενε στη μπορτοκαλέ κι αρχίξαμενε να κόβομενε πορτοκάλια, να γεμίζωμενε τσι τσέπες μας και τα βοσκοσάκουλά μας.
Από κάτω από το Περβόλι ήτανε ένα καναλάκι. Εκειά είδαμενε να σαλεύουνε ανθρώποι και να κρατούνε φακούς.
Γρήγορα καταλαβάμενε πως ήτανε χωροφυλάκοι. Επέσαμενε κάτω και χωστήκαμε.
– Ζάρωσε ετουδα στην άκρα και μη βγάλεις άχνα του είπα. Μη μασε πάρουνε χαμπάρι οι χωροφύλακοι εφώνιαξα σιγά-σιγά του σκύλου.
– Πατσαούρη έλα πα κάτσε κάτω και άχνα!
Ηρθενε εκειά απού εχωνόμεστανε και εχώστηκενε κι αυτός σα ντον άθρωπο, ωστ’ απού περάσανε οι χωροφυλάκοι και δε ν’ εβγάλενε τσιμουδιά. Δεν εκούνησενε ωστ’ απού εφύγανε.
Να ‘χεν’ είναι άλλη φορά, θέλει χαλάσει το κόσμο να γαβγίζει, και εμπόριενε και να ‘χε ντων αμουντάρει.
Μια ν’ άλλη φορά πάλι είμαστανε στο κατάγορι, “στου Βασίλη το λαγγό” με τον Αλέκο και εβλέπαμενε οζά.
Εμένα μου λείπανε μερκά οζά και ήμουνα παωμένος να τα γυρεύω.
Εκειά στο μεγάλο μπρίνο ήτανε στολισμένα τα οζά μου, και ο Αλέκος εκοιμάτονε κι αυτός εκειά στο δροσιό του Πρίνου.
Ο Αλέκος πριν να κοιμηθεί είχενε πιωμένο γάλα. Ενας όφις πρέπει πως το μυρίστηκενε, και όπως εκοιμάτονε, άρχιξενε να βγαινει από τα πόδια ντου, στο μπέτη ντου να πάει στο λαιμό, ντου να μπει στη μπούκα ντου, γιατί εγύρευενε το γάλα.
Εκείνηνα τη στιγμή έφταξα κι εγώ για να ξεσταυλίσω τα οζά.
Θωρώ το σκύλο να ξανοίγει τον όφι, και να πάει κοντά στον Αλέκο.
Ετοτεσάς θέτει ένα μουτίδι και τον αρπά. Ετότεσας εξυπνήσενε κι ο Αλέκος και θωρεί το σκύλο να κρατά τον όφι, να τονε χτύπα, να ξανοίγει να τονε σκοτώσει.
Μια ν’ άλλη φορά πάλι ήμουνα στα κάτω μέρη εκειά είχαμενε παχτώσει μια χαλέπα και ξεχειμωνιάζαμενε τα οζά μας. Ημουνε μιτσό κοπελάκι κιαμιά δωδέκαρε χρονώ!
Εβρεχούλιζενε, κι εγώ εφώριουνα ένα ρασουλάκι, απού μου το ’χενε σιασμένο η μάνα μου.
Επήγα εκειά στη κάτω μπάντα, απούχανε φυτεμένα φυστίκια, και εξάνοιγα μ’ ένα ξύλο να βγάλω κιανένα να το κοκαλίσω.
Οπως ήμουνε σκυμένος κι έβγανα τα φυστίκια, ακούω ένα γδούπο, και γυρίζω και θωρώ ένα ν’ άθρωπο κάτου να κρατά ένα στελιάρι, και το Μπατσάοουρη από πάνω ντου, να τον κρατά ακίνητο.
Να ’χε μη ντονε προλάβει ο πατσαούρης, ήτανε έτοιμος να μου τηνε παίξει στη γκεφαλή με το στελιάρι.
Ευτυχώς και τονε προλάβενε ο σκύλος, και τ’ αμουντάρευε από πίσω, και τονε ρίξενε κάτω.
Εγώ έφυγα γλακυχτός με το σκύλο και δε ντου ’πα πράμα.
Και εγώ τον θυμάμαι τον πατσαουρη, με άπειρη αγάπη, κοπελάκι. Και τον ταΐζαμενε και έπαιζε μαζί μας.
Ποτέ με τον Ανδρέα και πότε με το Σήφη. Τον χειμώνα βέβαια. Γιατί με το που ξεκινούσε το μιτάτο, την άνοιξη ο Πατσιαούρης ήταν εκεί μόνιμος.
Ηταν μέλος της παρέας, κι όταν παίζαμε έπαιζε κι αυτός, μαζί μας. Μας κυνηγούσε και τον κυνηγούσαμε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα