Από τα σύννεφα που κυνηγούσανε το ελικοφόρο αεροπλάνο μας κι αυτό όλο ξέφευγε και σφήνωνε στον παγερόν αγέρα, λες και μάχονταν να παραβγεί με τον Αίολο σε μεγαλοσύνη, βρεθήκαμε, μαζί με τη θυγατέρα μου, σε μιαν ευλογημένη πεδιάδα, εδώ στου λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου και του Ελύτη τα μέρη, και πασκίζαμε όσο γίνεται πιο γρήγορα να καταβροχθίσουμε, δεκάδες πολλές, τα ολόστροφα χιλιόμετρα και να φτάσουμε μιαν ώρα αρχύτερα στον πολυτραγουδημένο Γαβαθά με το ομορφονήσι να κολυμπά στην αγκαλιά του.
Ήτανε ένα καυτερό απόγεμα, είχαμε ολάνοιχτα τα παναθύρια κι ο αγέρας ανέμιζε τα μαλλιά της Ευρυδίκης δίπλα μου, κι ως ήντουσαν μακριά ίσαμε τη μέση της, μου θύμιζαν αφηνιασμένης φοραδίτσας την ουρά ή τη χαίτη, που, κύματα χαδιάρικα, μου χαϊδεύανε μάγουλα και μέτωπο μα συνάμα με μπόδιζαν και στην οδήγηση.
– Μάζεψε τη χαίτη σου, της είπα περιπαιχτικά κι αυτή γέλασε ναζιάρικα.
Κάμποση ώρα είχε περάσει κι ως κατηφορίζαμε, ο ηλιάτορας που είχε κατρακυλήσει προς τη δύση, γινόταν περίλαμπρος, εκτυφλωτικός κι έπαιρνε μια μισοπόρφυρη μπογιά και χρωμάτιζε ουρανό, βουνά και σύννεφα, κατέβαινε κι άλλο κι έβλεπα το ανάκατο μαλλί της θυγατέρας μου, να χρυσώνεται, αμοιβή σπάνια για τον αγώνα μου να οδηγώ χωρίς ορατότητα. Σαν το Βαν Κόνγκ που τρελάθηκε ζωγραφίζοντας τον ήλιο.
Έδωσε ο Θεός, πήραμε τη στροφή τη μεγάλη, έφυγε απ’ τα μάτια μου το περισσευούμενο φως, περάσαμε το μικρό ξωκλήσι το χωμένο στα ασβεστοχάρακα, στρίψαμε στ’ Αγιάσματα, κι ένας τεράστιος καθρέφτης πολύχρωμος, κόκκινος, γκρι, μπλαβισμένος κι αστραφτερός σαν ασημί, μας άρπαξε απ’ τα μάτια.
– Αααα! Η Γαβαθιανή η θάλασσα στα γιορτινά της! είπαμε μ’ ένα στόμα, κοιταχτήκαμε, φιληθήκαμε κι ευχαριστήσαμε το Θεό που έφερε πάλι τα βήματά μας στα πάτρια εδάφη τα ιερά.
Κι ως μπήκαμε στην ισιάδα του δρόμου, οι αχτίνες του ήλιου, που δεν ήτανε αχτίνες, σπαθιές πυρωμένες ήντουσαν, σύρανε γραμμή στο αρχιπέλαγος κι άκουσα την Ευρυδίκη από δίπλα να κραυγάζει.
– Ο Ποσειδώνας μπαμπά!!! Βγαίνει απ’ το σμαραγδένιο πέλαγος να μας υποδεχτεί. Αααα! Τι θέαμα!
Αυτόματα κοκάλωσα το αμάξι, στράφηκαν κατά που έβλεπε η Ευρυδίκη τα μάτια μου κι είδα, Θεέ μου, τα κοκκινισμένα μαλλιά της κοπελιάς από δίπλα μου να σμίγουν με μιαν άλλη αληθινή χαίτη που ανέμιζε ακροπέλαγα. Ήταν ο ίδιος ο Ποσειδώνας, ήτανε του Μεγαλέξανδρου η Γοργόνα, ήτανε οπτασία ή πίνακας του Πικάσο, δεν ήτανε μπορετό να ξεχωρίσεις. Κι όλο ανέμιζε, κι όλο κάλπαζε και πετάγονταν τα νερά ολόγυρα να αστράφτουν μύριες όσες οι σταγόνες κι αναδυόταν απ’ το υγρό στοιχείο το άτι το καμαρωτό.
Τρέξαμε στο νεροφίλημα της ψιλής της άμμου και προσμέναμε τούτο το αγρίμι να βγει απ’ το νερό. Δίπλα του μικρός κι ανύπαρκτος μπρος του αλόγου το μεγαλείο, ο Γρηγόρης ο ιδιοκτήτης του που είχε πάει το ψαρί το άτι για μπάνιο.
Σιμώσαμε, χαδέψαμε το σφριγηλό του σβέρκο, τη γκριζόμαυρη ασημένια χαίτη, το σκληρό του μέτωπο, κι αυτό, μας κοίταγε με τα τεράστια γυαλιστερά μάτια και μας καλωσόριζε στον τόπο του, στον τόπο μας.
Κι έβγαινε ένας μυρωδάτος, όλο πείσμα και βαρβατίλα αχνιστός αγέρας απ’ τα ρουθούνια του που μας έδωνε δύναμη, ζωή και καρτερία.
―Καλώς ήρθατε, μας είπε ο Γρηγόρης και μας υποσχέθηκε να το ιππεύσουμε, να νιώσουμε τη δύναμη και το μεγαλείο του τροχασμού του.
– Ωραίο, περήφανο άλογο, του είπαμε.
– Είναι η αγάπη μου, το καμάρι μου, ο Μπίλης.
– Κάνεις λάθος. Από σήμερα, θα είναι ο Ποσειδώνας. Ο Ποσειδώνας μας. Και το δικό μας καύχημα.
– Σύμφωνοι, είπε και συμπλήρωσε.
– Αφού τον αγαπήσατε, θα τον φέρω δίπλα στο σπίτι σας στο περιφραγμένο χωράφι, ελεύτερος θα είναι, και θα αναλάβετε να τον ταΐζετε να έχετε και συντροφιά.
Κι από κείνη την ώρα, γινήκαμε φίλοι με τον δικό μας τον Ποσειδώνα που τις σχέσεις μας, ανέλπιδες, θα σας τις περιγράψω μια άλλη εβδομάδα.