13.4 C
Chania
Τρίτη, 15 Απριλίου, 2025

Ο πετρίτης

»  J.A. Baker (µτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις ∆ώµα)

Όταν έπιασα στα χέρια µου το βιβλίο αυτό, ένιωσα µια αµφιθυµία έντονη, διάβασα δυο φορές το οπισθόφυλλο για να βεβαιωθώ πως όντως το βιβλίο αυτό ήταν η ηµερολογιακή καταγραφή ενός πετρίτη, είδος γερακιού, στην αγγλική ύπαιθρο τη δεκαετία του ‘60, κατά τη διάρκεια της παραµονής των πουλιών αυτών σε εκείνα τα µέρη. Η αµφιθυµία, ως εκκρεµές σε κίνηση, στη µια άκρη της ταλάντωσης συναντούσε την επικράτεια της δεδοµένης επιθυµίας µου για δοκιµή αναγνωσµάτων έξω από την όποια ζώνη άνεσης, στην άλλη άκρη το ερώτηµα: τι µε ενδιαφέρει εµένα ένα τέτοιο βιβλίο, µε τόσα επιθυµητά αδιάβαστα να µε περιµένουν; Τελικά, η απόφαση για ανάγνωση υποβοηθήθηκε, µάλλον υποσυνείδητα, από τη λαχτάρα µου να διαβάζω/ακούω αφηγήσεις εµµονής ή/και µονοµανίας µε έντονο το στοιχείο του πάθους.

Η οικολογοτεχνία δεν είναι σε καµία περίπτωση καταχώρηση στο αγαπηµένο µου µενού. Παρότι ολοένα και πιο επίκαιρη, εγώ αναζητώ κυρίως αστικά περιβάλλοντα στη λογοτεχνία. Υπάρχει, βέβαια, όπως σε κάθε υπό διαµόρφωση αλλά και αίρεση κανόνα, µια, τουλάχιστον, εξαίρεση. Στην περίπτωση αυτή το Walden ή Η ζωή στο δάσος του Θορώ. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ανάγνωσης το είχα το βιβλίο αυτό κατά νου, το ηµερολόγιο καταγραφής της σποράς πατάτας, ο διαρκής υπολογισµός του κόστους, η θέα του γαλανού ουρανού από θέση ύπτια στο νερό της λίµνης, η άρνηση του συγγραφέα να πληρώσει φόρους που θα πήγαιναν σε έναν ακόµα πόλεµο, η αβίαστη απόλαυση που η ανθρώπινη µοναξιά του προσέφερε.

Αν δεν υπήρχε το πάθος του Μπέικερ, λίγες σελίδες θα άντεχα, ίσως, αν δεν υπήρχε το πάθος αυτό, να µην είχε εκδοθεί ποτέ Ο πετρίτης. Το πάθος υπερκαλύπτει τις όποιες αρετές στη γραφή του ή, για την ακρίβεια, το πάθος του µετασχηµατίζεται µέσα από τις λέξεις και τις περιγραφές, µια γλώσσα δουλεµένη αλλά όχι προσποιητή, µια ποιητικότητα γλυκιά και όχι γλυκερή, πάθος εµµονικό, αυτό που γυρεύω καθηµερινά. Και άπαξ και η αµφιθυµία καταλάγιασε, και η ανάγνωση µπήκε στις ράγες µιας αργής και νωχελικής περιδιάβασης στο πλευρό του συγγραφέα/αφηγητή/παρατηρητή, η παράδοση υπήρξε άνευ όρων, ένιωθα κι εγώ να είµαι σε εκείνες τις υγρές και τεράστιες εκτάσεις που ακόµα δεν είχα αποτελέσει θήρα της αστικοποίησης, της εξάπλωσης του Λονδίνου, της επίµονης και επίφοβης επέλασης του ανθρώπινου στο φυσικό περιβάλλον.

Η παρατήρηση και η καταγραφή δεν είναι µέρος της ζωής του συγγραφέα εντός των γραµµών του βιβλίου αυτού, ελάχιστα, ως και τίποτα, µαθαίνουµε για εκείνον, ποιος είναι, από πού έρχεται, πού µένει, πώς κερδίζει τον επιούσιο. Μόνο η παρατήρηση του πετρίτη. ∆εν µαθαίνουµε επίσης τίποτα για το τι συµβαίνει µερικά χιλιόµετρα µακριά σε µια περίοδο που µετά το τέλος του πολέµου βρίσκει την Αγγλία σε φάση πλήρους ανάπτυξης. ∆εν µπορώ να ξέρω πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν για τον Μπέικερ να τα κρατήσει όλα αυτά εκτός, να παραµείνει προσηλωµένος στη γραφή στον ίδιο βαθµό που υπήρξε στην παρατήρηση του πετρίτη. Αυτή η µονοµανία λειτούργησε περίφηµα, δεν ήταν κάποια παράπλευρη δραστηριότητα της καθηµερινότητάς του, αλλά η καθηµερινότητά του ήταν εκείνη που πορευόταν παραπλεύρως και στα σκοτεινά τού κυρίου ενδιαφέροντός του.

Ο πετρίτης, σχετικά πρόσφατα, γνώρισε ένα νέο κύµα ενδιαφέροντος. ∆εν µου προκαλεί εντύπωση αυτό, έχουµε αποµακρυνθεί τόσο από τον φυσικό κόσµο, παρότι τον αλώσαµε και τον καταλάβαµε, σχήµα οξύµωρο η αποµάκρυνση δια του πλησιάσµατος, που µια κοντινή στο αστικό κέντρο παρατήρηση ενός πουλιού αποπνέει έναν εξωτισµό, σαν να επρόκειτο για την παρατήρηση κάποιου άγριου ζώου σε κάποια δυσπρόσιτη αφρικανική σαβάνα. Επίσης, η προσήλωση σε ένα πάθος, η µη διάσπαση της προσοχής, το µη ανικανοποιητό συναίσθηµα, ο θόρυβος, ο όποιος θόρυβος, που προέρχεται από τη φύση και όχι από τον άνθρωπο και τις µηχανές, το δέος που η παρατήρηση ενός ζώου προκαλεί εξαιτίας της µη µαταιότητας της ύπαρξης, της µη βαρεµάρας, όπως παρατηρούσε εύστοχα ο πάσχων από ανίατη βαρεµάρα και µαταιότητα Λεοπάρντι. Όλα αυτά είναι ικανά να προκαλέσουν εντύπωση, ίσως και τότε, τη δεκαετία του ‘60 να συνέβαινε το ίδιο, αναλογικά πάντα, ίσως και τότε η απόσταση να ήταν ευδιάκριτη. Όπως, ταυτόχρονα, δεν µου προκαλεί εντύπωση η αρνητική, χωρίς να δοκιµάσει να περπατήσει στο πλευρό τού συγγραφέα, στάση του σηµερινού αναγνώστη, η ανοικειότητα που νιώθει να τον κατακλύζει και να του γεννά απροθυµία. ∆ύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος.

Ένα δείγµα, µία παράγραφος, ίσως σας προσανατολίσει καλύτερα:

Άφηνε νωχελικά τον άνεµο να την παρασέρνει· απόµακρη, απειλητική. Ισορροπούσε στα 700 µέτρα ύψος, ενώ το άσπρο σύννεφο πίσω της πέρασε και τράβηξε για τη νότια όχθη του ποταµόκολπου. Αργά-αργά οι φτερούγες της µαζεύτηκαν πίσω. Γλιστρούσε στον αέρα τόσο ήρεµα που ήταν σαν να κρεµόταν από τεντωµένο καλώδιο. Αυτή η επικράτηση επί του ανέµου που µούγκριζε, αυτή η µεγαλοπρέπεια κι η ευγενής δύναµη του πετάγµατός της µ’ έκαναν να βγάλω µια φωνή και να χοροπηδήσω από ενθουσιασµό. Μόλις είχα δει ό,τι ωραιότερο µπορεί να δει κανείς από τους πετρίτες, σκέφτηκα. ∆εν υπάρχει λόγος να συνεχίσω· δεν θα θελήσω ποτέ να την αναζητήσω ξανά. Φυσικά, δεν ήταν καθόλου έτσι. Ποτέ δεν χορταίνεις.

Ένας από τους µεγαλύτερους σύγχρονους φανς του Πετρίτη, ένας από εκείνους που συνέβαλαν στην επιστροφή του στο προσκήνιο, πενήντα χρόνια µετά, εν µέσω οικολογικής ανησυχίας –όχι όλων σίγουρα αλλά τι σηµασία έχει αυτό– υπήρξε ο Ρόµπερτ Μακφάρλεϊν. Πριν από τέσσερα χρόνια διάβασα το βιβλίο του, Υπογαία (µτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Μεταίχµιο). Ολοκλήρωνα το τότε κείµενο λέγοντας: Ένα βιβλίο διαφορετικό από ό,τι άλλο είχα διαβάσει. Αυτό το σχόλιο δεν έχει να κάνει µε το µη µυθοπλαστικό, αλλά µε το περιεχόµενό του. Ο συγγραφέας είχε επισκεφθεί διάφορα µέρη στον πλανήτη, από τους πάγους στον Βόρειο Πόλο µέχρι τις κατακόµβες του Παρισιού, και είχε καταγράψει την οριακή –τουλάχιστον, για εµάς τους µη ριψοκίνδυνους ταξιδευτές– εµπειρία του. Αν κάτι τότε µε είχε ενοχλήσει, αυτό ήταν η κάπως γλυκερή ενίοτε γλώσσα που χρησιµοποιούσε, είχα, τότε, σκεφτεί πως ίσως ήταν θέµα της µετάφρασης. ∆ιαβάζοντας τον Πετρίτη, µια ξεκάθαρη, οµολογηµένη επιπλέον από τον ίδιο, επιρροή, µπορώ να υποθέσω πως και το πρωτότυπο κείµενο έπασχε από τη γλυκερή γεύση που εκείνη η ανάγνωση άφησε στον ουρανίσκο µου.

Ένα ακόµα νήµα ξεπετάχθηκε µπροστά µου: η Μαρία Ξυλούρη και Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου, το πάθος µε το οποίο µιλούσε για βιβλία που είχαν να κάνουν µε πουλιά και την παρατήρησή τους, η συµβολή της στην έκδοση της Υπογαίας, δεν το θυµάµαι αλλά είµαι σίγουρος πως θα είχε αναφερθεί, ανάµεσα σε άλλα, και στον Πετρίτη.

Επιστρέφοντας στο βιβλίο και κλείνοντας το κείµενο αυτό, νιώθω την επιθυµία να αναφερθώ στο πάθος του Μπέικερ για να διευκρινίσω, αν όντως χρειάζεται, πως είναι καθάριο και απαλλαγµένο από διάθεση για διδαχή, για προσηλυτισµό, για επίδειξη. Ανόθευτος και πηγαίος ο ενθουσιασµός του, η προσήλωσή του όµοια µε εκείνη κάθε ενός που έχει ένα ειδικό ενδιαφέρον, για εκείνον καθοριστικό και προφανές, και αφήνεται σε αυτό, αντλώντας πρώτιστα ο ίδιος ικανοποίηση από την παρατήρηση και εν συνεχεία από τη γραφή, που λειτουργεί ως ολοκλήρωση της εµπειρίας, το είδος του ερασιτέχνη που τόσο µοιάζει να εκλείπει στις µέρες µας, εκείνου που έλκεται από το πάθος του όπως τα έντοµα από το φως. Και αυτό υπήρξε για µένα ο συνδετικός ιστός µε το βιβλίο, το πάθος για κάτι που ποσοτικά δεν µπορεί να καταστεί σηµαντικό, ειδικά σε µια εποχή όπως η σηµερινή, όπου οι αγορές ρυθµίζουν τα δήθεν πάθη και ενδιαφέροντα, και όµως είναι.

Χωρίς να έχω διαβάσει το πρωτότυπο, νιώθω πως η µετάφραση της Ζαχαριάδου υπήρξε υποδειγµατική παρά την προφανή δυσκολία να πατήσει κανείς ταυτόχρονα στη βάρκα του µη µυθοπλαστικού και τεχνικού και σε εκείνη της λεπτής λογοτεχνικής αποτύπωσής τους.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα