Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024

Ο πρόσφυγας και ο μετανάστης

«Δεν θέλω να ξέρουν ότι είμαι πρόσφυγας» απάντησε ένας από τους χιλιάδες πρόσφυγες ανά την υφήλιο στην ερώτηση ενός δημοσιογράφου πως αισθάνεται ως πρόσφυγας στη ξένη χώρα που ζει.
Λόγια που ο απόηχος των λέξεων σταλάζει σαν φαρμάκι στα σπλάχνα σου και τα καίει αν διαθέτεις ελάχιστη ανθρωπιά.
Δεν θέλει να θυμάται ο άνθρωπος ότι είναι πρόσφυγας διωγμένος άρον-άρον από την αγαπημένη του πατρίδα και ένας τρόπος να το ξεχάσει είναι αυτός. Δεν θέλει να το μάθουν οι γύρω συνάνθρωποί του, εκεί στην καινούργια του πατρίδα που ο άνεμος της ανέχειας και η δύναμη της επιβίωσης τον έριξαν. Δεν θέλει να ξέρουν ότι είναι πρόσφυγας γιατί αν το μάθουν σίγουρα θα του το θυμίζουν, φέρνοντας καθημερινά στη σκέψη του τα μύρια δεινά που πέρασε και στην αλληλοσπαραζόμενη ίσως πατρίδα του αλλά και τα μύρια βάσανα που πέρασε έως ότου φτάσει στην πατρίδα που τώρα ζει. Προφανώς προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να επουλώσει τις πληγές που αιμορραγούν ακόμα και στην καρδιά του και στην ψυχή του. Πληγές βέβαια που δεν θα κλείσουν ποτέ, όμως δεν θέλει να τις ξύνουν οι άλλοι συνάνθρωποι του καθημερινά προκαλώντας του μεγαλύτερο πόνο. Σε άλλη ερώτηση του δημοσιογράφου, τι πήρε μαζί του φεύγοντας από τον τόπο που γεννήθηκε είπε: «πήρα μαζί μου τα κλειδιά του σπιτιού μου», έτοιμος να βάλει τα κλάματα, να το ανοίξει όταν κάποτε επιστρέψει στην πατρίδα. Πολυπόθητο όνειρο όλων των προσφύγων  και όλων των μεταναστών.
Κάποιος άλλος έγχρωμος μετανάστης στην ερώτηση του δημοσιογράφου «τι θέλει να βρει στην καινούργια του πατρίδα», του είπε «θέλω να βρω ένα φάρμακο ώστε πίνοντας το να μου αλλάξει το χρώμα. Και το λέω αυτό, γιατί δεν θέλω να με φωνάζουν πια σκλάβο, γιατί οι λευκοί έτσι μας αποκαλούν από τότε που καταπάτησαν τις πατρίδες μας και μας πήραν στην πατρίδα τους ως σκλάβους. Αυτό επιδιώκουν και σήμερα» είπε, και τα μάτια του άστραψαν από αγανάκτηση και θυμό. «Δεν θα το πετύχουν» είπε και σφίγγοντας τις γροθιές από τα μαύρα ροζιασμένα χέρια του, έφυγε.
Και ερωτώ πότε επιτέλους θα αντιληφθούμε ότι ο όποιος άνθρωπος δεν παύει να είναι άνθρωπος, ανεξαρτήτως χρώματος και εθνικότητας; Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος διαπίστωσα με μεγάλη μου θλίψη την περιφρόνηση που δείχνουν ορισμένοι συνάνθρωποι μας στους πρόσφυγες και στους μετανάστες.
Κάποια μέρα, καθισμένος σε ένα παγκάκι μιας πλατείας γιομάτης με παιδιά μικρής ηλικίας, είδα τα παράπονο ζωγραφισμένο στο μικρό κι αθώο προσωπάκι ενός μικρού παιδιού. Οταν το ρώτησα γιατί είναι τόσο πολύ λυπημένο κλαίγοντας μου απάντησε: «δεν με παίζουν τ’ άλλα παιζιά». «Και γιατί δεν σε παίζουν τ’ άλλα παιδιά», το ξαναρώτησα. Την απάντηση την έλαβα από ένα άλλο παιδί μεγαλύτερο από το μικρό, μάλλον πρέπει να ήταν αδελφός του. «Δεν είμαστε από δω κύριε, ήρθαμε από τη Συρία και γι’ αυτό δεν μας παίζουν» και συνέχισε «το ίδιο κάνουν και με τα παιδιά από την Αλβανία», κι έφυγαν και τα δυο τρέχοντας από κοντά μου. Τέτοιου είδους εικόνες αν διαθέτεις λίγη ανθρωπιά μέσα σου, αν μη τι άλλο, σου ραγίζουν την καρδιά. Τι φταίει αυτό το παιδί και του φέρονται έτσι; Και τι μπορεί να περιμένει κανείς απ’ αυτά τα παιδιά όταν μεγαλώσουν αν εξακολουθήσουμε να τους φερόμαστε έτσι; Λογικό δεν είναι κάπως ν’ αντιδράσουν; Κι αν αντιδράσουν επιτιθέμενα, πολύ λογικό δεν είναι να δημιουργηθούν αντιμαχόμενες παρέες που σίγουρα τα αποτελέσματα δεν θα είναι ευχάριστα; Εγώ πιστεύω ότι το κλειδί για την ομαλή συμβίωσή μας είναι ο αλληλοσεβασμός από όλες τις πλευρές. Οι μεν πρόσφυγες και μετανάστες πρέπει να σέβονται την πατρίδα που τους φιλοξενεί και να μην δημιουργούν προβλήματα. Ενώ οι άλλοι από την απέναντι πλευρά να τους δεχτούν ως συνανθρώπους τους που υποφέρουν πάρα πολλά δεινά. Δυστυχώς αυτή είναι η πικρή πραγματικότητα κι ελπίζω να συμφωνείτε μαζί μου. Κι ερωτώ πάλι, να μην παίξουν αυτά τα παιδιά στις πλατείες που παίζουν τα Ελληνόπουλα; Να μην μάθουν γράμματα αυτά τα δύστυχα παιδιά που στο κάτω -κάτω δεν ήταν δική τους επιλογή ο ξεριζωμός από τη μητέρα πατρίδα τους. Πρέπει όμως και από τη δική τους πλευρά όλοι οι πρόσφυγες να υπακούν στους νόμους της καινούργιας τους πατρίδας κι όχι να εφαρμόζουν τους νόμους που ήξεραν. Πρέπει να σέβονται τα ήθη και έθιμα της πατρίδας που τους φιλοξενεί και πάνω απ’ όλα να μην τα προσβάλλουν επιδεικνύοντας με προκλητικό πολλές φορές τρόπο τα δικά τους. Δεν τους απαγορεύει κανείς να κρατήσουν τις δικές τους παραδόσεις όμως αυτό να γίνεται με σεβασμό στις παραδόσεις της πατρίδας που τους περιθάλπει και τους φιλοξενεί, επαναλαμβάνω. Βέβαια τα προβλήματα γενικά των προσφύγων είναι πάρα πολλά, πολύπλοκα και λεπτεπίλεπτα που για να λυθούν χρειάζονται πολύ λεπτές κινήσεις, κάτι που εγώ βέβαια δεν είμαι ο κατάλληλος που να μπορώ να τις υποδείξω.
Είναι όμως πολλά τα προβλήματα που δημιουργούν και οι προστριβές που πολλές φορές είναι έντονα και πολύ σοβαρά μεταξύ προσφύγων και των ανθρώπων των άλλων κρατών, Ελλήνων, Ρουμάνων, Γερμανών κ.λπ. που πρέπει να βρουν τη λύση τους οι ηγέτες όλων των κρατών.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πιέσουν εκείνους που παράγουν πρόσφυγες και μετανάστες. Τα προβλήματα των μεταναστών και τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιοι αλλά και οι μετανάστες εσκεμμένα όχι λίγες φορές, έχουν πάρει τεράστιες διαστάσεις κι όλοι μας περιμένουμε τη λύση τους.
Τέλος εσείς κύριοι πρωθυπουργοί, παραπρωθυπουργοί, υπουργοί, προύχοντες έχοντες και κατέχοντες κ.π.α. ελάχιστο κίνδυνο διατρέχετε από τους όποιους κακοποιούς που οργώνουν τη χώρα μας. Αμπαρωμένοι δε στα υπουργεία σας, στις φυλασσόμενες βίλλες σας και στα λογής-λογής μέγαρα που έχετε στην κατοχή σας, έχοντας συγχρόνως εξασφαλίσει την πλούσια διαβίωση και των τρισέγγονών σας ακόμα, όχι όλοι βέβαια, δεν αντιλαμβάνεστε, εγώ αυτό πιστεύω, τον κίνδυνο που διατρέχουν οι λαοί σας. Η γιαγιά όμως, και μιλάω για τη δική μας, γιατί αυτή γνωρίζω, την Ελληνίδα γιαγιά που κατοικεί στο μικρό ερημωμένο χωριό, καρτερώντας το γιο της από χρόνια μετανάστη να της κλείσει τα μάτια, αυτή η γιαγιά επαναλαμβάνω, αισθάνεται σαν μικρό και αδύναμο πουλί αντικρίζοντας απέναντί της το πεινασμένο διαβατάρικο γεράκι, έτοιμο να χιμήξει πάνω της και να τη κατασπαράξει. Και λέω ερημωμένο χωριό γιατί αυτή είναι η πικρή αλήθεια, όλοι γνωρίζουμε γιατί ρημάξανε τα χωριά μας.
Οι λανθασμένες ενέργειες πριν από πολλά χρόνια των τότε πολιτικών ήταν η αιτία που ανάγκασε τα νιάτα τότε να σκορπίσουν στα πέρατα της γης για μια καλύτερη ζωή. Τους εναπομείναντες δε νέους κι όχι μόνο από την επαρχία τους μαζέψανε και τους κλείσανε στα κλουβιά της Αθήνας τους πιο πολλούς και τους υπόλοιπους στις άλλες μεγάλες πολιτείες της πολύπαθης χώρας μας.
Τις ίδιες πολιτικές ακολούθησαν δυστυχώς και οι μετέπειτα πολιτικοί διώχνοντας και πάλι στις ξένες χώρες τις νεώτερες γενιές και το χειρότερο και κλείνω με αυτό το σημερινό μου άρθρο υπάρχουν ακόμα νέοι πολιτικοί που νοσταλγούν τις παλιές εκείνες ιδέες και μάλιστα αγωνίζονται λυσσαλέα να τις επαναφέρουν και να τις εφαρμόσουν. Ελεος πια. Μονιάστε επιτέλους και στύψτε το μυαλό σας να βρείτε βιώσιμες και μακροχρόνιες λύσεις.
Και για το προσφυγικό μέγα πρόβλημα και για ένα σωρό άλλα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα μας. Όμως οι σιδερένιοι φράχτες δεν είναι λύση.

*συγγραφέας – ποιητής,
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών
και Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα