Η περιοχή του Ψηλορείτη, εντάχθηκε σε ένα νέο πρόγραμμα της UNESCO με τη συμμετοχή τεσσεράρων ακόμη ελληνικών περιοχών με τον χαρακτηριστικό τίτλο τίτλο «Παγκόσμια Γεωπάρκα UNESCO» το οποίο εγκρίθηκε χθες στο Παρίσι.
Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής του πανεπιστημίου Αιγαίου Νίκος Ζούρος, διευθυντής του Μουσείου Απολιθωμένου Δάσους Σιγρίου Λέσβου, οποίος αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Επιτροπή Επιστημών όπου έγινε η συζήτηση και έγκριση της σχετικής απόφασης «παρά το βάρος των βάρβαρων τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι», η UNESCO αποδέχθηκε ομόφωνα τη δημιουργία του νέου προγράμματος του οργανισμού για τις Γεωεπιστήμες και τα Γεωπάρκα, (International Geoscience and Geoparks Program).
Πόσο σημαντική είναι όμως αυτή η απόφαση;
Όπως λέει ο κ. Ζούρος «στην επέτειο των 70 χρόνων από την ίδρυση της UNESCO, του διεθνούς οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών που δημιουργήθηκε για να υπηρετήσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών – μελών στα θέματα εκπαίδευσης, επιστημών και πολιτισμού και να συνεισφέρει στην εμπέδωση της ειρήνης στις καρδιές όλων των ανδρών και γυναικών του κόσμου και 43 χρόνια από την θέσπιση του Προγράμματος των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς (World Heritage Sites), το νέο πρόγραμμα καθιερώνει την αναγνώριση περιοχών που διαθέτουν περιοχές με ιδιαίτερη γεωλογική κληρονομιά που απολαμβάνει διεθνή αναγνώριση».
Στο νέο Πρόγραμμα εντάσσονται όλες οι περιοχές που ανήκουν σήμερα στο Παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων, που αντιστοιχούν σε 120 γεωπάρκα από 33 χώρες. Η απόφαση αυτή υποστηρίζει ο κ. Ζούρος πως «βρίσκει σήμερα την Ελλάδα, που ήταν από την έναρξη του θεσμού στην πρωτοπορία, σε μια ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση καθώς διαθέτει ήδη πέντε περιοχές που χαρακτηρίζονται πλέον «Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO».
Πρόκειται για το νησί της Λέσβου, την περιοχή του Ψηλορείτη, την περιοχή του εθνικού δρυμού Βίκου – Αώου, το Εθνικό Πάρκο Χελμού – Βουραικού και την περιοχή της Σητείας».
Ο καθηγητής εξηγεί ότι «τα Γεωπάρκα είναι περιοχές με σημαντική γεωλογική κληρονομία και πλούσιο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, οι οποίες μέσα από την προστασία της φύσης και την εκπαίδευση συμβάλλουν στην ανάπτυξη υπεύθυνου τουρισμού, ενισχύοντας την τοπική οικονομία και βιώσιμη ανάπτυξη. Ενώ η δημιουργία τους προτάθηκε ως ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης του αγροτικού χώρου το 2000 από τέσσερις φορείς διαχείρισης περιοχών που διαθέτουν σημαντικά γεωμνημεία, το Απολιθωμένο Δάσος Λέσβου, το Reserve Geologique de Haute Provence στη Γαλλία, το VulkanEifel στη Γερμανία, και το Maestazgo στην Ισπανία, που έθεσαν και τις βάσεις για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Γεωπάρκων».
Σημειώνεται ότι «όντας πρωτοβουλίες που πηγάζουν από τις τοπικές κοινωνίες, τα Γεωπάρκα αγκαλιάστηκαν από όλες τις ηπείρους και καλωσορίστηκαν θερμά από το σύνολο σχεδόν των 195 Κρατών Μελών της UNESCO, που ενέκριναν τη δημιουργία του τρίτου προγράμματος αναγνώρισης περιοχών διεθνούς αξίας του Οργανισμού (μετά τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς και τα Αποθέματα της Βιόσφαιρας)».
Ο κ. Ζούρος καταλήγει λέγοντας: «η αναγνώριση από την UNESCO όλων αυτών των περιοχών καταδεικνύει τον πλούτο της Ελληνικής γεωλογικής κληρονομιάς καθώς και την ιδιαίτερη αξία που έχει η γεωλογική, φυσική και πολιτισμική κληρονομιά των Ελληνικών Γεωπάρκων σε παγκόσμια κλίμακα. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τις μοναδικές ευκαιρίες και δυνατότητες που ανοίγονται μέσω της προβολής και της ορθολογικής τους διαχείρισης για την ανάδειξη τους σε τουριστικούς προορισμούς αριστείας για την προσέλκυση τουρισμού ποιότητας και τη βιώσιμη τοπική ανάπτυξη».