Ζάλο ζάλο επερνούσανε οι γι ημέρες και διαβαίνανε οι γι εβδομάδες, για να μας αποχαιρετήξει μιας κοπανιάς και ο τελευταίος μήνας τσ’ όμορφης και παιχνιδιάρας άνοιξης. Και να κοπιάσει με τη σειρά ντου ο πρώτος καλοκαιρινός μήνας, ο πρωτογούλης, γη όπως τονε παρανομιάζανε τοτεσάς, ο ξακουστός Θεριστής, απού εξεσήκωνε τσοι χωριανούς, επί ποδός πολέμου, γιατί όπως ελέγανε τοτεσάς «Θέρος, Τρύγος Πόλεμος» γη όπως τόνε κατέει ούλος ο κόσμος, ο Ιούνης.
Γιατί εκείνος παίρνει τη σκυτάλη από το Μάη, για να συνεχίσει την εξέλιξη και την ωρίμανση των προϊόντων απού προέκυψαν από τ’ ανοιξιάτικα κουζουλοπαίχνιδα για την αναπαραγωγή κι ηρχούντανε κιόλας κι ο καιρός του θερισμού των δημητριακών, απού οι γεωργοί μας είχανε σπαρμένα τα πρωτοβρόχια, απού εδά είχανε ξετελέψει και κυματίζανε στο ανάλαφρο αεράκι, τσοι χρυσοκίτρινες ράπες και τ’ αστάχυα ντωνε προκλητικά, χαϊδευτικά και ναζιάρικα. Γι’ αυτό και κάθε πρωί αξημέρωτα ετραβαγιάρανε οι θερίστρες κι οι θεριστάδες απού βατταλαλούσανε στσοι στράτες, κι εγροικούντανε τα βιαστικά ποδοβολητά των αθρώπω, και τω γαϊδουρομούλαρω, απού ήτανε τα μεταφορικά μέσα κείνησας τσ’ εποχής. Για να βρεθούνε ύστερα από λίγο στσοι τόπους του θερισμού. Οι γι ώρες τούτεσας δεν εσηκώνανε ξάργητα κι η γι επιλογή του καθενιούς ήτανε ξεκάθαρη «Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε». Κι έτσα εξεκίνα ο ημερήσιος αγώνας του θερισμού. Οι θεριστάδες σκυμμένοι με τα δρεπάνια ντωνε, εθερίζανε, καθένας στο όργο ντου, κι άλλοι πάλι εδένανε τσοι κουντούρες, όπως είπαμε, κι άλλοι την ίδια ώρα, πολύ τσοι φορτώνανε στα χτήματα και τσοι κουβαλούσανε στ’ απαλωνιές, και κεια χτίζανε τσοι θεμωνιές. Τουτανά εγίνουντανε ως το κολατσιό, απού εκαθίζανε για να ξαποστάσουνε λιγάκι και να πιούνε κιανένα μαστραπαδάκι νερό, για να δροσερέψουνε, και να ξεκατσουνιάσουνε κιόλας τα κορμιά ντωνε, από το σκύψιμο,να καπνίσουνε το τσιγάρο ντωνε οι θεργιακλήδες του τσιγάρου, και να φάνε κιανένα κομμάτι τυρί με ψωμί από τα ξυλοκούμπια πουχανε σιασμένα οι χρυσοχέρες νοικοκεράδες, από το γάλα τω μαρθιώ ντωνε απού των επερίσσευε. Και τα βάνανε ύστερα στα κουρούπια με λάδι, για συντήρηση, και τόχανε για συμπλήρωμα φαγητού, γη για ώρα ανάγκης, όπως καλή ώρα και εδά στο θέρος, και ότι άλλο ακόμα, ετσά πρόχειρο, είχανε βαρμένο στα σακούλια ντωνε, οι γι ευρηματικές νοικοκεράδες, για να το φάνε για κολατσιό, για ν’ αναντρανίσουνε και ν’ αντέξουνε ώστενα που θα δείχνανε μεσημέρι τα χωραφακιανά ρολόγια, κείνουνα του καιρού, απού ήτανε ο τζομπόμηλος, απού είναι η κορυφή του βουνού, απάνω από την Αγία Τριάδα, κι οι βάρδιες απού είναι στο Σταυρό, τα γρεμνά απάνω από το σπήλιο του Λέρα, απού όπως ελέγανε πως σαν έφευγε ο δροσιός αποκεί, ήτανε μεσημέρι. Ετσά το βγάνανε οι προγόνοι μας το ευλογημένο ψωμάκι, με ιδρώτες και κόπους, όπως ακριβώς είχε πει ο Θεός στον Αδάμ, όταν «εξεβλήθη του παραδείσου της τρυφής».
Μα δεν είχανε βέβαια οι μήνες μόνο δουλειές κι οι υποχρεώσεις, και για τούτονα βέβαια είχανε γνοιαστεί οι σοφοί πατέρες τσ’ εκκλησίας μας κι οι συναξαριστές τση. Κι είχανε κατάταξη γι’ αυτό το όνομα από το νέφος των Μαρτύρων, και Αγίων, τσ’ εκκλησίας μας στσι ημερομηνίες ουλουνού του ετήσιου κύκλου, όπως τσοι Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, απού πολλές απ’ αυτές τσοι ξεχωρίζομε ακόμη κι εδά σα χρονιάρες μέρες που σ’ αυτές τσ’ εορτές συγκεντρωνούντανε συγκούρμουλες οι γι οικογένειες και χαιρούντανε αναμεταξύ των κι αγαλλόντανε κάθε φορά. «Πανοικί» όπως γράφουνε οι Πράξεις των Αποστ. 16, 34 γι’ αυτό κιόλας τσοι λέγανε κι οικογενειακές εορτές τοτεσάς. Την εποχή κείνηνα απού καθοδηγούσε τσ’ αθρώπους η φυσική πορεία στη ζωή, και πορπατούσαν γι’ άθρωποι τη στράτα τση με σύνεση και με λογική, και δεν εθελοτυφλούσανε παρασερμένοι από τα φθαρτά πρόσκαιρα κι εφήμερα μονοπάθια τση διαστροφής απού δημιουργούνε πολλοί και διάφοροι λόγοι και τ’ αδιέξοδα τσ’ ευμάρειας κι αναγνωρίζανε, πως η γι οικογένεια είναι μονόδρομος για την ευτυχία των αθρώπω.
Κι ύστερα από το σύντομο αυτό ξεστράτισμα μου, από το καλωσόρισμα του πρώτου καλοκαιρινού μήνα Ιούνη, απού με παρέσυρε άθελα μου κι έμενε η γι επικαιρότητα. Αντιγαέρνω το λοιπός και συνεχίζω με τσοι καθορισμένες ετήσιες εορτές και πανηγύρια, απού τη φετινή χρονιά τουτοσές ο μήνας εκτός από τσοι καταδικές του εορτές έχει παρμένες και τη μερίδα του λέοντος, όπως λένε, από τσοι λαμπριάτικες κινητές εορτές. Απ’ ούλο το χρόνο ούλες τούτεσας οι εορτές ήτανε σαν δροσερές οάσεις ανάπαυσης ψυχικής και πνευματικής, από τη σκληρή και δύσκολη ζωή των αθρώπω κείνουνα του καιρού, γι αυτό κι ο βίος τωνε δεν έμενε ανεόρταστος. Γιατί κάθε τόσο, τσοι καλούσανε οι καμπάνες κάποιας εκκλησίας, για να συμπροσευχηθούνε, κι ύστερα, απολούτρουγα, πότε με τη ταπεινή σαρδέλα να πιούνε το κρασάκι τωνε και ν’ ανταλλάξουνε ευκές και καλημέρες με τσ’ άλλους κοντοχωριανούς και χωριανούς πανηγυριώτες στα μικιά και ξωτάρικα πανηγυράκια. Και πότε ν’ απλωθούνε οι συντροφιές στσ’ απλοχωράδες του μοναστηριού τσ’ Αγίας Τριάδας κάτω από τσοι δροσιούς τω δέντρω. Καλή ώρα όπως τούτηνε την εποχή, κι ύστερα να σκορπιστούνε στσοι υπαίθριους καφενέδες στσ’ εσωτερικούς χώρους του μοναστηριού για να ξεσπάσουνε στο πανηγυριώτικο γλέντι και να χαρούνε τη ταπεινή ντωνε ζωή. Να χαρούνε ακόμα και να καμαρώσουνε οι γέροι, τα παιδάγγονα ντωνε, οι νιοι τη λεβεδιά ντωνε κι οι κοπελιές να τέρπουνε με τα νάξια και τη τσαχπινιά ντωνε ούλους τσοι πανηγυριώτες. Κι ούλοι ν’ αποθηκεύουνε εικόνες άφθαστου κάλλους τούτεσας τσ’ ώρες στσοι χώρους των αναμνήσεων τωνε απού ‘ναι μεγάλο αποκούμπι στα γεράματα και καλή συντροφιά τσ’ ώρες της μοναξιάς. Όπως καλή ώρα εδά απού η θύμηση μου κι εμένα μ’ έφερε στο γυρογιάλι, το παλιό καιρό απού την ημέρα τσ’ ανάληψης εκάναμε το πρώτο θαλασσινό μπάνιο μας, αφού πρώτα εμπανιάραμε τα γαϊδουρομούλαρα και τα μαρθιά μαζί. Κι ακόμα που αποβραδίς τω κληδόνω κείνουνα του καιρού τσοι τραβάγιες και τα χαχανητά απού εγροίκουνα στσοι γειτονιές του χωριού. Και μακαρίζω εδά τσ’ αθρώπους κείνουνα του καιρού απού κατέχανε να ζιούνε αν κι ήτανε αγράμματοι, φτωχοί, ταπεινοί και βασανισμένοι. Μα ήταν, όμως, η γι αλήθεια του Θεού άθρωποι πεποικιλμένοι από αρετές κι ηθικές αξίες. Στο σπίτι νοικοκύρηδες, στον έρωτα λεβέντες. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΝΤΩΝΕ. Καλωσόρισες Ιούνη, Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζητηχτοί.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Ζάλο – ζάλο = Βήμα βήμα
Μιας κοπανιάς = Μια στιγμή
Κατέει = Ξέρει
Κουζουλοπαίχνιδα = Τρελοπαίχνιδα
Τραβαγιάλω = Κάνω φασαρία
Ξαργητά = Αδράνεια
Οργο = Τμήμα αγρού για θερισμό
Κουντουρες = Δεμάτια από στάχυα
Χτήματα = Γαϊδάροι μουλάρια (υποζύγια)
Απαλωνια = Γύρω από τ’ αλώνι
Γροικούνται = Ακούγονται
Κολατσιό = Περίπου στις 10 η ώρα το πρωί
Μαστραπαδάκι = Μικρό δοχείο νερού
Ξεκατσουνιάζω = Ισιώνω
Ζυλοκούμπι = Είδος σπιτικού τυριού
Κουρούπι = Μικρό πιθαράκι
Μαρθιά = Οικόσιτα ζώα
Ανανατρανίζω = Ανασηκώνομαι
Δροσιός = Σκιά
Συγκουρμούλοι = Ολοι μαζί
Ξεστράτισμα = Παραμέρισμα
Αντιγαέρνω = Γυρίζω πίσω
Βατταλαλώ = φλυαρώ
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Ράπη – Στέλεχος δημητριακού (κριθάρι, στάρι)