» Βάση για οριστική διευθέτηση ή πηγή νέων προβλημάτων;
Ο έλεγχος του Ναγκόρνο Καραμπάχ έχει αποτελέσει διαχρονικά σημαντικό «αγκάθι» στις σχέσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, ή τουλάχιστον για όσο διάστημα αυτά τα κράτη ήταν και είναι ανεξάρτητα.
Η πρώτη φορά που οι δύο χώρες συγκρούστηκαν για την περιοχή αυτή ήταν το 1918, όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Πέρα από το Καραμπάχ, οι δύο χώρες επίσης διαφωνούσαν ως προς τον έλεγχο των περιοχών Ζανγκεζούρ (σήμερα Αρμενία) και Ναχτσιβάν (σήμερα Αζερμπαϊτζάν), αλλά με δεδομένα τα πολλά και έντονα προβλήματα που προκάλεσε η μετάβασή τους στην ανεξαρτησία, καμία από τις δύο δεν μπορούσε να επιβληθεί αποφασιστικά στην άλλη. Οι Βρετανοί συνέστησαν και στις δύο πλευρές αυτοσυγκράτηση και πρότειναν τη διευθέτηση των διαφορών τους στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, αλλά το συνέδριο απέφυγε τελικά να ορίσει τα σύνορα μεταξύ των χωρών του Καυκάσου1.
Στο μεταξύ, το 1920 οι Μπολσεβίκοι ανακατέλαβαν μεγάλο μέρος του Αζερμπαϊτζάν και επιδίωξαν μια συμφωνία με την Αρμενία, στο πλαίσιο της οποίας πρότειναν το Καραμπάχ να γίνει (ή παραμείνει) τμήμα της, υπό την προϋπόθεση ότι θα επέστρεφαν σημαντικά εδάφη στα δυτικά στην κεμαλική Τουρκία, σε αντίθεση με όσα προέβλεπε η ευνοϊκή για τους Αρμένιους Συνθήκη των Σεβρών (10 Aυγούστου 1920). Η Αρμενία απέρριψε τις προτάσεις των σοβιετικών, οι οποίοι άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν ότι ήταν καλύτερο να μην παρεμβάλλεται άλλη χώρα ως «μαξιλάρι» (buffer state) ανάμεσα σε αυτούς και την Τουρκία.
Απομονωμένη και εξαντλημένη από τη γενοκτονία και τον πολυετή πόλεμο, η Αρμενία δεν μπόρεσε να αποκρούσει τους εισβολείς. Έτσι, η Τουρκία κατέλαβε μεγάλο μέρος της δυτικής Αρμενίας (και μάλιστα περισσότερες περιοχές απ’ όσες είχε χάσει το 1878), ενώ η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε και δορυφοροποίησε την ανατολική Αρμενία, η οποία μετατράπηκε στη ΣΣΔ της Αρμενίας. Η νέα αυτή πραγματικότητα αναγνωρίστηκε με τις Συνθήκες της Μόσχας (16 Μαρτίου 1921) και του Καρς (13 Οκτωβρίου 1921).
Θέλοντας να «αποζημιώσουν» τους Αρμένιους για τις απώλειες που υπέστησαν έναντι της Τουρκίας, οι σοβιετικοί υποσχέθηκαν ότι το Καραμπάχ θα γινόταν μέρος της ΣΣΔ της Αρμενίας, αλλά το 1923 το «Γραφείο Καυκάσου» (Kavburo) διαφοροποιήθηκε από αυτή τη δέσμευση και αποφάσισε ότι το Καραμπάχ θα αποτελούσε στο εξής αυτόνομη περιοχή (oblast) εντός της ΣΣΔ του Αζερμπαϊτζάν. Η απόφαση δυσαρέστησε τους Αρμένιους -και ιδίως όσους κατοικούσαν στην περιοχή, αλλά με δεδομένο ότι η Αρμενία δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ή να αλλάξει την κατάσταση, αναγκάστηκε να την αποδεχτεί. Ωστόσο, οι Αρμένιοι του Καραμπάχ συνέχισαν να ζητούν και να πιέζουν για την ένωση με την Αρμενία, αλλά οι πιέσεις και πρωτοβουλίες τους δεν έφτασαν μέχρι του σημείου να αμφισβητήσουν ευθέως την υπαγωγή του στο Αζερμπαϊτζάν για όσο καιρό υπήρχε η Σοβιετική Ένωση.
Από την αμφισβήτηση στην απόσχιση
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσώφ (και ιδίως οι Γκλάσνοστ και Περεστρόικα) επέτρεψαν να ακουστούν αιτήματα και παράπονα που μέχρι τότε αποσιωπούνταν συστηματικά. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αρμένιοι του Καραμπάχ κατήγγειλαν ότι ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος του Αζερμπαϊτζάν Χεϊντάρ Αλίεφ (πατέρας του σημερινού προέδρου) προσπαθούσε να αλλάξει τη δημογραφική ισορροπία στο Καραμπάχ, παρέχοντας κίνητρα σε χιλιάδες Αζέρους να εγκατασταθούν στην περιοχή, με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού του αρμενικού πληθυσμού στα 2/3 του συνολικού της αυτόνομης περιοχής (από το 94% που ήταν μισό αιώνα νωρίτερα). Ο Αλίεφ απομακρύνθηκε, αλλά οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν, καθώς τον Φεβρουάριο του 1988 έγιναν απεργίες στο Ερεβάν με αίτημα την ένωση του Καραμπάχ με την Αρμενία. Η ηγεσία του Αζερμπαϊτζάν αντέδρασε και κάλεσε σε αντιδιαδηλώσεις στο Μπακού, ισχυριζόμενη ότι «το Καραμπάχ ήταν και είναι αναπόσπαστο τμήμα του Αζερμπαϊτζάν». Στις 20 Φεβρουαρίου 1988 το σοβιέτ του Καραμπάχ εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο ζητούσε τη μεσολάβηση του Ανώτατου Σοβιέτ της Σοβιετικής Ένωσης για να αποσπαστεί η περιοχή από το Αζερμπαϊτζάν και να μεταβιβαστεί στην Αρμενία. Ο Γκορμπατσόφ δήλωσε στις 10 Μαρτίου ότι σύμφωνα με το άρθρο 78 του σοβιετικού συντάγματος, τα σύνορα των σοβιετικών δημοκρατιών δεν μπορούσαν να αλλάξουν, ενώ την ίδια θέση πήρε λίγο αργότερα και το Ανώτατο Σοβιέτ. Παρά ταύτα, οι Αρμένιοι συνέχισαν να επικαλούνται και να ζητούν την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης (δηλαδή το δικαίωμα να αποφασίσουν που θέλουν να ανήκουν), ενώ οι Αζέροι επέμειναν στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους, επιχειρήματα που εξακολουθούν να ακούγονται σχεδόν απαράλλακτα έως σήμερα.
Κατά τρόπο αντίστοιχο με ό,τι συνέβη σε μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης, οι ελίτ των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών χρησιμοποίησαν ή επικαλέστηκαν τον εθνικιστικό λόγο για να στηλιτεύσουν την «εθνική ενότητα» και να διατηρήσουν την εξουσία τους, στοχοποιώντας άλλοτε την μέχρι πρότινος κυρίαρχη ρωσική εθνότητα (όπως έγινε στις Βαλτικές χώρες και στην Κεντρική Ασία) και άλλοτε εγχώριους ή γειτονικούς εθνικισμούς (όπως έγινε στον Καύκασο). Θέλοντας να λύσει δυναμικά το πρόβλημα και να απαλλαγεί από τον «πονοκέφαλο» του Καραμπάχ, η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν πρότεινε τον Αύγουστο του 1991 την κατάργηση των άρθρων 86 και 87 του αζερικού συντάγματος, τα οποία κωδικοποιούσαν την αυτονομία του Καραμπάχ. Οι Αρμένιοι του Καραμπάχ αντέδρασαν κηρύσσοντας την ανεξαρτησία της «Δημοκρατίας του Ναγκόρνο Καραμπάχ» στις 2 Σεπτεμβρίου 1991, διευκρινίζοντας ότι ήθελαν να αποσχιστούν από το Αζερμπαϊτζάν και όχι από τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, αυτό αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων αναπόφευκτο, καθώς σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές πραγματοποίησαν στα τέλη Αυγούστου πραξικόπημα στη Μόσχα, το οποίο απέτυχε, ευνοώντας την επικράτηση των εθνικιστών, όπως ο Μπόρις Γιέλτσιν.
Επωφελούμενη από το χάος στη Μόσχα, η κυβέρνηση του Αγιάζ Μουταλίμποφ κήρυξε την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν στις 18 Οκτωβρίου 1991. Ένα μήνα αργότερα, η Εθνική Συνέλευση του Αζερμπαϊτζάν (Milli Mǝclis) ψήφισε την κατάργηση της αυτονομίας του Καραμπάχ, κίνηση που οι Αρμένιοι κατήγγειλαν ως αντισυνταγματική, καθώς τα άρθρα αυτά όριζαν ότι το καθεστώς του Καραμπάχ δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς τη συναίνεση του πληθυσμού του. Ενοχλημένη από τη στάση του Μπακού, η ηγεσία του Καραμπάχ διεξήγε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία στις 10 Δεκεμβρίου 1991, στο οποίο συμμετείχε το 82,2% του πληθυσμού του Καραμπάχ (οι Αζέροι απείχαν) και 99,8% όσων ψήφισαν τάχθηκαν υπέρ της απόσχισης. Ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα αυτό, η βουλή του Καραμπάχ κήρυξε την ανεξαρτησία της τέως αυτόνομης περιοχής στις 6 Ιανουαρίου 1992. Οι εξελίξεις αυτές κατέδειξαν δύο σημαντικά στοιχεία της σύγκρουσης που δεν υπήρχαν έως τότε. Το πρώτο ήταν ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν αναγνώριζε πλέον την εξουσία της άλλης, ενώ το δεύτερο ήταν ότι και οι δύο προέκριναν πλέον τη βία ως τον κύριο -αν όχι τον μοναδικό- τρόπο να επιβάλουν τη θέλησή τους στην άλλη πλευρά.
Ο πρώτος πόλεμος (1992-1994)
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η ανεξαρτησία των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών αποτέλεσε σημείο-καμπή ως προς την όξυνση της διαφοράς, καθώς το πολιτικό κέντρο που επέβαλε πολιτικά και στρατιωτικά την αυτοσυγκράτηση των δύο πλευρών εξέλιπε πλέον. Στη χαοτική κατάσταση που ακολούθησε, οι ηγεσίες των δύο χωρών προσπάθησαν να αποκτήσουν άμεσα μεγάλες ποσότητες οπλισμού (συνήθως σοβιετικής προέλευσης, αλλά όχι μόνο), καθώς και να συγκροτήσουν στρατούς -κληρωτών ή επαγγελματιών- όσο πιο άμεσα μπορούσαν. Από τον Νοέμβριο του 1991 οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν πολιόρκησαν και βομβάρδισαν επανειλημμένα την πρωτεύουσα του Καραμπάχ, Στεπανακέρτ (Stepanakert). Οι Αζέροι χρησιμοποιούσαν ως βάση τους τις πόλεις Σούσα (Şuşa) και Χότζαλι (Xocalı), γεγονός που ώθησε τους Αρμένιους να επιτεθούν κατά της δεύτερης τον Φεβρουάριο του 1992, όπου προέβησαν στη σφαγή χιλίων περίπου αμάχων2. Οι Αζέροι συνέχισαν να επιτίθενται κατά του Στεπανακέρτ, έως ότου οι Αρμένιοι κατέλαβαν στις 9 Μαΐου 1992 την πόλη Σούσα, η οποία αποτελούσε σημαντικό προπύργιο των Αζέρων στο κεντρικό Καραμπάχ. Ωστόσο, οι Αρμένιοι δεν αρκέστηκαν στην επιτυχία αυτή, αλλά συνέχισαν να προωθούνται προς τα δυτικά και στις 19 Μαΐου κατέλαβαν το Λάτσιν (Laçın), το οποίο βρισκόταν εκτός των ορίων της τέως αυτόνομης περιοχής, αλλά τους ήταν πολύτιμο επειδή από αυτό περνούσε ο δρόμος που συνέδεε το Καραμπάχ με την Αρμενία.
Θεωρώντας ότι η αρμενική απειλή μπορούσε και έπρεπε να αντιμετωπιστεί μόνο με στρατιωτική βία, το Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσε στα μέσα του 1992 μια μεγάλη αντεπίθεση (επιχείρηση Goranboy), η οποία είχε αρχικά κάποιες επιτυχίες, όπως την κατάληψη του Μάρντακερτ (Mardakert) τον Ιούλιο, αλλά τα κέρδη της ήταν προσωρινά. Στο μεταξύ, ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) συγκρότησε την «Ομάδα Μινσκ», η οποία αποτελούνταν από 11 κράτη-μέλη και είχε στόχο την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Ωστόσο, η διευθέτηση της σύγκρουσης στο Καραμπάχ δεν ήταν το μόνο «πρόβλημα» του οργανισμού, καθώς το ίδιο περίπου διάστημα εκδηλώθηκαν και άλλες συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία (κυρίως στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), τη Μολδαβία (με επίκεντρο την απόσχιση της Υπερδνειστερία), την Τσετσενία και τη Γεωργία.
Ο χειμώνας του 1992-1993 πέρασε χωρίς να σημειωθούν μεγάλες συγκρούσεις μέσα και γύρω από το Καραμπάχ, αλλά στις 3 Απριλίου 1993 οι Αρμένιοι κατέλαβαν το Κελμπατζάρ (Kǝlbǝjǝr), μια ακόμη περιοχή στρατηγικής σημασίας ανάμεσα στο Καραμπάχ και την Αρμενία, με αποτέλεσμα να βελτιώσουν σημαντικά τη θέση τους στο βόρειο τμήμα του μετώπου, όπου τους χώριζε πλέον η κορυφογραμμή του όρους Μουράβ (Murovdağ).
Επωφελούμενοι από την αστάθεια στο εσωτερικό του Αζερμπαϊτζάν, τον Ιούλιο του 1993 οι Αρμένιοι κατέλαβαν το Άγνταμ (Ağdam), μια πόλη στα ανατολικά του Καραμπάχ, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους κατέλαβαν άλλους τρεις νομούς στα νότια, το Φουζουλί (Füzuli), το Τζεμπραΐλ (Cǝbrayıl) και το Ζανγκιλάν (Zǝngilan), φτάνοντας μέχρι τον ποταμό Αράξη (Αras) και τα σύνορα με το Ιράν3. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για ένα διάστημα στα ανατολικά και βορειοανατολικά του Καραμπάχ, αλλά σύντομα φάνηκε ότι το Αζερμπαϊτζάν δεν είχε πια τα μέσα και τη διάθεση να συνεχίσει τον πόλεμο. Κατά συνέπεια, το Μπακού δέχτηκε τη ρωσική πρόταση για διαμεσολάβηση και στις 5 Μαΐου 1994 οι εκπρόσωποι των αντιμαχόμενων υπέγραψαν στο Μπίσκεκ του Κιργιστάν συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή από τις 12 Μαΐου.
Ο απολογισμός του πολέμου
Το τέλος του πολέμου επέτρεψε στους τέως εμπόλεμους να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, αλλά και να κάνουν τον πικρό απολογισμό. Ο πόλεμος κόστισε στο Αζερμπαϊτζάν 11 με 16 χιλιάδες νεκρούς και στους Αρμένιους 4 με 6 χιλιάδες νεκρούς, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 80 χιλιάδες και για τις δύο πλευρές. Δεκάδες πόλεις και χωριά μετατράπηκαν σε ερείπια, ενώ πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν αλλού στην ίδια ή τη γειτονική χώρα4. Ως προς τη στρατιωτική κατάσταση, οι Αρμένιοι έλεγχαν πλέον το 16% της επικράτειας του Αζερμπαϊτζάν (ή το 9%, αν δεν υπολογίσουμε το Καραμπάχ), ενώ διέθεταν πλέον «φυσικά σύνορα» με αυτό στα βόρεια (το όρος Μουράβ) και τα νότια (τον ποταμό Αράξη). Παρά ταύτα, οι Αρμένιοι δεν κατάφεραν να μετατρέψουν τη νίκη τους στο πεδίο της μάχης σε διπλωματική, ή έστω σε αναγνώριση κάποιων από τα κεκτημένα τους. Η διεθνής κοινότητα τήρησε στάση αντίστοιχη με αυτή που υιοθέτησε σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις (Κατάνγκα, Μπιάφρα, Κύπρο και Κράινα) και χαρακτήρισε την ανακήρυξη ανεξαρτησίας του Καραμπάχ ως παράνομη και νομικά άκυρη απόσχιση, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ζήτησε επανειλημμένα με σειρά ψηφισμάτων (τα 822, 853, 874 και 884) την αποχώρηση των αρμενικών δυνάμεων από το έδαφος του Αζερμπαϊτζάν και τον σεβασμό της εδαφικής του ακεραιότητας.
Όπως και οι Τούρκοι στην Κύπρο, οι Αρμένιοι θεώρησαν ότι το ζήτημα είχε λυθεί στην πράξη και ότι με την πάροδο του χρόνου η διεθνής κοινότητα θα αναγνώριζε την υφιστάμενη (de facto) κατάσταση ως νόμιμη (de jure). Το Αζερμπαϊτζάν ωστόσο δεν είχε λόγο να συναινέσει ή να συνεργαστεί για μια τέτοια έκβαση, οπότε συνέχισε να πιέζει διπλωματικά -και στρατιωτικά, όσο περνούσε ο χρόνος- για μια συμφωνημένη διευθέτηση που θα περιλάμβανε οπωσδήποτε την εκκένωση των κατεχόμενων επαρχιών του, αν και ήταν λιγότερο σαφές το ποια ήταν η στάση του ή οι προτάσεις του ως προς το καθεστώς του Καραμπάχ. Σε κάθε περίπτωση, ο πρόεδρος Ιλχάμ Αλίεφ δήλωσε επανειλημμένα ότι το Αζερμπαϊτζάν θα προσέφευγε ακόμα και στη βία για να ανακαταλάβει τα κατεχόμενα εδάφη του, απειλή που έδειξε ότι εννοεί διατάζοντας σοβαρές επιθέσεις τουλάχιστον τρεις φορές τα τελευταία χρόνια (το 2008, το 2010 και το 2016), χωρίς ωστόσο οι Αρμένιοι να τον παίρνουν στα σοβαρά και να «βάζουν νερό στο κρασί τους».
Οι «Αρχές της Μαδρίτης» και η στάση των μερών
Η πιο σοβαρή διεθνής πρωτοβουλία για μια συμφωνημένη διευθέτηση του ζητήματος ξεκίνησε το 2007, όταν τα μέλη της «Ομάδας Μινσκ» του ΟΑΣΕ υπέβαλαν στους ηγέτες των δύο χωρών ένα προσχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας κατά τη διάρκεια μιας διάσκεψης υπουργών στη Μαδρίτη (γι’ αυτό και η πρόταση ονομάστηκε «οι Αρχές της Μαδρίτης»). Σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή του σχεδίου αυτού (2009), τα μέρη κλήθηκαν να δεχτούν: 1) την επιστροφή των κατεχόμενων εδαφών γύρω από το Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν, 2) ένα μεταβατικό καθεστώς (interim status) για το Καραμπάχ με εγγυήσεις για την ασφάλεια και αυτοκυβέρνησή του, 3) ένα διάδρομο ο οποίος θα συνέδεε το Καραμπάχ με την Αρμενία, 4) τον καθορισμό του τελικού καθεστώτος του Καραμπάχ σύμφωνα με μια νομικά δεσμευτική έκφραση της βούλησης των κατοίκων του (δηλαδή δημοψήφισμα), 5) το δικαίωμα όλων των εκτοπισθέντων και προσφύγων να επιστρέψουν στις εστίες τους, και 6) διεθνείς εγγυήσεις που θα περιλάμβαναν μια ειρηνευτική επιχείρηση5.
Και οι δύο πλευρές δέχτηκαν τις «Αρχές της Μαδρίτης» ως βάση για συζήτηση, αλλά η προσέγγισή τους ως προς το πως και πότε έπρεπε να εφαρμοστούν διέφερε σημαντικά. Συγκεκριμένα, η Αρμενία υποστήριξε ότι δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει τη συνεργασία των Αρμενίων του Καραμπάχ αν δεν ήταν βέβαιο ότι η διαδικασία θα οδηγούσε στην αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσής τους, ενώ το Αζερμπαϊτζάν έθεσε ως προϋπόθεση για την όποια συμφωνία την αναγνώριση και διασφάλιση της εδαφικής του ακεραιότητας. Παρά τις διαφορές και την αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των δύο πλευρών, ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Σερζ Σαρκισιάν και ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ φαίνονταν να έχουν πλησιάσει αρκετά σε ένα σχέδιο τελικής συμφωνίας, το οποίο θα επέτρεπε στους Αρμένιους να μην εκκενώσουν τις δύο περιοχές που βρίσκονται ανάμεσα στην Αρμενία και το Καραμπάχ (το Λατσίν και το Κελμπατζάρ) αν δεν καθοριστεί πρώτα το καθεστώς του Καραμπάχ. Ωστόσο, ο Σαρκισιάν δεν υπέγραψε τελικά αυτή τη συμφωνία, την οποία αρνήθηκαν επίσης οι διάδοχοί του Καρέν Καραπετιάν (Απρίλιος-Μάιος 2018) και Νικόλ Πασινιάν (Μάιος 2018-σήμερα). Η «σκλήρυνση» της στάσης των Αρμενίων θα πρέπει να επέδρασε καταλυτικά στην απόφαση του Αζέρου προέδρου να διατάξει νέες επιθέσεις τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 2020, η δεύτερη εκ των οποίων εκτραχύνθηκε σε μια ανοιχτή σύγκρουση που διήρκεσε περίπου ενάμιση μήνα (27 Σεπτεμβρίου-10 Νοεμβρίου 2020).
Ο πρόσφατος πόλεμος και η συμφωνία της 9ης Νοεμβρίου 2020
Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού και παρά τις αρχικές προβλέψεις ότι η γραμμή ελέγχου δεν θα διαφοροποιούνταν σημαντικά, ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν κατάφερε να διεισδύσει στο νότιο τμήμα του μετώπου και να καταλάβει μεγάλο μέρος των περιοχών Φουζουλί και Τζεμπραΐλ, οι οποίες δεν ήταν μέρος του αυτόνομου Καραμπάχ και είχαν αζέρικη πλειονότητα πριν τον πόλεμο του 1992-1994. Στη συνέχεια, ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν κατέλαβε μερικές πόλεις και χωριά εντός του Καραμπάχ, όπως το Χαντρούτ (Hadrut), ενώ συνέχισε να προελαύνει προς τα δυτικά στις περιοχές Ζανγκιλάν και Κουμπατλί (Qubadlı) μέχρι τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα με την Αρμενία. Μετά από αυτές τις επιτυχίες πολλοί θεώρησαν ότι ο Αλίεφ θα ήταν ικανοποιημένος και θα εφάρμοζε την ανακωχή, αλλά αντιθέτως, οι επιτυχίες αυτές τον έπεισαν ότι οι Αρμένιοι ήταν αδύναμοι και δεν είχαν σοβαρή διεθνή υποστήριξη, οπότε η νίκη ήταν θέμα χρόνου. Οι εξελίξεις τον δικαίωσαν, καθώς η κατάληψη της πόλης Σούσα στις 8 Νοεμβρίου υπήρξε σημείο-καμπή στην πορεία του πολέμου, με τους Αζέρους να απέχουν πλέον μόλις 12 χιλιόμετρα από το Στεπανακέρτ.
Την επομένη το απόγευμα, οι Αζέροι κατέρριψαν ένα ρωσικό ελικόπτερο πάνω από την πόλη Γέρασχ (Yeraskh) της Αρμενίας, κοντά στα σύνορα με το Ναχτσιβάν, με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο στρατιωτών. Το υπουργείο Εξωτερικών του Αζερμπαϊτζάν δήλωσε ότι επρόκειτο για λάθος και στόχος δεν ήταν οι Ρώσοι, ενώ προσφέρθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις. Η ρωσική πλευρά δεν τοποθετήθηκε επίσημα για το θέμα, αλλά διέρρευσε ότι άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις στο Ουλιανόφσκ (Ulyanovsk) για να σταλούν στο Καραμπάχ. Χωρίς να είναι γνωστό τι ακριβώς μεσολάβησε, το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 2020 ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ και ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νικόλ Πασινιάν συμφώνησαν τη λήξη των εχθροπραξιών, με μεσολάβηση του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαδιμίρ Πούτιν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που έκανε το ίδιο βράδυ ο Ντμίτρι Πέσκοφ, εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, τα σημεία της συμφωνίας ήταν τα εξής:
1. Όλες οι εχθροπραξίες στο Καραμπάχ θα σταματήσουν από τις 00.00 το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου ώρα Μόσχας (τοπική 1.00 της 10ης Νοεμβρίου, Ελλάδας 23.00 της 9ης Νοεμβρίου). Το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία θα διατηρήσουν την κατοχή των εδαφών που ελέγχουν.
2. O νομός του Άγνταμ [στα ανατολικά του Καραμπάχ και εκτός των ορίων του] θα επιστραφεί στο Αζερμπαϊτζάν στις 20 Νοεμβρίου 2020.
3. Κατά μήκος της γραμμής ελέγχου (contact line) στο Καραμπάχ και κατά μήκος του διαδρόμου του Λατσίν θα αναπτυχθεί μια ειρηνευτική δύναμη της Ρωσικής Ομοσπονδίας η οποία θα αποτελείται από 1.960 άτομα στρατιωτικό προσωπικό με ατομικά όπλα, 90 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, 380 αυτοκίνητα και άλλο ειδικό εξοπλισμό.
4. Η ειρηνευτική δύναμη της Ρωσίας θα αναπτυχθεί παράλληλα με την απόσυρση των αρμενικών ενόπλων δυνάμεων. Η διάρκεια της ειρηνευτικής αποστολής είναι 5 χρόνια με δυνατότητα αυτόματης ανανέωσης ανά 5 χρόνια, εκτός αν τα μέρη δηλώσουν ή συμφωνήσουν κάτι διαφορετικό έξι μήνες πριν το τέλος της τρέχουσας εντολής της.
5. Για την καλύτερη εφαρμογή της συμφωνίας από τα μέρη, θα συγκροτηθεί ένα «ειρηνευτικό κέντρο» [εννοεί ένα κέντρο συντονισμού των επιχειρήσεων] το οποίο θα ελέγχει την παύση των εχθροπραξιών.
6. Η Αρμενία θα επιστρέψει στο Αζερμπαϊτζάν τον νομό του Κελμπατζάρ στις 15 Νοεμβρίου 2020 και την περιοχή του Λατσίν την 1η Δεκεμβρίου. Ο διάδρομος του Λατσίν (πλάτους 5 χιλιομέτρων) θα παρέχει επικοινωνία μεταξύ του Καραμπάχ και της Αρμενίας -χωρίς αυτό να επηρεάσει την πόλη Σούσα- και θα παραμείνει υπό τον έλεγχο της ειρηνευτικής δύναμης της Ρωσίας. Με συμφωνία των μερών, θα καθοριστεί ένα σχέδιο κατασκευής ενός νέου δρόμου κατά μήκος του διαδρόμου του Λατσίν, ο οποίος θα τεθεί μετά την ολοκλήρωσή του υπό τον έλεγχο της ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης. Το Αζερμπαϊτζάν εγγυάται την ασφάλεια της κυκλοφορίας κατά μήκος του διαδρόμου του Λατσίν από πολίτες, οχήματα και αγαθά και προς τις δύο κατευθύνσεις.
7. Εκτοπισθέντες και πρόσφυγες έχουν το δικαίωμα επιστροφής στα εδάφη του Καραμπάχ και τις γειτονικές περιοχές [που κατέχονταν από αρμενικές δυνάμεις από το 1993 μέχρι το 2020] υπό τον έλεγχο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες (UNHCR).
8. Θα γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου, ομήρων και άλλων κρατούμενων, καθώς και των σορών των πεσόντων.
9. Θα ανοίξουν όλοι οι συγκοινωνιακοί κόμβοι στην περιοχή. Η Αρμενία εγγυάται την ασφάλεια της κυκλοφορίας μεταξύ του [καθαυτό] Αζερμπαϊτζάν και της Αυτόνομης Δημοκρατίας του Ναχτσιβάν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μετακίνηση πολιτών, οχημάτων και αγαθών και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ο έλεγχος της κυκλοφορίας [θα] γίνεται από τις αρχές της συνοριοφυλακής της Ρωσίας. Με συμφωνία των μερών, θα κατασκευαστεί ένας νέος δρόμος που θα συνδέει την Αυτόνομη Δημοκρατία του Ναχτσιβάν με περιοχές του [υπόλοιπου] Αζερμπαϊτζάν.
Μια πρώτη αποτίμηση της συμφωνίας
Η συμφωνία είναι αναμφισβήτητα θετική για το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο κατάφερε να μετατρέψει τη στρατιωτική νίκη του σε διπλωματική και πολιτική. Σύμφωνα με αυτή, το Αζερμπαϊτζάν αποκτά τον πλήρη έλεγχο όχι μόνο των εδαφών του Καραμπάχ που ανακατέλαβε κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου, αλλά και όλων των κατεχόμενων περιοχών γύρω από αυτό, μεταξύ των οποίων και οι στρατηγικής σημασίας περιοχές του Κελμπατζάρ και του Λατσίν. Κατά συνέπεια, η συμφωνία θα καταστήσει το Καραμπάχ (ξανά) έναν θύλακα εντός του Αζερμπαϊτζάν, αποστερώντας το από την «ζώνη ασφαλείας» που κατάφερε να δημιουργήσει κατά τον πόλεμο του 1992-1994. Η εξέλιξη αυτή θα επιφέρει την στρατιωτική και πολιτική απομόνωση του Καραμπάχ, με αποτέλεσμα το κύριο -αν όχι το μόνο- εχέγγυο της ασφάλειας των Αρμενίων να είναι πλέον η ρωσική ειρηνευτική δύναμη. Είναι άγνωστο αν και πως το Μπακού θα επιχειρήσει να προσεγγίσει τους Αρμένιους του Καραμπάχ, αλλά και πως αυτή η σχέση θα επηρεαστεί από την επιστροφή των εκτοπισθέντων και των προσφύγων. Σε κάθε περίπτωση, η υπογραφή της συμφωνίας αποτελεί μια σημαντική πολιτική νίκη για το Αζερμπαϊτζάν και τον πρόεδρο του Ιλχάμ Αλίεφ, ο οποίος μπορεί και αναμένεται να στηλιτεύσει το προφίλ του ως «ηγέτη της νίκης», καθώς κατάφερε να ακυρώσει τα αποτελέσματα του ατυχούς για το Αζερμπαϊτζάν πολέμου του 1992-1994 και να καταστήσει εφικτή την επιστροφή 320.000 Αζέρων στις εστίες τους υπό αζερικό έλεγχο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η συμφωνία θεωρείται -δικαίως- ήττα στην Αρμενία, όπου ο πρωθυπουργός Νικόλ Πασινιάν πασχίζει να κρατήσει τη θέση του. Ο Πασινιάν υπερασπίστηκε την επιλογή του δηλώνοντας ότι ήταν μια δύσκολη και επώδυνη απόφαση, αλλά με δεδομένη τη στρατιωτική κατάσταση δεν είχε άλλες επιλογές. Παρότι οι Αρμένιοι αντέταξαν σοβαρή αντίσταση για μεγάλο διάστημα με περιορισμένα μέσα, η κατάληψη της πόλης Σούσα από τους Αζέρους στις 9 Νοεμβρίου διέκοψε την επικοινωνία του μεγαλύτερου μέρους του Καραμπάχ με την Αρμενία, ενώ επέτρεψε στον αζερικό στρατό να πλησιάσει απειλητικά την πρωτεύουσα Στεπανακέρτ, την οποία πολλοί Αρμένιοι έσπευσαν να εγκαταλείψουν. Τυχόν κατάληψη του Στεπανακέρτ θα επέφερε την αιχμαλωσία ή την περικύκλωση του μεγαλύτερου μέρους του Καραμπάχ και την εξάρθρωση της άμυνας των Αρμενίων, η οποία θα επέτρεπε στο Αζερμπαϊτζάν να καταλάβει όλο το Καραμπάχ μέσα σε μερικές μέρες και να επιβάλει τους όρους του, χωρίς η Αρμενία ή η Ρωσία να μπορούν πια να το εμποδίσουν. Κατά συνέπεια, οι επιλογές του Πασινιάν ήταν είτε να υπογράψει μια κακή συμφωνία, είτε να γίνει μάρτυρας της ολοσχερούς καταστροφής των Αρμενίων του Καραμπάχ. Υπό αυτή την έννοια, ο Πασινιάν είναι ο ηγέτης στον οποίο «έλαχε» να αντιμετωπίσει μια εθνική καταστροφή αντίστοιχη της ήττας των Αρμενίων το 1920 ή της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922. Όσο κακή και αν είναι η κατάσταση, οφείλει να συνεργαστεί για ένα τέλος στον πόλεμο, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα. Πιστεύω ότι πήρε τη σωστή απόφαση, αν και κανείς στην Αρμενία δεν μπορεί να πανηγυρίσει για αυτό.
Το τρίτο μέρος σε αυτή την εξίσωση είναι πλέον φανερά η Ρωσία. Η Ρωσία παρακολουθούσε στενά την κατάσταση εδώ και καιρό, πραγματοποιώντας στενές και συχνά εκτεταμένες επαφές και με τα δύο μέρη, συζητώντας πρωτοβουλίες για εκεχειρία που φυσικά θα εξυπηρετούσαν και τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή. Η Μόσχα δέχτηκε σχεδόν εξ αρχής πιέσεις από την Αρμενία και τη διασπορά να εμπλακεί στη σύγκρουση με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του CSTO (έναν οργανισμό αντίστοιχο του ΝΑΤΟ για τον πρώην σοβιετικό χώρο), αλλά το αίτημα αυτό δεν είχε νομική βάση, καθώς οι συγκρούσεις λάμβαναν χώρα στο Καραμπάχ -τυπικά μέρος της επικράτειας του Αζερμπαϊτζάν- και όχι στην Αρμενία. Πέραν αυτού, θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι η Ρωσία μπορεί να εξαναγκαστεί να κάνει κάτι που δεν θέλει. Ήταν σαφές ότι η Ρωσία δεν ήθελε να πάρει ξεκάθαρα θέση υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, είχε όμως συμφέρον να εξασφαλίσει ότι καμία από τις δύο δεν θα μπορούσε να επικρατήσει απόλυτα στην άλλη. Αν συνέβαινε αυτό, η νικήτρια χώρα (το Αζερμπαϊτζάν) θα αυτονομούνταν από την επιρροή της και θα μπορούσε να της δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στο μέλλον (συνεργαζόμενη με άλλους περιφερειακούς ή διεθνείς «παίκτες» σε ζητήματα που άπτονται των συμφερόντων της Ρωσίας), ενώ η ηττημένη (η Αρμενία) θα μνησικακούσε για τη μη στήριξη της Ρωσίας και θα αμφισβητούσε το νόημα και τα οφέλη της συμμαχίας με αυτήν. Μεσολαβώντας επιτυχώς για μια συμφωνία, η Ρωσία κατάφερε να εκτοπίσει τις άλλες δυνάμεις από την περιοχή -όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, με τις οποίες συμπροέδρευαν στην «Ομάδα Μινσκ», επαναβεβαιώνοντας ότι ο Καύκασος είναι μέρος της σφαίρας επιρροής της6. Η θέση αυτή υποδηλώνεται και υπογραμμίζεται τόσο από την ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεών της στο Καραμπάχ, όσο και σε επίπεδο συμβολισμών, καθώς όλες οι επαφές και διαπραγματεύσεις με τους αντιμαχόμενους έγιναν στα ρωσικά, ενώ το τελικό κείμενο υπογράφει -και συμβολικά εγγυάται- ο Ρώσος πρόεδρος Βλαδιμίρ Πούτιν. Υπό αυτή την έννοια, το Αζερμπαϊτζάν κέρδισε τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης, αλλά ο κύριος ωφελημένος πολιτικά είναι η Ρωσία.
Τι έπεται; Και τι επιπλοκές μπορεί να προκύψουν;
Σχεδόν αμέσως μετά την επίτευξη της συμφωνίας, η Τουρκία έσπευσε να συγχαρεί τον Αλίεφ και τους συνεργάτες του για τη νίκη τους, επιχειρώντας έμμεσα να μπει στο κάδρο των νικητών. Ο Αλίεφ ανταποκρίθηκε υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία θα συμμετάσχει στην ειρηνευτική επιχείρηση στο Καραμπάχ μαζί με τη Ρωσία, αλλά το Κρεμλίνο διέψευσε το σενάριο αυτό, αναφέροντας ότι δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στη συμφωνία. Με δεδομένο ότι η συμφωνία συναντάει ήδη σημαντικές αντιδράσεις στην Αρμενία, όπου διαδηλωτές εισέβαλαν στο κοινοβούλιο και λεηλάτησαν αρκετά γραφεία, ζητώντας την παραίτηση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, είναι εξαιρετικά απίθανο αυτή ή η επόμενη αρμενική κυβέρνηση να δεχτεί τη συμμετοχή Τούρκων στρατιωτών στην ειρηνευτική δύναμη. Στο συλλογικό των Αρμενίων, θα ήταν σαν να δέχονται «τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα», ενώ ακόμα και ο πιο αγαθός και καλόπιστος παρατηρητής μπορεί να αντιληφθεί ότι μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ένταση και αποσταθεροποίηση.
Παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της Αρμενίας, προς το παρόν οι αντιμαχόμενοι και η Ρωσία τηρούν τη συμφωνία. Οι συγκρούσεις σταμάτησαν αμέσως μετά την υπογραφή της, ενώ μερικές ώρες αργότερα ρωσικές δυνάμεις έφτασαν αεροπορικώς στη νότια Αρμενία και άρχισαν να προωθούνται στην περιοχή του Λατσίν με άρματα και πεζικό, όπου το επόμενο διάστημα θα εγκαταστήσουν 16 σημεία ελέγχου (checkpoints). Στις 12 Νοεμβρίου οι ρωσικές δυνάμεις έφτασαν στο Στεπανακέρτ, όπου θα βρίσκεται το στρατηγείο της ειρηνευτικής δύναμης, ενώ στο μεταξύ οι Αρμένιοι άρχισαν να εκκενώνουν τις περιοχές που θα επιστραφούν στο Αζερμπαϊτζάν μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι Αρμένιοι των περιοχών αυτών έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους ώστε να μην τα αφήσουν στους Αζέρους, ενώ ορισμένοι ξέθαψαν και πήραν μαζί τους τα κόκκαλα των νεκρών συγγενών τους, ώστε να αποφύγουν τον βανδαλισμό του τάφου τους. Ανησυχώντας για τον τρόπο που θα μπορούσε να εξελιχθεί η κατάσταση, οι Ρώσοι έστειλαν εσπευσμένα δύναμη στην περιοχή για να προστατέψει το μοναστήρι Νταντιβάνκ (που χτίστηκε τον 13ο αιώνα), ενώ το Αζερμπαϊτζάν δέχτηκε την αναβολή της παράδοσης του Κελμπατζάρ μέχρι τις 25 Νοεμβρίου για «ανθρωπιστικούς λόγους». Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, η πρώτη περιοχή που θα παραδοθεί στους Αζέρους μετά το τέλος των εχθροπραξιών θα είναι το Άγνταμ και τα περίχωρά του στις 20 Νοεμβρίου, ενώ θα ακολουθήσει το Κελμπατζάρ στις 25 και το Λατσίν την 1η Δεκεμβρίου. Κατά το διάστημα αυτό κάποιοι Αρμένιοι μπορεί να επιχειρήσουν να αναβάλουν ή και ακυρώσουν τη μεταβίβαση των περιοχών αυτών, αλλά τα τρία κράτη έχουν δεσμευτεί ως προς αυτό και το Αζερμπαϊτζάν έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να δεχτεί άλλη διαπραγμάτευση ή μεταβολή των όρων της συμφωνίας, όποια και αν είναι η κυβέρνηση στην Αρμενία.
Ακόμα πιο δύσκολη προβλέπεται να είναι η εφαρμογή της πρόνοιας που προβλέπει επιστροφή των εκτοπισθέντων και των προσφύγων στο Καραμπάχ και τις γύρω περιοχές, η οποία πιθανότατα θα περιοριστεί στην επιστροφή των Αζέρων στις περιοχές που (θα) ελέγχει ο αζερικός στρατός και των Αρμενίων στα εδάφη που θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Αρμενίων. Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου και των πεσόντων δεν αναμένεται να συναντήσει ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά το σημαντικότερο ζήτημα που δεν ορίζει η συμφωνία και ενδέχεται να δημιουργήσει νέα προβλήματα στο μέλλον είναι ποια θα είναι στο εξής η σχέση μεταξύ των αρχών του Αζερμπαϊτζάν και του Καραμπάχ. Θα εξακολουθήσει το Μπακού να θεωρεί το Καραμπάχ «νομούς της επικράτειάς του που κατέχονται από άλλη χώρα», ή θα κάνει κινήσεις «καλής θέλησης» προς τον πληθυσμό του, όπως η αποκατάσταση της αυτονομίας του που κατάργησε μονομερώς το 1991; Θα μπορούσε να δεχτεί έστω de facto την ύπαρξη των αρχών αυτών, χωρίς να τους αναγνωρίζει διεθνή υπόσταση (όπως κάνει για παράδειγμα η Σερβία ως προς τις αρχές του Κοσόβου); Αν ναι, η πλήρης εφαρμογή της συμφωνίας θα καταστεί πιο εύκολη, όπως και η αντιμετώπιση των πιο «πρακτικών» προβλημάτων, όπως η αποκατάσταση των τηλεπικοινωνιών, των συγκοινωνιών και ενδεχομένως και άλλων οικονομικών δεσμών. Προς το παρόν, οι δύο πλευρές δεν φαίνεται να βιάζονται να αντιμετωπίσουν ή να διαπραγματευτούν το ζήτημα αυτό, οπότε το πιθανότερο είναι να συναινούν στη σιωπηρή ανανέωση της εντολής των ρωσικών στρατευμάτων επ’ αόριστον, εν αναμονή μιας καλύτερης συγκυρίας για να προβάλουν ή επιβάλουν τις θέσεις τους. Υπό την έννοια αυτή, δεν θα πρέπει να περιμένει κανείς την κατάλυση των αρμενικών αρχών του Καραμπάχ, αλλά ούτε και τη διεθνή αναγνώρισή τους.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
• Aliyev Yashar, The Nagorno-Karabakh Question: Self-Determination, Azerbaijan International, Baku 1998.
• Adalian Rouben Paul, “Armenia’s Foreign Policy”, The Making of Foreign Policy In Russia and the New States of Eurasia, M.E. Sharpe, New York 1995.
• Chrysanthopoulos Leonidas, Caucasus Chronicles: Nation-building and Diplomacy in Armenia, 1993–1994, Gomidas Institute, Princeton 2002.
• Cornell Svante, The Nagorno Karabakh Conflict, Department of East European Studies, Uppsala 1999.
• De Waal Thomas, Black Garden: Armenia and Azerbaijan Through Peace and War, New York University Press, 2003.
• Goldenberg Suzanne, Pride of Small Nations: The Caucasus and Post-Soviet Armenia’s National Policy, 2002.
• Goltz Thomas, Azerbaijan Diary: A Rogue Reporter’s Adventures in an Oil-Rich, War-Torn, Post-Soviet Republic, M.E. Sharpe, New York 1998.
• Hovhannisyan Nikolay, The Foreign Policy of the Republic of Armenia in the Transcaucasian-Middle Eastern Geopolitical Region, 1998.
• Kaufman Stuart, Modern Hatreds: The Symbolic Politics of Ethnic War, New York, Cornell Studies in Security Affairs, 2001.
• Maresca John J., War in the Caucasus: A Proposal for Settlement over Nagorno-Karabakh, Special Report, United States Institute for Peace, 1994.
• Potier Tim, Conflict in Nagorno-Karabakh, Abkhazia, and South Ossetia: A Legal Appraisal, Kluwer Law International, 2001.
• Robins Phillip, Στρατός και Διπλωματία: Η Τουρκική Εξωτερική Πολιτική από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, μετάφραση Ε. Μπαρτζινόπουλος, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2004.
• Χρυσανθόπουλος Λεωνίδας, Το Χρονικό του Καυκάσου: Κρατική Συγκρότηση και Διπλωματία στην Αρμενία, 1993-1994, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2004.
1 Στο συνέδριο ειρήνης του Παρισιού εκπροσωπήθηκαν τέσσερις ανεξάρτητες χώρες (η Γεωργία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και η «Ορεινή Δημοκρατία του Βόρειου Καυκάσου»), αλλά παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τους δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν εγγυήσεις για την ασφάλειά τους απέναντι στη Ρωσία. Μετά από αρκετή κωλυσιεργία και πιέσεις, οι χώρες της Αντάντ αναγνώρισαν de facto τη Γεωργία στις 12 Ιανουαρίου 1920, ενώ ακολούθησαν η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν στις 19 Ιανουαρίου.
2. Κατά τρόπο αντίστοιχο με ό,τι γίνεται σε αρκετές περιοχές των Βαλκανίων, τα περισσότερα τοπωνύμια στο Καραμπάχ και την ευρύτερη περιοχή έχουν τουλάχιστον δύο ονομασίες (μία αρμένικη και μία αζέρικη). Με δεδομένο ότι η αναφορά και των δύο ονομασιών για κάθε πόλη είναι δυσχερής και κουραστική, έχω επιλέξει να αναφέρω κάθε πόλη όπως την ανέφερε η πλειονότητα των κατοίκων της, δηλαδή τις πόλεις όπου πλειοψηφούσαν οι Αρμένιοι με την αρμένικη ονομασία (π.χ. Στεπανακέρτ) και τις πόλεις όπου πλειοψηφούσαν οι Αζέροι με την αζέρικη ονομασία (π.χ. Σούσα). Την πρώτη φορά δε που αναφέρεται μια πόλη, ακολουθεί η ονομασία της στην οικεία γλώσσα, είτε καθαυτή (για τα αζέρικα) είτε μεταγραμμένη στο λατινικό αλφάβητο (για τα αρμένικα).
3. Η εξέλιξη του πολέμου υπέρ των Αρμενίων ήταν τέτοια που ένας δυτικός διπλωμάτης υποστήριξε ότι «δεν θα περιέγραφα τις αρμενικές επιχειρήσεις ως εισβολή ή πόλεμο, αλλά ως ένοπλο τουρισμό». S. Cornell, The Nagorno-Karabakh Conflict, 1999, σελ. 39.
4. Σύμφωνα με τα κατά δήλωση στοιχεία των δύο χωρών, 550.000 Αζέροι εκτοπίστηκαν από το Καραμπάχ και τις κατεχόμενες περιοχές και άλλες 188.000 από την Αρμενία. Αντιστρόφως, 14.000 Αρμένιοι εγκατέλειψαν το Καραμπάχ και εγκαταστάθηκαν στην Αρμενία, μαζί με άλλους 204.000 από το υπόλοιπο Αζερμπαϊτζάν.
5. Crisis Group Europe, Nagorno-Karabakh:Getting to a Breakthrough, 2010, σελ. 6.
6. Σημειωτέον ότι η Ρωσία διαθέτει στρατεύματα τόσο στη δυτική Αρμενία, όσο και στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία (τυπικά μέρος της Γεωργίας). Με βάση τη συμφωνία της 10ης Νοεμβρίου, η Ρωσία αποκτά το δικαίωμα να αναπτύξει δυνάμεις και στο Καραμπάχ (τυπικά μέρος του Αζερμπαϊτζάν), με αποτέλεσμα να διαθέτει πλέον στρατεύματα και στις τρεις χώρες του νότιου Καυκάσου, τριάντα χρόνια μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης είναι τουρκολόγος – ιστορικός