«Θρασάκι, Θρασάκι!» βροντοφώναξε αγριεμένος ο καπετάν Μιχάλης. Είχε ξυπνήσει στραβά εκείνο το πρωί και όλοι του έφταιγαν πρώτος απ’ όλους ο γιoς του.
Είχε δει τις βραδινές ειδήσεις στην τηλεόραση και είχε θυμώσει με τον Τούρκο σουλτάνο που κρατούσε, λέει, όμηρους δυο Έλληνες στρατιωτικούς και κάθε τρεις και λίγο «γαύγιζε» αγριεμένα στον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου.
Η γυναίκα του, η οποία γνώριζε τι σκεφτόταν, δειλά-δειλά τον ρώτησε ποιος του ‘φταιξε αφού ήξερε ότι του άρεσαν τα τουρκικά σίριαλ και το survivor, που ήταν τουρκική παραγωγή. Τα έβλεπαν μαζί κάθε βράδυ σε σημείο, μάλιστα, ο καπετάνιος να έχει μάθει αρκετές τουρκικές λέξεις. «Δουλειά σου εσύ!», έλαβε την αποστομωτική απάντηση κι εξαφανίστηκε να μην την πάρει η μπόρα.
Εν τω μεταξύ, εμφανίστηκε το Θρασάκι τρεμάμενο μπροστά του και ο καπετάνιος του έδωσε διαταγή να φωνάξει εκείνον τον γελοίο Τούρκο, την Εφεντίνα Καβαλίνα, τον μόνιμο τζουτζέ του.
«Τώρα θα δείξω εγώ του άπιστου πόσα απίδια βάζει ο σάκος! Αυτός θα τα πλερώσει μαζεμένα για τον αφέντη του», γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο ανταριασμένος Κρητίκαρος.
Ο κατατρομαγμένος τζουτζές κατέφθασε τάχιστα και εξαφανίστηκε στο υπόγειο. Καλού-κακού κλείδωσε την πόρτα και άφησε τον καπετάν Μιχάλη απ’ έξω να βρίζει και να απειλεί ότι θα τον στείλει να συναντήσει τον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα. Η Εφεντίνα Καβαλίνα ήξερε τι τον περίμενε κι έτσι άρχισε τα παζάρια: θα του έδινε το μικρό σπίτι που είχε στο μόλο μαζί με δυο κατσίκες. Ανένδοτος ο καπετάν Μιχάλης. Του πρότεινε να πάρει και το στάβλο με το γαϊδούρι του. Κλονίστηκε ο καπετάν Μιχάλης. Πάλι όμως δεν υποχώρησε. Επέμενε ο Τούρκος και του είπε ότι θα του κανόνιζε να τα βρει με την Εμινέ χανούμ. Αυτό ήταν! Μέρωσε και γλυκάθηκε ο καπετάνιος. «Άφερημ!», φώναξε με ικανοποίηση.
Η πόρτα άνοιξε, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά και αναφώνησαν αμφότεροι, ο πονηρός-δειλός Τούρκος και ο ηρωικός Κρητικός πολεμιστής, «καρντάση μου»! Ο καπετάνιος πρόσταξε να στρώσουν τρικούβερτο γλέντι για τον φίλο του.
«Μενέλαε, Μενέλαε! Ξύπνα. Είναι οκτώ η ώρα δεν θα σηκωθείς να πας να δουλέψεις;».
Άνοιξε τα μάτια του και είδε τη γυναίκα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έπιασε την πρησμένη κοιλιά του και σκέφτηκε, «Ουφ, εφιάλτης ήταν. Τελικά, ο βραδινός μουσακάς και το τζατζίκι μου ρήμαξαν το στομάχι και το… μυαλό!».