»Εκδήλωση τιµής και µνήµης στην Αθήνα για τον παπά Γιώργη Χιωτάκη
Βαθιά άνθρωπος του Θεού, πιστός, φίλος και δούλος των συνανθρώπων του, µαχητικός διεκδικητικός, φωνακλάς, έντονος, φιλαλήθης… µα πάνω από όλα παιδί στην ψυχή. Είναι µερικά από τα χαρακτηριστικά του παπά Γιώργη Χιωτάκη, του Σφακιανού ρασοφόρου, ιερέα µε αδιάλειπτη κοινωνία µε τους ανθρώπους πιστούς ή µη που δεν επέτρεπε στον εαυτό του να µείνει ούτε ένα ξωκκλήσι, µήτε µία εκκλησιά αλειτούργητη χωρίς καντήλια και κεριά αναµµένα.
Με τα βαριά του και ταλαιπωρηµένα στιβάνια, περπατούσε όλη την επαρχία Σφακίων για να βρεθεί στους ανθρώπους και στα ξωκκλήσια. Ταξίδευε σε όλη την Κρήτη µε ότι µέσο εύρισκε να τον κουβαλήσει, όπως ο ίδιος έλεγε, ακόµα και µε ωτοστόπ. Έδινε ραντεβού στο Ρέθυµνο ή στη Σητεία, στα Χανιά ή στον Αποκόρωνα και εκείνος βρισκόταν από τη µια στιγµή στην άλλη σε άλλο τόπο, σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Απλά και µόνο γιατί κάτι τον οδηγούσε σε κάποιον που είχε ανάγκη.
Η κόρη του Μαρία, ο γιος του Σήφης Χιωτάκης το τελευταίο από τα 12 παιδιά του παπά Γιώργη, είχαν πολλά να θυµηθούν.
Σήφης Χιωτάκης στα ‘‘Χανιώτικα Νέα’’, «…µια ζωή θυµάται τον εαυτό του, να αρατηρεί, να παρακολουθεί, να συνοδεύει τον πατέρα του. Πότε από τα ζάλα του, πότε από φωτογραφίες, πότε από τις εµπειρίες µου µαζί του, έστηνα µαντινάδες, επηρεασµένος σχεδόν πάντα από τα σοφά του λόγια ή τις προτροπές προς τους ανθρώπους που µιλούσε. Ο παπά Γιώργης, κουβαλούσε παιδική ψυχή πάνω του και πέθανε µε αυτή την παιδική ψυχή… Βλέποντας µία φωτογραφία που είναι σε µία παιδική χαρά στη Γερµανία, πάνω σε ένα παιχνίδι µαζί µε εγγόνια του που παίζει µαζί τους, µονολογώ, “Πόση αγάπη να βαστάς, και πόση πίστη θέλει, στην όψη να ‘σαι γέροντας και στην ψυχή κοπέλι”. Ο παπά Γιώργης έλεγε πάντα πως, “όση αξία έχει η ζωή ο θάνατος τη δίνει…”. Θυµάται που του έγραψε τη µαντινάδα: “Αν έχει αξία η ζωή, ο θάνατος τη δίνει, κι όσο σιµώνει η ώρα ντου, αξίζει µπλια κι εκείνη”».
Ο βραβευµένος από την Ακαδηµία Αθηνών δηµοσιογράφος , λαογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης, είπε στα Χανιώτικα Νέα ότι: «Μορφές σαν τον παπά Γιώργη σπάνια συναντάµε. Άνθρωπος πάνω από όλα, πάντα µπροστάρης στα µετερίζια των αγώνων. Προσωπικά τον γνώρισα στα πρώτα βήµατα της δηµοσιογραφίας και εκείνος ήταν στα πρώτα βήµατα της Ιεροσύνης. Εντυπωσιάστηκα από αυτό το χωρίς υποκρισία χαρακτήρα, τον γνήσια Σφακιανό και βαθιά ανθρώπινο, που ήξερε να λέει τα πράγµατα µε το όνοµα τους, δεν τον ενδιέφερε η κακία, αλλά και κανείς µεγαλόσχηµος. Ήθελε να λέει πάντα µεγάλες αλήθειες, δεν τον ενδιέφερε αν ενοχλούσε τους ισχυρούς αρκεί να έλεγε αυτό που πίστευε. Και αυτά που πίστευε ήταν βέβαια η δική του αλήθεια, που είναι όµως αλήθειες παγκόσµιες, πανανθρώπινες. Ήταν υποχρέωση µας να κάνουµε την εκδήλωση , να µνηµονεύσουµε τον παπά Γιώργη, τη ζωή και το έργο του, ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε για τους ανθρώπους, που αγωνίστηκε για τον τόπο του τα Σφακιά, ώστε να κρατήσουν την ταυτότητά τους. Αγωνίστηκε σε όλο το διάβα της ζωής του, µε και για τις αξίες και αυτό ήταν που θέλαµε να µεταφέρουµε µέσα από την εκδήλωση τιµής και µνήµης και να προβάλουµε αυτό το πρότυπο στην κοινωνία του Σφακιών και όχι µόνο. Να δείξουµε ποια είναι και πώς πρέπει να είναι τα πρότυπα».
Σε όσους τίµησαν τον παπά Γιώργη και βρέθηκαν στην εκδήλωση, ο Νίκος Ψιλάκης είπε πως ο παπάς ήταν: “∆ροµέας ακαταλάγιαστος. Άνοιγε ρηµαγµένες εκκλησιές, αναζητούσε µνήµες στα σπήλαια – κάποιες θεόκτιστες εκκλησιές, χωµένες στα σπλάχνα του βουνού, σπηλαιώδεις, είχαν χρόνια και χρόνια να λειτουργηθούν. Ο µαδαρίτης παπάς ανασήκωνε τα χώµατα, γύρευε ξεχασµένες εικόνες, αναζητούσε κόκαλα παλιών ασκητών, αναζητούσε ίχνη µαρτύρων και ηρώων, ίσως και να µην ξεχώριζε τους ήρωες από τους µάρτυρες. Γι’ αυτό κι όταν µιλούσε για το ίνδαλµα του, τον ∆ασκαλογιάννη, κατέβαζε απαλά το κεφάλι λες κι έκανε υπόκλιση στη µνήµη του. Έτσι τον γνώρισα. Παπά µέχρι το µεδούλι. Άνθρωπο που έµπαινε στα σπίτια, στις µάντρες, µιλούσε µε τους ακρίτες. Και πάντα βιαστικό. Είχε χειροτονηθεί λίγα χρόνια µετά την πτώση της Χούντας. Ένας φωτισµένος δεσπότης τον είχε ανακαλύψει εκείνα τα χρόνια στα Σφακιά. Ήταν πολύτεκνος. Βοσκός, αγρότης, και µελισσοκόµος. Γράµµατα πολλά δεν εκάτεχε. Μα ο δεσπότης είδε στα µάτια του εκείνη τη λάµψη που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίσουν. – Θα σε χειροτονήσω παπά… Και τον χειροτόνησε… Ξεσηκώθηκαν κάποιοι, χίλια προσχήµατα βρήκαν («µα είναι δυνατόν να χειροτονούνται παπάδες χωρίς προσόντα; Χωρίς εκκλησιαστική παιδεία; Τόσες ιερατικές σχολές υπάρχουν…») ∆εν ήξεραν, ίσως, ότι οι Παπά Γιώργηδες των Σφακιών δεν βγαίνουν από σχολές”.
Όπως είπε ο οµ. καθηγητής του Ε.Μ.Π Γιάννης Πολυράκης, «…όλοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του παπά Γιώργη Χιωτάκη έναν άνθρωπο µε ιδανικά, αξίες, αγωνιστικότητα και πολύ αγάπη για τον συνάνθρωπό του. Μνηµόνευσε µάλιστα ότι είχε κοινωνική παρέµβαση και δράση στην «Ένωση Σφακιανών Παπάδων» (µαζί µε τον Νικόλαο Γιαννουλάκη, τον Μιχάλη ∆αµανάκη, τον Νικόλαο Παπαδόσηφο, τον Κωνσταντίνο Χοµπίτη) και πρωτοστάτησε σε κινητοποιήσεις κατά της ξενοκρατίας και της δουλοπρέπειας, για µιαν Εκκλησία που αγκαλιάζει τους ανθρώπους. Πατέρας 11 παιδιών, νοιάστηκε για το δηµογραφικό, για τη Σφακιανή υφαντική, τη µελισσοκοµία, την επιδότηση των ζωοτροφών.
Μιλώντας στα Χ.Ν για τον ρασοφόρο αντάρτη, καλό και πιστό φίλο του Αγίου Πορφυρίου ο οποίος ερχόταν να τον επισκεφτεί στα Χανιά και στα Σφακιά, ο ερευνητής, συλλέκτης Ευτύχης Τζιρτζιλάκης µνηµόνευσε την αγάπη που είχε ο παπά Γιώργης στους ανθρώπους «Ένιωσα τυχερός που τον γνώρισα. Γνωρίζοντας ο ίδιος την καταγωγή µου από τον Άη Γιάννη Σφακίων, µε παρότρυνε συνέχεια να αναστήσω τα πατρογονικά µου. Όποτε βρισκόµαστε µου ζητούσε να κάνω τον ψάλτη και αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι όταν τον συνάντησα σε µία εκδήλωση τη δεκαετία του 1990 τότε που κάποιοι αρµόδιοι σκεφτόντουσαν να κάνουν την Γαυδοπούλα σταθµό διακοµιδής κοντέινερ. Μία τέτοια κίνηση θα χαλούσε το νησί, το περιβάλλον, θα υπήρχε και µόλυνση. Τότε είδα τις αντιδράσεις του παπά Γιώργη και µε τη συµπεριφορά του κατάλαβα πώς θα ήταν οι επαναστάτες την εποχή του ∆ασκαλογιάννη. Είδα τον παπά που σήκωσε τα ράσα του, πήδηξε, ανέβηκε πάνω στο τραπέζι, έβγαλε µία φωνή, απευθύνθηκε σε όλους µε µία στεντόρεια έντονη φωνή, από συναίσθηµα βροντώδης και τους είπε «Λέτε για µόλυνση. Η µεγαλύτερη µόλυνση είναι τα ψώµατα». Ήταν σαν να βλέπεις σε µία µηχανή του χρόνου έναν επαναστάτη της εποχής του δασκαλογιάννη».
Ο ιερέας πνευµατικοπαίδι του παπά Γιώργη Φιλάρετος Ζαχαριουδάκης από τη Σητεία, την οποία συχνά επισκεπτόταν ο σεβαστός Σφακιανός ρασοφόρος, µίλησε για τον παπά, τον άνθρωπο που είχε τους πάντες στη σκέψη του και στο νοιάξιµο του. «Συµµετείχε σε όλα τα προβλήµατα που του εµπιστευόντουσαν, που µάθαινε για τους συνανθρώπους του. Μια φορά είµαστε µαζί στο χωριό του στα Σφακιά, στα ∆οµικιανά, πονούσε η µέση του κι όλοι προσπαθούσαµε να τον πείσουµε να πάει στο γιατρό. Ο ίδιος αρνιόταν κι έλεγε, θα κάνουµε πρώτα ευχέλαιο, θα µυρωθώ κι αν δεν µου περάσει τότε θα πάω στο γιατρό». Τον γνώρισε όταν ο ίδιος δεν είχε ακόµα χειροτονηθεί κι όπως λέει: «Αισθάνοµαι ευγνώµων, συγκινούµαι όταν θυµάµαι τα δύο πολύ ιδιαίτερα στοιχεία πάνω του. Το χαµόγελο του που ταυτόχρονα έκλεινε τα µάτια του και τα δάχτυλα των χεριών του που είχαν µία ιδιαίτερη αίσθηση και µορφή. Μπορώ να θυµηθώ πολλά πράγµατα. Αυτό που µου είχε κάνει εντύπωση ήταν όταν πηγαίναµε µε το αυτοκίνητο στη Σητεία, µου έλεγε ότι, «εγώ και εσύ είµαστε ένα και όποτε λέω εγώ σηµαίνει εσύ και όποτε λέω εσύ σηµαίνει εγώ». Αυτό δείχνει πόσο ο παπά Γιώργης ταυτιζόταν µε τον άνθρωπο και µετείχε στα θέµατα του και έδινε όλη την καρδιά του σε αυτό».
Πρόσωπο της αληθινής µας πίστης, της ιεροσύνης, της αληθινής ορθοδοξίας υπήρξε ο παπά Γιώργης Χιωτάκης σύµφωνα µε τον πρόεδρο της Ένωσης των Απανταχού Σφακιανών Μανούσο Μανούσακα (Βλαντά) «…τίµησε τα Σφακιά, τους Σφακιανούς, τον θυµόµαστε όσοι τον γνωρίσαµε µε πολύ ζεστασιά, του οφείλουµε πολλά και τέτοιους ιερείς τους έχει ανάγκη ο τόπος µας, το νησί µας η Ελλάδα. Θα υπάρχει πάντα στο µυαλό µας διότι έχουµε πολλά να διδαχτούµε από τη βιωτή του παπαΓιώργη µας», ανέφερε στα Χ.ν.
Ο δηµοσιογράφος Γιώργος Πατρουδάκης µιλώντας στην εκδήλωση είπε πως ο παπά Γιώργης έλεγε: «Οι ανήµποροι και οι βασανισµένοι έχουν ανάγκη την εκκλησία, οι γλεντιστάδες και οι πιωµένοι. Οι ενάρετοι δεν χρειάζονται ούτε θεία κοινωνία ούτε συµβουλές. Πρέπει να βλέπουµε την εκκλησία σαν το πατρικό µας και όχι σαν ένα χώρο αυστηρό γεµάτο απαγορεύσεις… Όσο τον βαστούσαν τα πόδια του, δεν είχε σταµατηµό. ∆ιένυε τεράστιες αποστάσεις για να µη µείνει κανένα χωριό αλειτούργητο και κανείς Άγιος παραπονεµένος. Τις µέρες του Πάσχα πέρναγε έναν πεζοπορικό Γολγοθά, χωρίς βέβαια ο ίδιος να το αντιλαµβάνεται έτσι… Στο χωριό µου το Λουτρό του διέθεταν µε την καρδιά τους δωµάτια, αλλά αυτός αρνιόταν ευγενικά λέγοντας στον έναν, ότι θα µείνει στον άλλον. Γι’ αυτό κουβάλαγε συχνά µαζί του έναν σάκο ζωοτροφών µε κλινοσκεπάσµατα. Τα έστρωνε στο πάτωµα της Παναγίας και έθετε».
Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Άγιος Πορφύριος γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Ο φίλος του ο παπαΓιώργης, ευλογήθηκε να χειροτονηθεί ∆ιάκονος στις 20 Φεβρουαρίου και να κοιµηθεί στις 20 Φεβρουαρίου. Φίλοι αγαπηµένοι µε σεβασµό και πνευµατική ζέση µεταξύ τους.