Καθώς η εύρυθμη λειτουργία των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών εξαρτάται από την επαρκή τροφοδοσία τους με ενεργειακούς πόρους καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική η ασφαλής προμήθειά τους με τους πλέον ενδεδειγμένους τρόπους.
Δεδομένου όμως ότι τα ορυκτά καύσιμα έχουν καταστεί πλέον στρατηγικοί φυσικοί πόροι και οι χώρες οι οποίες τα κατέχουν τα χρησιμοποιούν για να επιτύχουν ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους είναι πρωταρχικής σημασίας σήμερα για μία χώρα η εξασφάλιση κατά το δυνατόν μεγαλύτερης ενεργειακής ασφάλειας και επάρκειας. Η επίτευξη ικανοποιητικής ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας σε μία χώρα εξαρτάται από τα ενεργειακά αποθέματά της, αλλά και από την ενεργειακή πολιτική της. Η χώρα μας βρίσκεται σήμερα σε μία σημαντική γεωστρατηγική θέση μέσω της οποίας θα μπορεί να διασφαλιστεί στο μέλλον η τροφοδοσία της Δυτικής Ευρώπης με πετρέλαιο και φυσικό αέριο τα οποία θα διέρχονται και από την Ελλάδα.
Πώς όμως θα μπορέσει η Ελλάδα να αυξήσει την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλειά της; Ποιες προτεραιότητες θα πρέπει να έχει η ενεργειακή πολιτική της χώρας ούτως ώστε να διασφαλίζεται η τροφοδοσία μας σε ενέργεια και ενεργειακά προϊόντα σε ικανοποιητικές τιμές και ταυτόχρονα να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι να παρατηρηθεί έλλειψη των απαραίτητων ενεργειακών πόρων;
Οι ενεργειακοί πόροι που διαθέτει η χώρα περιλαμβάνουν
Α) Τον λιγνίτη
Β) Τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Γ) Το πετρελαϊκό κοίτασμα στο βόρειο Αιγαίο από το οποίο έχει ανακτηθεί το μεγαλύτερο μέρος του.
Σοβαρές ενδείξεις ύπαρξης αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διάφορα σημεία της χώρας, κυρίως υποθαλάσσια, υπάρχουν και έχουν τεκμηριωθεί σήμερα. Η δυνατότητα οικονομικής ή μη εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αυτών θα εκτιμηθεί αργότερα και είναι συνάρτηση των εμπεριεχομένων στα κοιτάσματα ποσοτήτων και της δυσκολίας εξόρυξής τους καθώς και των διεθνών τιμών των καυσίμων αυτών.
Με τα δεδομένα αυτά οι προτεραιότητες της ενεργειακής πολιτικής της χώρας θα μπορούσαν να είναι:
1. Η ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ
Η καλύτερη ενεργειακή πηγή που έχουμε είναι η ενέργεια που δεν χρησιμοποιούμε, δηλαδή η εξοικονομούμενη ενέργεια. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει, λοιπόν, να δίδεται στην εξοικονόμηση ενέργειας σε όλους τους τομείς, στα κτήρια, στη βιομηχανία, στη γεωργία, στις μεταφορές κ.ά. Όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 40% περίπου της συνολικά δαπανόμενης ενέργειας καταναλώνεται στα κτήρια. Δυστυχώς μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισαν στη χώρα μας συστηματικά οι προσπάθειες εξοικονόμησης ενέργειας στα κτήρια είτε με τη λήψη θεσμικών μέτρων (υποχρέωση ενεργειακής επιθεώρησης κτηρίων) ή με τη χορήγηση οικονομικών κινήτρων – επιδοτήσεων (μέσω του Ε.Σ.Π.Α.) για την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμισή τους. Παράλληλα γίνονται πολλές προσπάθειες για την ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων κτηρίων.
2. Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΙΓΝΙΤΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Ο λιγνίτης συμβάλλει σημαντικά σήμερα στην παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα και ίσως θα συνεχίσει να συμβάλει για πολλά χρόνια ακόμα. Καθώς διαθέτουμε μεγάλα και εύκολα εξορύξιμα κοιτάσματα λιγνίτη από τα οποία μπορούμε να παράγουμε σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για τις ερχόμενες δεκαετίες σε ικανοποιητικές τιμές αυτός θα πρέπει να αποτελεί ένα σημαντικό εγχώριο ορυκτό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρισμού στη χώρα. Το μεγάλο μειονέκτημα της χρήσης του λιγνίτη είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του στις περιοχές εξόρυξης και καύσης του καθώς και με την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα. Για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα έχομε δεσμευθεί σαν χώρα με διεθνείς συμφωνίες να τις μειώσουμε διαφορετικά θα πρέπει να πληρώνουμε πρόστιμα που σχετίζονται με την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής του αερίου αυτού. Παρά τα περιβαλλοντικά αυτά προβλήματα ίσως για αρκετά χρόνια ακόμη ο λιγνίτης θα συνεχίζει να αποτελεί ένα εγχώριο ορυκτό καύσιμο, το οποίο για πολλούς λόγους θα είμαστε αναγκασμένοι να το χρησιμοποιούμε και σταδιακά να μειώνουμε τη χρήση του καθώς θα αυξάνουμε τη χρήση άλλων εγχώριων ενεργειακών πόρων όπως οι ΑΠΕ.
3. Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και ιδιαίτερα η ηλιακή και η αιολική ενέργεια αφθονούν στη χώρα μας και χρησιμοποιούνται ήδη σε ικανοποιητικό βαθμό για την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού. Δεδομένου ότι αποτελούν ενδογενείς ενεργειακούς πόρους των οποίων η χρήση δεν δημιουργεί σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα μπορούν να καλύψουν στο μέλλον σημαντικό μέρος των αναγκών μας σε θερμότητα, ηλεκτρισμό και καύσιμα οχημάτων (Ηδη η υδροηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται αρκετές δεκαετίες για τη παραγωγή ηλεκτρισμού). Η αύξηση της χρήσης των ανανεώσιμων αυτών ενεργειακών πηγών θα μπορέσει σταδιακά να μειώσει τη χρήση των εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων (του πετρελαίου και του φυσικού αερίου) μειώνοντας έτσι την ενεργειακή μας εξάρτηση και αυξάνοντας την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκειά μας. Καθώς θα βασιζόμαστε πλέον περισσότερο σε εγχώριους ενεργειακούς πόρους (λιγνίτης, ΑΠΕ) και λιγότερο σε εισαγόμενους (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) θα βελτιωθεί η ενεργειακή μας αυτάρκεια και ασφάλεια χωρίς να απειλούμαστε όσο παλαιότερα από τη διακοπή της τροφοδοσίας μας σε ορυκτά καύσιμα που θα μπορούσε να προκύψει λόγω γεωπολιτικών αναταραχών, πολεμικών συρράξεων ή γι’ άλλους λόγους. Ευτυχώς για μας το κόστος παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ μειώνεται περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την τεχνολογία έτσι που η χρήση των τεχνολογιών αυτών σταδιακά γίνεται οικονομικά πιο ελκυστική και αποδοτική.
4. Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ
Η κατανάλωση ενέργειας στις μεταφορές αντιστοιχεί σήμερα στο ένα τρίτο περίπου της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στη χώρα μας και οι δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών είναι δυσκολότερες συγκρινόμενες με τις δυνατότητες που υπάρχουν στα κτήρια. Ταυτόχρονα τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές βασίζονται κυρίως στους υγρούς υδρογονάνθρακες (και σε πολύ μικρό βαθμό σε αέριους) τους οποίους εισάγουμε. Συνεπώς οι δυνατότητες είτε χρησιμοποίησης εγχώριων ενεργειακών πόρων ή σημαντικής εξοικονόμησης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών είναι μικρές για την Ελλάδα. Ευτυχώς οι δυνατότητες χρήσης ηλεκτρικών οχημάτων σήμερα αντί των παραδοσιακών με μηχανές εσωτερικής καύσης είναι μεγάλες και αυξάνονται συνεχώς καθώς η ανάπτυξη των τεχνολογιών αυτών έχει επιταχυνθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Σαν αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι να προσφέρονται στην αγορά ηλεκτρικά οχήματα σε υψηλότερες μεν τιμές σε σχέση με τα παραδοσιακά, αλλά όχι τόσο υψηλές όσο παλαιότερα. Ταυτόχρονα η τεχνολογία των συσσωρευτών έχει εξελιχθεί αρκετά έτσι που προσφέρονται σήμερα μπαταρίες με δυνατότητα αυτοδυναμίας κάποιων εκατοντάδων χιλιομέτρων. Οι μπαταρίες αυτές φορτίζονται από το ηλεκτρικό δίκτυο και μπορούν να φορτισθούν με ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή ή η αιολική ενέργεια. Συνεπώς η αυξανόμενη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων με μπαταρίες (και όχι με κυψέλες καυσίμου για τις οποίες η κυκλοφορία εμπορικών οχημάτων είναι ακόμη περιορισμένη) μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια τη μείωση της εξάρτησής μας από εισαγόμενους υγρούς υδρογονάνθρακες, δηλαδή τη βελτίωση της ενεργειακής μας ασφάλειας και επάρκειας. Για τη μεγαλύτερη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων στη χώρα απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές στον τομέα της φορολογίας τους και των υποδομών για τη φόρτιση των μπαταριών τους.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει Ενεργειακή και Περιβαλλοντική Τεχνολογία
στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.