Ποια πατρίδα, ποια θρησκεία
μου ζητάς ν’ ακολουθήσω
στη δικιά σου προκυμαία
έρχομαι να ξεψυχήσω…
Την είδα σ’ ένα πεζούλι μπρουμυτισμένη με μάτια μηνίγγια και μάγουλα χωμένα στις απαλάμες της. Λες κι έπαιζε μακάβριο παιγνίδι. Ή κρυβότανε από προσώπου γης.
Δεν ήθελε να βλέπει τον κόσμο μηδέ και να τον ακούει. Έδειξε προς την τηλεόραση που κείνη την ώρα μετέδιδε σκηνές φρίκης από το προσφυγικό δράμα που βιώνουμε.
-Σφάλνα το, είπε πονεμένα.
-Μη βλέπεις τα συβαίνοντα; ρώτησα.
-Μηδέ ν’ ακούω.
-Σε στεναχωράνε γιαγιά;
-Με πονάνε. Με σουβλίζουν …
-Καταλαβαίνω….
-Δε μπορείς να καταλάβεις παιδί μου.
Σηκώθηκε με κόπο, πλευροκάθισε στο πέτρινο πεζούλι, βαριανάσανε μια, πήρε τις απαλάμες της, βρεγμένες, όλο δάκρυα, τις σφούγγιξε στο μαύρο, ξεθωριασμένο φουστάνι της. Στερνά, το άπλωσε με προσοχή στα γόνατα, να πάει ως κάτω στο χώμα ήθελε, και βάλθηκε να το χαδεύει να ισιώσουν οι ζαρωματιές οι πολυκαιρισμένες. Μα άδικα. Μένανε εκεί, σαν και τις αυλακιές στο πρόσωπο και τα χέρια της.
Με κοίταξε με μια γυναικεία φιλαρέσκεια, έδειξε τις ζαρωματιές και του καιρού το στραπατσάρισμα στο υφαντό ρούχο, πάσκισε να ζωγραφίσει ένα χαμόγελο στα χείλη, μάσκα τραγωδού ηθοποιού πάγωσε, δε μίλησε.
-Ωραίο είναι γιαγιά, προσπάθησα να αλλάξω το βαρύ κλίμα.
-Να έχεις την ευκή μου που θέλεις να με ξεστρατίσεις απ’ τις σκέψεις μου, αποκρίθηκε και σφούγγιξε ξανά δάκρυα και πόνο.
Ανοιξε πάλι το ξεραμένο στόμα της, πρόστεσε τρεις λέξεις.
-Μα δεν ξεχνιούνται.
Κι έρχονται οι εικόνες της μνήμης πεντακάθαρες, βασανιστικές, σα νά ’ναι σήμερα, της κατατρεγμένης πατρίδας μας..
Κοντά ένα αιώνα πίσω, τότε που οι δικοί μας άνθρωποι, οι προγόνοι μας φύγανε κυνηγημένοι απ’ την αντίπερα του Αιγαίου όχτη. Με της Σμύρνης το ολοκαύτωμα κι αφήκανε τις περιουσίες τους σε ξένα χέρια.
Κι αναστενάζει η γιαγιά που, αχρόνιστο προσφυγόπουλο τότε, θαλασσοπνίγηκε και βρέθηκε ξεριζωμένο, ολόμονο πλάσμα, στο Αιγαιοπελαγίτικο μεγαλονήσι. Εκεί που πονετικοί νοικοκυραίοι την αναμαζώξανε, την κάνανε κόρη. Δικιά τους κόρη. Κι έζησε με αξιοπρέπεια.
Ερχονται στη μνήμη της κι ένα μουρμουρητό σαν της αύρας το χάδι βγαίνει ξανά απ’ τα στεγνωμένα της χείλη.
-Μας μαζέψανε, βρήκαμε εμείς ένα κομμάτι ψωμί. Μας έλαχε μια σπιθαμή γης, πλάσαμε τα όνειρά μας, τα κάναμε βιος, προκοπή κι απογόνους, γεράσαμε. Αμ, ετούτοι; Είπε και σώπασε.
Σώπασε καθώς απλωνότανε μπροστά μας ένας σύγχρονος Γολγοθάς όλων αυτών των προσφύγων που κυνηγάνε τη σωτηρία τους. Βλέπαμε το μαρτύριο του μικρού παιδιού στην αγκαλιά της μάνας που ξεκίνησε πριν από μέρες, όταν στοιβάχτηκε στο δουλεμπορικό από τα τουρκικά παράλια για να έχει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, για ζωή. Κι απρόσμενα, γιγαντωμένα τα κύματα, στείλανε στα παγωμένα νερά τους αθρώπους αυτούς που πασκίζανε να σωθούνε από τα εχθρικά βέλη. Μαζί και τους γονιούς του.
Στην αμμουδερή παραλία που ξεβράστηκε, στην Εφταλού, ανάπνεε ακόμα. Το ζεστάνανε, το περιθάλψανε, θα ζήσει. Θα ζήσει γιατί το έβαλε στην αγκαλιά της η κυρά Νίνα. Η άγνωστή του, η όποια κυρά Νίνα.
Κι αναρωτιέμαι:
-Τι κάνουμε εμείς;
Απ’ τους ισχυρούς που κρίνουν τις τύχες μας, λόγια παχιά ακούγονται που τα σκορπίζει ο άνεμος.
Κι ως έβλεπα τη γερόντισσα την πονεμένη, μήνυμα έφτασε που με ταρακούνησε, με έβαλε σε σκέψεις και προβληματισμό.
Από το Σαν Φραντσίσκο το στείλανε δυο κοπελιές, που νοιώσανε τον ανθρώπινο πόνο και ξεκίνησαν το δικό τους αγώνα.
Λεφτά και υλικά πολύτιμα συγκεντρώνουν, τα συσκευάζουν και τα στέρνουνε στον τόπο πρώτης υποδοχής των ταλαίπωρων προσφύγων. Εκατό αναπηρικά καροτσάκια, τριακόσιες κουβέρτες, καρδιογράφοι και φαρμακευτικό υλικό, είναι οι δυο πρώτες αποστολές με προορισμό την πολύπαθη Λέσβο όπου ζωντανοί και πνιγμένοι πρόσφυγες στοιβάζονται στις αχτές της.
Τα δυο αυτά νέα παιδιά ξεκίνησαν για Μυτιλήνη, μα αφήκανε το σπόρο πίσω τους και φύτρωσε. Κι άλλοι πετάχτηκαν να συνεχίσουν το μικρό μα σημαντικό κίνημά τους. Δέκα είναι ως τα τώρα, που παραμέλησαν δουλειές κι οικογένειες για να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια.
Και με τρυπάει μια φωνή από μακριά:
-Εσύ άνθρωπέ μου τι έκανες;
-Τουλάχιστον δείξε αγάπη. Όση κι όπως μπορείς.