Ενα τόσο δα φως. Ο καπνός βοτάνου μυστικού τρεμοπαίζει. Μέσα στη κρυφή του λάμψη. Και γύρω, το απέραντο σκοτάδι. Η θαλπωρή της σιωπής. Μακρινό ρόδο.
Ζεστασιά που χάνεται στη πάχνη. Κάποτε ηταν ενα αγγιγμα. Που τώρα ακροβατεί στην απουσία. Κάποτε ηταν ενα βλέμμα. Που τώρα περιπλανάται σε πελάγη ξένα. Και σε παράταιρες κραυγές. Ανεπιθήμητων σκέψεων. Κι η σιωπή, ενας Έρωντας ταξιδιάρης. Που ανακουφιζει το νου. Εικόνες οικείες. Το μακρινό μειδίαμα της απουσίας. Κόκκινο μέσα στο μέλανα καιρό. Ανατρεπτικό ηχόχρωμα. Απροσδόκητο χάδι. Απροσδιόριστο χάδι.
Ως ιερογλυφικό νεύμα που δεν έχει διαβαστεί ακόμα. Απο το νου. Γιατί η ψυχή ξέρει. Πάντα ήξερε τις εσχατιές του μακρινού ρόδου. Που το όνομά του σημαίνει φωτεινός. Περικλύεται η σιωπή απο μια υποψία αλμύρας. Που δε τολμά να ξεμυτίσει στο κρυφό μειδίαμα του πόνου. Κάτι λείπει. Πάντα κάτι έλειπε. Στο τέλος των οριζόντων , τα ορατά και τα αόρατα. Μαζί. Συνοδοιπόροι σε ταξίδι. Συνυπάρχουσες ώρες με τον ανάγλυφο λόγο. Γυρίζεις το βλέμμα. Η ζεστασιά χάθηκε στο κυανό. Ως άστοχο ρητό. Που δεν ταιριάζει με το εντός σου. Τόσα πολλά χρώματα και εικόνα καμμιά. Μόνο σιωπή. Γαλάζιος καπνός πάνω σ’ αυτό το τόσο δα φως. Αχνοφέγγει δρόμος μακρινός.
Δρόμος αναπάντεχος. Η πύλη, χαμένη βασιλεύουσα σε καλλεί. Την ανοίγεις. Και βγαίνεις εξω απο το εντός σου.
Είναι όμορφα εξω. Οι κερασιές εχουν ανθίσει μέσα στο ταξίδι. Και σε περιμένουν να ράνουν με τα άνθη τους παλιές πληγές. Ανακουφίζοντας τον αρχαίο τους πονο. Υστερα, ένα εκκωφαντικό λευκό. Το φως που μεγαλώνει. Και ξεφεύγει απο τις σχισμάδες των βράχων. Ζεστασιά. Όπως τότε. Που ρουφούσες τ’ άστρη ξαπλωμένος πάνω, στην ακόμα ζεστη πέτρα, απο έναν αλήτη ήλιο. Από εναν Έρωντα – ποιητή της σιωπής.