Πανάρχαια η σχέση που φέρνει κοντά άνθρωπο και εργασία. Είναι πλέον γνωστό ότι οι άνθρωποι ήξεραν ανέκαθεν την όχι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική σημασία της εργασίας για την ανθρώπινη ζωή.
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή. Oλοι ξέρουμε πως εργασία είναι η διάθεση σωματικών ή και πνευματικών δυνάμεων ενός ανθρώπου για την παραγωγή έργου, αλλά και το βιοποριστικό επάγγελμα. Συχνά, εντούτοις, εννοείται η καθημερινή (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται – θετικό κι αρνητικό) επαγγελματική απασχόληση με κάτι, χειρωνακτικά ή πνευματικά.
Το έργο που παράγεται από την ανθρώπινη εργασία δεν είναι πάντοτε το ίδιο, ούτε έχει τον ίδιο σκοπό, ούτε εκτελείται με τον ίδιο τρόπο ή μέσο, μήτε -τέλος- έχει την ίδια απήχηση, αξία και σημασία για τον ασχολούμενο με αυτό και τους άλλους ανθρώπους, όσους είναι στο άμεσο αλλά και στο κάπως ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του. Oλα τα παραπάνω εξαρτώνται, θαρρώ, από το φυσικό και από το ανθρωπογενές περιβάλλον κάθε ανθρώπου ή κάνω λάθος;
Έτσι, εάν, στις εποχές και στις κοινωνίες που βιώνουν οικονομική και πολιτική κρίση, η αδυναμία να εξευρεθεί εργασία ή η περιορισμένη προσφορά απασχόλησης για να μπορέσει το άτομο να προσφέρει στον εαυτό του και την κοινωνία δεν είναι κατακριτέα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά όταν συναντούμε σε υγιείς κοινωνίες κρούσματα αεργίας, οσάκις δηλαδή έχουμε απέναντί μας την κυρίως από οκνηρία αποχή ενός ανθρώπου από την εργασία.
Στις μη νοσούσες κοινωνικές ομάδες, εάν κάποιος από τεμπελιά δε θέλει να δουλέψει και προτιμά να “αργεί”, να μένει άπρακτος, εις βάρος των άλλων που εργάζονται αγόγγυστα κι έπειτα να καρπώνεται τους κόπους τους, απορρίπτεται από το κοινωνικό σύνολο.
Πέραν των ανωτέρω, όμως, στις ημέρες μας, ίσως και λόγω άγχους και εξαιτίας σημαντικής και συνεχούς εξωτερικής ή εσωτερικής πίεσης (το “έτσι θέλω” των οικονομικά/ πολιτικά ισχυρών ή όλοι γνωρίζουμε ότι οι πενιχρές αμοιβές δεν φτάνουν για τα προς το ζην και το άτομο ψάχνει με άγχος και άλλα εισοδήματα πέραν της βασικής εργασίας), τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου, ακόμη και στην πατρίδα μας, όσα, βεβαίως, είναι “τυχεροί” και έχουν δουλειά, χωμένοι νυχθημερόν και βαθιά στα γρανάζια της εργασίας, λησμονούν και παραμερίζουν τον κοινωνικό προορισμό -το ότι δηλαδή δουλεύουν για να εξασφαλίσουν εκείνα μεν που έχουν ανάγκη οι ίδιοι για να ζουν αλλά και να προσφέρουν δε στο κοινωνικό σύνολο όσα του χρειάζονται για να ευημερήσει- της δουλειάς τους και τη θεωρούν αυτή ακριβώς σκοπό τους.
Η εργασία τότε θεωρείται αυτοσκοπός κι ο άνθρωπος δουλεύει για να δουλεύει, χωρίς να νιώθει τίποτα περισσότερο για ό,τι κάνει ή για τους συνανθρώπους του. Αυτό επειδή είναι δείγμα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, πρέπει να εκλείψει τάχιστα, αντί να ενθαρρύνεται από τους ντόπιους και ξένους και ξενόφερτους διαχειριστές της πολιτικής και της οικονομικής δύναμης και εξουσίας του τόπου μας.
Και στον επίλογό μου θα σταθώ σε δύο αποσπάσματα από τον Απόστολο Παύλο, τα οποία φαίνεται δεν έχουν τύχει της ανάλογης με την αξία τους προσοχής από πολλούς των Νεοελλήνων.
Αρχικά, από την 2η επιστολή προς Τιμόθεο (κεφάλαιο 2, 5-6) «Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» και κατόπιν από την 2η επιστολή του προς Θεσσαλονικείς (κεφάλαιο 3, 10) «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω».