Η πρώτη φορά που γνώρισα τον έμμετρο σατιρικό λόγο ήταν γύρω στο 1946 με 1947.
Πήγαινα, τότε, στο Α’ Γυμνάσιο Ηρακλείου κι ο σπιτονοικοκύρης μου, πού ήταν αριστερός, έφερνε κατά διαστήματα στο σπίτι, κρυμμένη στις μέσα τσέπες του σακακιού του, μια εφημερίδα μικρού σχήματος, που δεν θυμούμαι τον τίτλο της. Τη διάβαζε με ενδιαφέρον και ύστερα την έδινε και σε μένα να τη διαβάσω.
Η εφημερίδα, είχε πολλά ποιητικά κείμενα, σατιρικά, τα οποία καταδίκαζαν την τότε κατάσταση και πρόβαλλαν τους αγώνες, τα οράματα και τα αιτήματα των αριστερών. Ήταν κείμενα φορτισμένα που μου άρεσαν και τα διάβαζα με ευχαρίστηση.
Η δεύτερη φορά που… πήγα να γνωρίσω το σατιρικό λόγο έγινε πολύ αργότερα. Φοιτούσα, τότε στην τετάρτη τάξη του Γυμνασίου (σημερινή πρώτη Λυκείου). Ένας θίασος είχε κατεβεί από την Αθήνα για να παρουσιάσει τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη. Οι φίλοι μου στην τάξη ήσαν ενθουσιασμένοι επειδή θα παρακολουθούσαν την παράσταση που όπως έλεγαν είχε πολλά… πονηρά υπονοούμενα. Εγώ δεν είχα χρήματα για το εισιτήριο του θεάτρου και σκέφτηκα να πάω στη Βικελαία Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου να διαβάσω τουλάχιστον το κείμενο. Και «αμ’ έπος αμ’ έργον».
Διευθυντής στη Βικελαία ήταν ο αείμνηστος Νικόλαος Σταυρινίδης, με τον οποίο είχα γνωριστεί, με είχε κατά κάποιο τρόπο υπό την προστασία του και μου πρότεινε για διάβασμα, όταν πήγαινα στη Βιβλιοθήκη, τα καλύτερα έργα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας κι εγώ ποτέ δεν έλεγα όχι.
Εκείνη την ημέρα, μόλις με είδε σηκώθηκε να μου φέρει το βιβλίο που μελετούσα και δεν το είχα τελειώσει. Τον σταμάτησα όμως λέγοντάς του ότι ήθελα να διαβάσω τη Λυσιστράτη.
Ακούγοντας την επιθυμία μου, έδειξε κάπως έκπληκτος, με κοίταξε καλά – καλά και ύστερα χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο αναφώνησε:
Τι είπες μωρέ; Ποια Λυσιστράτη μου ζητάς; Διάβασες του Καρκαβίτσα το «Γιούσουρι» ή του Παπαδιαμάντη τους «Εμπόρους των Εθνών» και μου ζητάς Αριστοφάνη; Να το βγάλεις από το μυαλό σου… Λυσιστράτη δεν έχει! Και χωρίς άλλη κουβέντα πήγε στο χώρο των βιβλίων και μου έφερε το γνωστό μου βιβλίο .
Το πήρα, μπήκα στο αναγνωστήριο, μα είχα εκνευριστεί, το ξεφύλλισα λίγο και του το γύρισα πίσω.
Καταλαβαίνω πως έχεις στενοχωρεθεί, μου είπε, μα θα σου περάσει. Σου αρέσει το διάβασμα και θα ξανάρθεις. Τη Λυσιστράτη θα τη διαβάσεις αργότερα…
Και είχε δίκιο ο σοφός εκείνος άνθρωπος! Διάβασα πολλά, από Αρχίλοχο μέχρι Λασκαράτο και από Σουρή μέχρι τον Κονδυλάκη και τον Τσιφόρο…
Τώρα απολαμβάνω το «Αλάτι του Λόγου» του Παύλου Πολυχρονάκη. Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που ο σατιρικός λόγος του με έχει απασχολήσει. Από τα διηγήματα με «τα φαιδρά των φυλακών» και τα «φαιδρά, σκληρά κι ανάποδα των φυλακοεμπλεκομένων» ίσαμε τα πολλά ποιητικά, «η αλλιώτικη σάτιρα», «ο πιο κακός ο μαθητής», «Απαράδεκτοι και απαράδεκτα», για ν’ αναφέρω μόνο τους τίτλους 5 από τα 22 συνολικά πεζά και ποιητικά κείμενα που η ανεξάντλητη φλέβα του έχει δώσει στη δημοσιότητα, διαπιστώνω -και όχι μόνο εγώ- ότι ο Παύλος Πολυχρονάκης είναι γεννημένος σατιρικός.
Ο λόγος του είναι καυστικός και μαζί ανθρώπινος. Το ομολογεί ο ίδιος:
«…Με το που βλέπω αδικιά πάντα πονεί η ψυχή μου
κι αν δείρω με τη σάτιρα αλί και τρισαλί μου
νιώθω σαν με μαστίγιο να δέρνω το κορμί μου».
Παρ’ όλα αυτά, ελέγχει, προβληματίζει και επομένως, εξανθρωπίζει. Δηλαδή, βοηθά ν’ αποκτήσομε περισσότερη Δημοκρατία, περισσότερη ανθρωπιά και περισσότερη Ελευθερία.
Αν δεχτούμε ότι οι σατιρικοί συγγραφείς με το να «εμπαίζουν την έλλειψη μέτρου, τη μεγαλομανία, την αυταρέσκεια, το ναρκισσισμό, την οίηση και τη ματαιοδοξία, ασκούν ένα ρόλο παιδευτικό, δημόσιας σωτηρίας και εξυγίανσης», τότε τα κείμενα του Πολυχρονάκη επιτελούν έργο ιδιαίτερα σημαντικό. Προκαλούν αντίλογο που απομυθοποιεί καταστάσεις και βοηθά στην εξάλειψη των ταμπού της δημόσιας ζωής.
Το πρόσφατο έργο που έδωσε στην κυκλοφορία (δεν λέω το τελευταίο), με τον εκφραστικό τίτλο «Το Αλάτι του Λόγου», στις 139 μεγάλου σχήματος σελίδες του, περιλαμβάνει 192 έμμετρα σατιρικά κείμενα χωρισμένα σε 4 ομάδες [κοινωνική σάτιρα (42), πολιτική σάτιρα (25), λακωνική σάτιρα (20), σατιρικές αφιερώσεις (61) και σύγχρονη λιτή σάτιρα (44)].
Τα διάβασα με ξεχωριστό ενδιαφέρον, στάθηκα σε πολλές σελίδες, αλλού γέλασα και αλλού προβληματίστηκα. Παραθέτω το κείμενο «Ο Κουμανταδόρος:
«Την τελευταία έχω ’γω στο σπίτι μου, τη λέξη
κι είναι η λέξη, «συμφωνώ», σε ό,τι επιλέξει
η σύζυγός μου, που απλά… παίρνει τις αποφάσεις
Κι έτσι είμαι ’γω το αφεντικό σ’ όλες τις περιστάσεις».
Κάθε μια από τις παραπάνω ομάδες του βιβλίου, αλλά και κάθε ποίημα, χρειάζεται περισσότερη ανάλυση, αλλά ο χώρος της φιλόξενης εφημερίδας δεν επαρκεί. Θα μπορούσα να παραθέσω πάρα πολλά αποσπάσματα για να στηρίξω όσα αναφέρω, όμως θα αδικούσα το βιβλίο. Το «Αλάτι του Λόγου» περιμένει απλά τους αναγνώστες του να το χαρούν…