Ας μην ξεχνιόμαστε. Το θέμα είναι απλό: ένας άντρας που πλησιάζει τώρα τα βαθιά γηρατειά -κάτι που ή αποδέχεσαι μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα ή πολεμάς μέχρι τέλους- παίρνει το μπάνιο του σε μια λευκή έπαυλη στα Πυρηναία. Πολύ μακριά απ’ τον πόλεμο και τις φλόγες του. Περνάει τον καιρό του διαβάζοντας βιβλία -ένα για νάνους ταυρομάχους κι ένα άλλο για την ισπανική μοναρχία του Χρυσού Αιώνα- και σκιαγραφεί τις ζωές μιας σειράς από αλχημίστριες ντίβες. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε την άνεση ή τη βουλιμία του, το πώς μοιράζει τη ζωή του σε μια σειρά ελασσόνων απολαύσεων. Μαθηματικός που έγινε συνταγματάρχης, που έγινε ιστορικός, που έγινε ερημίτης, και που σ’ αυτή την όψιμη παιδική ηλικία παραδίνεται μάλλον στην ηδονή των μινιμαλιστικών, μοναχικών απολαύσεων.
Το θέμα είναι απλό, και γι’ αυτό σύνθετο. Η εκτέλεση είναι σύνθετη, και γι’ αυτό απλή. Αυτά σημείωσα δίπλα στο υπογραμμισμένο απόσπασμα. Πάνω κάτω αυτά σκεφτόμουν, από ένα σημείο και μετά, κάθε φορά που έκλεινα το βιβλίο, κάθε φορά που μια στιγμιαία απομάκρυνση του βλέμματος από το κείμενο έμοιαζε αναγκαία. Κάποια βιβλία καθορίζουν τον αναγνωστικό ρυθμό, είναι γνωστό αυτό. Η επιβράδυνση αποτελεί επίσης αρετή, και μάλιστα σπάνια. Όπως η επιτάχυνση συγχέεται συχνά με την κακή λογοτεχνία, έτσι και η επιβράδυνση ταυτίζεται ενίοτε με την στρυφνή, τη δύστροπη. Δεν είναι τέτοια η περίπτωση εδώ. Η λογοτεχνία που αγαπάει και υπηρετεί ο Φονσέκα είναι σαγηνευτική. Υπονοεί περισσότερα απ’ όσα δείχνει, με αποτέλεσμα τα αναγνωστικά διαλείμματα να είναι εξίσου μυθιστορηματικά. Άλλωστε, στα χαρακώματα της αποσπασματικότητας φυτρώνουν συχνά λαχταριστές ιστορίες, παίρνουν σάρκα και μορφή όνειρα φανταχτερά την ώρα που ο γύρω κόσμος -επιτέλους- λειώνει και ξεκαλουπώνεται. Αν ήθελε κάποιος να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για το μυθιστόρημα του Φονσέκα, παραμερίζοντας τον υποκειμενικό αντίκτυπο, τότε, πιθανολογώ πως θα έπρεπε να αναφερθεί στη χωροχρονική ρευστότητα, στις αναμνήσεις και τα γεγονότα, στην αλχημεία ανά τους αιώνες και στις σπείρες της ιστορίας, στην επινόηση του συνταγματάρχη και του αφηγητή, στη μονομαχία των δύο εν αγνοία του ήρωα, στη γλώσσα και τη μυθοπλασία, στη συναισθηματικά εγκεφαλική γραφή, στην έμπνευση, κυρίως σ’ αυτήν, πάντα σ’ αυτήν.
Φαντάζομαι τον Φονσέκα, γεννημένο το 1987, να διαβάζει ξανά και ξανά τα λόγια του Ρικάρντο Πίλια για το βιβλίο του: Ένα συναρπαστικό και αξέχαστο λεκτικό καλειδοσκόπιο. Σ’ εκείνον έστειλε το πρώτο του μυθιστόρημα ένα βράδυ αργά, με αφιέρωση -δημιουργώντας δύο κακέκτυπα πριν ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα του μελανιού-, κάπως δειλά και ύστερα από πίεση κάποιου κοντινού του προσώπου -δεν έχεις κάτι να χάσεις, του είπε επί λέξει- και μια μέρα -συνεχίζω να φαντάζομαι- βρέθηκε να διαβάζει ξανά και ξανά τις έξι αυτές λέξεις. Πώς να ένιωσε άραγε; Ο Πίλια ανήκει σε εκείνη την ολιγάριθμη κατηγορία συγγραφέων που δημιουργούν ένα ξεκάθαρο πριν και μετά. Ο Μπολάνιο θα είχε ενθουσιαστεί επίσης από το ντεμπούτο αυτό. Ο Μπολάνιο που με αμείωτη δίψα διάβαζε λογοτεχνία μέχρι το τέλος. Στην κατηγορία κι αυτός του πριν και μετά. Ο Φονσέκα ανήκει δικαιωματικά σε αυτό το μετά. Τα υπόλοιπα θα τα φέρει ο χρόνος.
Υπάρχουν κάποια μυθιστορήματα, όπως το παρόν, στα οποία ο συγγραφέας μοιάζει να μην περιλαμβάνει τίποτα το προσωπικό, σαν να μην τον αφορά η ιστορία που επιλέγει να διηγηθεί. Αρκετά συχνά αυτά τα μυθιστορήματα αποδεικνύονται άνευρα και εγκεφαλικά, διεκπεραιωτικά, καθώς η απουσία συναισθηματικής εμπλοκής από πλευράς συγγραφέα είναι ορατή. Καθ’ υπερβολή κάποιοι λένε πως η λογοτεχνία απαιτεί το αίμα των συγγραφέων, δήλωση που, παρά την κάπως αναχρονιστική υπερβολή της, περιλαμβάνει μια κάποια δόση αλήθειας. Η λέξη-κλειδί του συλλογισμού είναι το ρήμα μοιάζει: μοιάζει να μην περιλαμβάνει τίποτα το προσωπικό, μοιάζει να μην αφορά τον συγγραφέα συναισθηματικά, μοιάζει με εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Αυτά ισχύουν. Ισχύει όμως πως διαθέτει την πάστα της σπουδαίας λογοτεχνίας, και -συγχωρήστε μου τον αξιωματικό χαρακτήρα της δήλωσης αυτής- σπουδαία λογοτεχνία χωρίς την προσωπική εμπλοκή του δημιουργού δεν δύναται να υπάρξει. Ο συλλογισμός πρέπει κάπου να καταλήξει όμως. Σε όσα ειπώθηκαν υπέρ του βιβλίου θα προστεθεί και αυτό: η κατασκευή μιας σπουδαίας κρυψώνας. Ο Φονσέκα κρύβεται στις σελίδες του μυθιστορήματός του. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο Φονσέκα προσφέρει κρυψώνα και στον αναγνώστη, αν την επιθυμεί. Κρυψώνα για να ταυτιστεί, μια ήσυχη γωνιά για να κλάψει.
Τα πιο θερμά μας συγχαρητήρια για την πανέμορφη κριτική σας, κι ας τυγχάνω, σχεδόν, άσχετος με την υψηλή λογοτεχνία. Μα, γράφετε τόσο όμορφα, απλά, λιτά και με απίστευτη λεκτική πυκνότητα κα πληρότητα λόγου και, τις περισσότερες φορές, αντί να διαβάζω τα λογοτεχνικά έργα -μακάρι να μπορούσα πάντα- σαγηνεύομαι και δοκιμάζω μιαν ανεξήγητη ικανοποίηση από τα κείμενα των κριτικών και δοκιμιογράφων πάνω σε αριστουργήματα του πεζού λόγου και της ποίησης. Μ΄εντυπωσιάζει η διαπίστωση και συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτήν, πως “σπουδαία λογοτεχνία χωρίς την προσωπική εμπλοκή του δημιουργού δεν δύναται να υπάρξει”. Ωστόσο, θέλγει και ικανοποιεί αισθητικά και μια άλλη φράση του κειμένου: ” Ο Φονσέκα -συγγραφέας- κρύβεται στις σελίδες του μυθιστορήματός του”. Μολαταύτα, ας είμαστε ευχαριστιακά πρόσωπα, συν τοις άλλοις, γιατί η άπειρη αγάπη του Θεανθρώπου Χριστού, μοιράζει αφειδώς σ’ όλους μας δώρα και πολλά άλλα χαρίσματα, ικανότητες κι επιτηδειότητες που ομορφαίνουν τη ζωή μας και μας ενώνουν με τους άλλους, τους τρίτους, τους έτερους και διαφορετικούς συνανθρώπους μας. Πάντα χαίρομαι τα όμορφα, λιτά και πλήρη κείμενα των δημιουργών κάθε πνευματικού έργου και βέβαια, πάντα, την όμορφη γραφή του Γιάννη Καλογερόπουλου. Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ