■ Ο ονειρευτής των ατέρμονων ταξιδιών
«Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι»
«Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά για τα Νησιά του Νότου,
πότε το ρου θ’ ανέβουμε του ποταμού Αμαζόνα;
Καιρός μας πια να πάψουμε να βλέπουμε μπροστά μας
των ίδιων πάντων λιμανιών τη νυσταγμένη εικόνα!
– Ας σβήση η νέα μας ορμή (σα βήματα στον άμμο
από το κύμα) την παλιάν, ασάλευτη ζωή μας!
Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι:
δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας!
-Μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούργια,
αντίς να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο:
φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους Θαλασσοπόρους
που μια πατρίδα αφήνοντας – έβρισκαν έναν κόσμο!».
(Από τη συλλογή Ποιήματα)
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ στην ανατολή του 2021 και η στήλη θέλησε να ξεκινήσει την πορεία της σε αυτή την τόσο σημαντική χρονιά -χρονιά επανεκκίνησης για όλους μας-με τον Κώστα Ουράνη, σπουδαίο ποιητή “της εσωτερικής περιπέτειας”, νεορομαντικός με μεγάλη επίδραση από τον γαλλικό συμβολισμό. Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, στη Ροβέρτειο Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου.
Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σπουδάζοντας Πολιτικές Επιστήμες, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύθηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός όπου γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και πόλεις της Μεσογείου και της βόρειας Αφρικής, αρχικά ως ανταποκριτής εφημερίδων και κατόπιν ως διπλωματικός αντιπρόσωπος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα. Φέρει κι εκείνος τις πληγές του μεσοπολέμου, όμως με μεγάλο δυναμισμό και αξιοποιώντας την κοσμοπολίτικη του διάσταση καταφέρνει και μετουσιώνει την αύρα όποιας απαισιοδοξίας σε μια επαναστατική διάθεση για αλλαγή, καινούργιες ρότες, προσωπικές υπερβάσεις. Ονειρευτής μιας καινούργιας πατρίδας για να πολιτογραφηθεί η βαθιά ψυχή του διακηρύττει την τόλμη απογυμνώνοντας όποιες συμβάσεις ο ποιητής είναι ισχυρός και προπορεύεται. Παραθέτω το ποίημα “Πάψετε πια…” από τη συλλογή του “Ποιήματα”:
«Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,/ τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε,/ κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:/ το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!// Τι; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη/ στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας/ και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης/ ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;// Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τι θα ’ναι/ και να μη νιώθουμε καμιά λαχτάρα ν’ ανατείλη,/ πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς που μαραζώνουν/ και πέφτουν σάπιοι καταγής να μοιάζουν τα όνειρά μας;// Η τόλμη αφού μας έλειψε (και θα μας λείπη πάντα!)/ να βγούμε, μόνοι, απ’ τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη,/ κι ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,/ τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους,// μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα/ και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα,/ τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα/ το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων// κι όπου το φέρη! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν/ τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη,/ μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο/ ψηλά που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια!..».
Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Διευθυντής για ένα διάστημα της εφημερίδας “Ελεύθερος Λόγος”, συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας και της Αμερικής. Το 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο “Αλκης Θρύλος”1.
Η επίσημη εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του “Σαν Όνειρα”, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή “Spleen”2 που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι “Νοσταλγίες” (1920) και οι “Αποδημίες”, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του ποιητή στην έκδοση “Ποιήματα” του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία (“Sol y sombra-Μορφές και τοπία της Ισπανίας”, “Σινά, το θεοβάδιστον Όρος”, “Γλαυκοί δρόμοι-Βορινές Θάλασσες”, “Ταξίδια στην Ελλάδα” και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, τις κριτικές μελέτες και τις μεταφράσεις.
Το ποίημά του “Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι…” το οποίο είχε γράψει στη νεότητά του αντανακλά παραστατικά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τότε, αλλά και το εύστοχο χιούμορ του. Αξίζει να αναφερθεί η ιδιαίτερα επιτυχής μελοποίησή του από το συγκρότημα Διάφανα Κρίνα με την έξοχη ερμηνεία του αείμνηστου Θάνου Ανεστόπουλου (αναζητήστε το τραγούδι στο You Tube). Ακολουθεί το ποίημα:
«Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι/ μες στην κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος/ στη στερνήν αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω/ και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.// Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι/ μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,/ θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ’ρθη ο αστυνόμος,/ θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.// Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,/ θα ρωτήση κανένας του έτσι απλά: «Τον Ουράνη, μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…»./ Θ’ απαντήση άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!»// Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,/ θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι/ θε να πουν: «Τι είναι ο άνθρωπος! Χτες ακόμα εζούσε…»/ και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.// Κάποιος θα ’ναι συνάδελφος στα “ψιλά” που θα γράψη/ πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην»,/ νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει/ μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».// Κι αυτή θα ’ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία./ Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου/ και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,/ όπου θα ’ναι όλοι οι φίλοι μου – κι ίσως οι οχτροί μου.// Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι/ σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι/ και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,/ θα μου γράψη ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίση…’’
Αρκετά ποιήματα του Κώστα Ουράνη έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες , τραγουδοποιούς αλλά και μπάντες. Το 2018 κυκλοφόρησε το “Spleen” του συνθέτη Δημήτρη Κογιάννη, η πρώτη μελοποίηση ποιημάτων του υπό τη μορφή ολοκληρωμένου κύκλου τραγουδιών.
Η εύθραυστη υγεία του δεν εμπόδισε την απαιτητική του ιδιοσυγκρασία να φεύγει πάντα μπροστά αναζητώντας ταξίδια, τη συγκίνηση του έρωτα, τη ζωή με το μεγαλείο της υπέρβασης, το ελληνικό ιδεώδες, τις ρίζες και τον ανθό της ύπαρξής του. Το αίσθημα της ματαιότητας τον απασχολεί, όμως δεν τον ακυρώνει και συνεχίζει αμετανόητος το κυνήγι του άπιαστου:
«Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του/ το αχαμνό,/ του Θερβαντές ο ήρωας περνάει/ και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλα,/ ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλι ακολουθάει./ Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει/ με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια/ και με μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,/ πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…/ Στο πέρασμά του από τους πλατειούς του κόσμου δρόμους,/ όσοι τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,/ τον δείχνει ο ένας τ’ αλλουνού-κι ειρωνικά γελάνε./ Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί/ οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:/ οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε». (το ποίημα “Δον Κιχώτης” από τη συλλογή “Ποιήματα” Αθήνα, 1953)
Εμβριθώς ενημερωμένος σε θέματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, δεν θα δεχτεί άκριτα οτιδήποτε καινούργιο. Θα έχει το θάρρος να διαφοροποιηθεί μέσα από τις απόψεις του, πράγμα που απαιτούσε και σθένος προσωπικότητας και γνώση. «Ως γνήσιος διανοούμενος και ποιητής, ο Κώστας Ουράνης δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδιάφορος μπροστά σε ένα συνταρακτικό καλλιτεχνικό, αλλά και υπαρξιακό γεγονός όπως ήταν τότε το κίνημα του Υπερρεαλισμού. Η στάση του ,αν και αρνητική, δεν υπήρξε επιπόλαιη»*3. Το άρθρο του με τον τίτλο “Υπερρεαλισμός” παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αποτιμώντας κριτικά το έργο του Εμπειρίκου “Υψικάμινος” καταλήγει ορθολογιστικά στην παράτολμη άποψη ότι το έργο απειθεί ως προς τη βασική υπερρεαλιστική αρχή, δηλαδή το αυθόρμητο του αυτοματισμού. Από την άλλη μιλά θερμά σε άλλο του κείμενο για τη Μέλπω Αξιώτη*4 που μόλις είχε βραβευθεί και τα έργα της οποίας παρέπεμπαν σε υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης. Ο ποιητής μας «διέθετε ανοιχτούς ορίζοντες υποδοχής καθετί πνευματικού, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποδεχτεί και κάτι το οποίο δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, την ιδιοσυγκρασία ενός νικημένου επαναστάτη. Έτσι δεν είναι παράξενο που δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά, στις πραγματικές της διαστάσεις την υπερρεαλιστική φωνή»*5
Η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά την Κατοχή, τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Το πλούσιο έργο του άσκησε σημαντική επίδραση στα γράμματα της εποχής του. Ο ποιητής στη σχετικά σύντομη ζωή του υπερασπίστηκε με πάθος κι ευγένεια την περιπέτεια, τη νοσταλγία και τον ρεμβασμό κι αυτό λίγο δεν είναι… Όταν είχαν τελειώσει τα ταξίδια του διαπίστωσε πως:
«μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία» (ποίημα: Νοσταλγίες),
και τότε για πρώτη φορά ο ονειρευτής των ατέρμονων ταξιδιών επιθύμησε μια vita nuova, μια καινούργια ζωή της χρυσής ωριμότητας:
«μακριά απ’ τον κόσμο, μοναχό σ’ ένα λευκό σπιτάκι:
και να ‘χω μέσα στην ψυχή των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη» (ποίημα:Vita nuova)
Ο Κώστας Ουράνης απεβίωσε το 1953 στο σανατόριο Παπανικολάου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η σύζυγός του Ελένη Νεγρεπόντη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο: Άλκης Θρύλος) μερίμνησε μετά τον θάνατό του για τη συγκέντρωση του έργου του σε συγκεντρωτικούς τόμους και για την οργάνωση του αρχείου του. Το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη τελεί υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών ως κληροδότημα από το 1972.
2. spleen: μετάφραση από τα αγγλικά: 1. Η σπλήνα 2. θυμός, οργή
3 και 5 : Κώστας Ουράνης και Υπερρεαλισμός (της Σταυρούλας Τσούπρου)/
από το περιοδικό: Ο Αναγνώστης
4. Μέλπω Αξιώτη: (1905-1973) Συγγραφέας και ποιήτρια. Συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση.
* Το βιογραφικό υλικό αντλήθηκε από το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Η στήλη “Πράξεις Ποιητών” κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα θα παρουσιάζει το έργο και τη ζωή δημιουργών, λιγότερο γνωστών στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
*Η Ανδρομάχη Ε. Χουρδάκη είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος. Διδάσκει στο Παράρτημα Κισσάμου του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Χανίων. Το 2018 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή της ’’Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης ‘’ και το 2020 το θεατρικό έργο της ‘’Φεύγουσα’’ από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς.
Το σημερινό σας αφιέρωμα για τον Κώστα Ουράνη είναι νομίζω πολύ κατατοπιστικό!
Με χαρά αναμένω το επόμενο αφιέρωμα σας!!
Σας ευχαριστώ! Χαίρομαι που σας άρεσε το άρθρο. Σας εύχομαι μια καλή χρονιά!
ΑΠΟ ΤΕΤΟΙΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ !ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ κ. ΧΟΥΡΔΑΚΗ
Σας ευχαριστώ θερμά κ.Βενιανάκη! Οι Πράξεις Ποιητών θα συνεχίσουν με θέρμη προβάλλοντας ποιητές ουσιώδους λόγου και βίου .
Άλλο έψαχνα, που δέν βρήκα ακόμη, αλλά έπεσα σέ σάς, οπότε ουδέν κακόν αμιγές καλού… Τό αναζητούμενο περί Μνήμης καί Πεφευγότων. Μπορείτε νά βοηθήσετε;
Ευχαριστώ εκ τών προτέρων.
Γιάννης Σαρατζίδης
6971559471
Ο Κώστας Ουράνης καταγόταν από πατέρα από ένα μικρό χωριό της Κυνουρίας, του νόμου Αρκαδίας, επάνω στον Πάρνωνα που λέγεται Κουνουπιά. Το Λεωνίδιο που αναφέρεται ως τόπος καταγωγής του είναι το κεφαλοχώρι της περιοχής και πρωτεύουσα της επαρχίας Κυνουρίας. Το οικογενειακό του επώνυμο είναι Νιάρχος και όχι Νέαρχος. Δεν ξέρω αν γίνεται εκ παραδρομής η ήταν δική του επιθυμία. Επίσης αναφέρεται ως τόπος γεννήσεως του η Κωνσταντινούπολη. Άγνωστο μεν, πιθανόν δε. Ο πατέρας του Νικόλαος είχε συγγενή στην Κωνσταντινούπολη, πρώτο εξαδερφο τον Δημήτριο Ιωάννου Νιάρχο.( αδερφό της προγιαγιάς μου) Δεν είναι απίθανο λοιπόν αν για κάποιο λόγο βρέθηκε εκεί η οικογένεια του Νικόλα Νιάρχου , ( επίσκεψη, μετανάστευση.?) να γεννήθηκε εκεί..
*Το μικρό αλλά πανέμορφο χωριό Κουνουπιά, πνιγμένο στο πράσινο σε μια πλαγιά του μέσου Πάρνωνα, στα σύνορα με τη Λακωνία, δεν κατοικείται πλέον, αλλά πολλοί πρώην κάτοικοι έχουν ανακαινίσει τα σπίτια τους και , είτε σαββατοκύριακα, είτε το καλοκαίρι, το επισκέπτονται.! Το Νιαρχαικο πάντως, δεσπόζει στη μέση του χωριού.!
Σας ευχαριστούμε για τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες σας!