M’ ένα ζωάκι ξωτικό παρέα θε να νιώσουν και πήρανε κροκόδειλο να τονε μεγαλώσουν.
Μα όταν ήτανε μικιό πολλοί καλαμπουρίζαν και όσο εμεγάλωνε απού το φόβο αφρίζαν.
Και να που έγινε θεριό με ένα μέτρο στόμα, τα ντόδια ντου των έδειχνε και βγαίνανε στο δώμα.
Μέσα σε μιαν αργαδινή το στόμα θα του κλείσουν και εις τσοι Πέντε Ποταμούς θα πα να τον αφήσουν.
Και κει δα βρίστει τη χαρά όξω απ’ τη μπισίνα και όλο βόλτες έκανε μα τα πέρνα φίνα.
Ούλος ο κόσμος το ’μαθε ετούτο το χαμπέρι, το Σηφαλιό στσοι Ποταμούς λιάζεται μεσημέρι.
Παγίδες εστελειώσανε λογιώ – λογιώ οι φάκες, μαντολαρνάκια έτρωε και τσοι πέρνα για βλάκες.
Μα ’κανε βόλιτες των έβαλε έναν όρο, να βλέπουνε τη φάτσα του μόνο απ’ το δορυφόρο.
Μα δε μπερίμενε ποτές σε ντούτο το μπλανήτη, πως θα ’ρθει κρούσταλλο νερό από τον Ψηλορείτη.
Μέρες πολλές δε λιάστηκε κι έμενε χωημένος κι από κρυοπαγήματα εψόφησε ο καημένος.
Μα σαν εγίνηκε γνωστό ετούτο το χαμπέρι πολλοί γυρέψανε να γδουν η μέρα τι θα φέρει.
Στο άψυχο το σώμα του θα κάνουν νεκροψία, να γδουν το κρύο έφταιγε γή κιαμιάν άλλη αιτία;