Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου, 2024

Ο Σκύλος

Ολα άρχισαν το 1982, νωρίς ένα απόγευμα του Μάρτη, στο λιμάνι των Χανίων.
Οι γερασμένοι φύλακες, το φρούριο του Φιρκά και ο  φάρος, επιβλέπουν την είσοδο. Ο Βενετσιάνικος κυματοθραύστης, ακουμπισμένος πάνω στην συστάδα τα βράχια, κόβει κάθετα το πέλαγος.
Απέναντι ορθώνεται το κάστρο του Καστελλιού. Στην κορυφή του πρασινίζουν μερικά αλμυρίκια. Στην ρίζα του τα τούρκικα χαμόσπιτα, μαγαζιά με ξενόγλωσσες επιγραφές.
Το απαλό σκουροπράσινο κύμα, έγλυφε το μουράγιο. Στο βορά ο πόντος έπιανε τον ορίζοντα, σ’ όλο το πλάτος. Το πελαγίσιο αεράκι ευωδίαζε. Ο γκρίζος ουρανός, δεν απειλούσε, τα σύννεφα έπλεαν ψηλά. Τα περισσότερα κέντρα, δεν είχαν βγάλει ακόμα τραπέζια έξω. Λίγα τα τροχοφόρα, βάδιζες ελεύθερα.
Περπατούσα στην παραλία. Το λιμενικό περίπτερο, πιανόταν σαν κολιτσίδα από το μουσουλμανικό τέμενος. Το παραμόρφωνε. Όπως κάθε άνοιξη, είχαν βυθίσει στο νερό τους ογκόλιθους που το προστατεύουν από την τρικυμία.
Μπροστά μου πήγαινε ένας μικρόσωμος καλοβαλμένος κύριος, γύρω στα σαράντα. Συνόδευε τα περιποιημένα παιδάκια του, πεντέξι χρονών το καθένα. Από την μια μεριά τραβούσε από το χέρι το αγοράκι, από την άλλη το κοριτσάκι. Δεν τους ξαναείδα από τότε. Μάλλον δεν επρόκειτο για Χανιώτες. Τόσα χρόνια που πέρασαν, δεν θυμάμαι τις μορφές τους.
Ξαφνικά σταμάτησαν. Τα μικρά άρχισαν να φωνάζουν «σκυλάκι, σκυλάκι». Δείχνανε προς τη θάλασσα. Πλησίασα. Στο υγρό, χορταριασμένο πρεβάζι της προκυμαίας, ένα κάτασπρο λουλού Πομερανίας, αρσενικό, με φουντωτή ουρά, μας κοίταζε όλο ικεσία. Σαν άνθρωπος που ζητάει βοήθεια. Μη θέλοντας να μιλήσει με το στόμα, μιλούσε με τα μάτια. Κάποιος το είχε πετάξει στο νερό. Δεν έφτανε να ανεβεί επάνω. Ο κύριος στράφηκε προς εμένα.
– Σας παρακαλώ, επειδή κρατάω τα παιδιά και δεν μπορώ να τα αφήσω (sic), μήπως είναι εύκολο να βγάλετε εσείς το σκύλο; Δεν έχω εξοικειωθεί με αυτούς τους τετράποδους συντρόφους του ανθρώπου. Δεν γινόταν όμως, να αφήσω το ζώο αβοήθητο. Γονάτισα και έσκυψα να τον πιάσω. Η πρώτη μου προσπάθεια απέτυχε. Παρέμεινε ήρεμος και σιωπηλός. Με τη δεύτερη, τον τράβηξα. Εκδήλωσε την ευγνωμοσύνη του με τρόπο συγκινητικό. Για αρκετή ώρα, έκοβε αθόρυβα κύκλους γύρω μου. Κουνούσε φιλικά την ουρά του. Τα αχαρακτήριστα νινιά, τρόμαξαν. Έβαλαν τις σκληριές. Τέλος χάθηκε, τρέχοντας χαρούμενος, προς τη μεριά του τελωνείου.
****
Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου ανέβηκα στην Αθήνα. Πήγα για διακοπές. Δυστυχώς διάφορα πιεστικά προβλήματα με εμπόδισαν να ταξιδεύσω στην Ηπειρωτική Ελλάδα,  όπως σχεδίαζα. Αναγκάστηκα να παραμείνω στην Πρωτεύουσα. Εγκαταστάθηκα στον Ορφέα, ξενοδοχείο στην Πλατεία Βάθης. Έτρεχα όλη μέρα. Έκανε τρομερή ζέστη. Το καυσαέριο έγκρουβε. Καθιστούσε κάθε προσπάθεια εξαιρετικά δυσάρεστη. Πολύ συχνά, ερχόταν και το νέφος, να χειροτέρευση την κατάσταση. Πάλευα να συμπιέσω τον χρόνο.
Ένα δειλινό η κούραση με βάρυνε. Αισθάνθηκα επιτακτικά, την ανάγκη να τα παρατήσω. Να κάνω μια βόλτα. Από την Ομόνοια πήρα την Πειραιώς. Μου άρεσε αυτός ο δρόμος, οι στοές των πολυκατοικιών που καβαλικεύουν το πεζοδρόμιο. Στην πλατεία Κουμουνδούρου, χάζεψα τα λιγοστά υπαίθρια βιβλιοπωλεία. Το πάρκο φάνταζε μικροσκοπική όαση, μέσα στη θανατερή έρημο από μπετόν, άσφαλτο και αναθυμιάσεις βενζίνης. Ο λιγοστός ελεύθερος χώρος, έδινε μια ανάσα. Εκεί που νόμιζες, πως οι πολυκατοικίες θα σε πετρώσουν. Ο ήλιος έγερνε στην Δύση. Οι ακτίνες του, κοκκίνιζαν τις κορφές των λευκών. Χρυσαφένια συννεφάκια, έπλεαν στο βαθυγάλανο ουρανό. Σιγά – σιγά, καθώς εκείνος σκούραινε, το χρώμα τους γύριζε στο πορφυρό. Το παχύ καταπράσινο γρασίδι, διέκοπταν φτενές συστάδες τριαντάφυλλα, σφάκες, γεράνια, διάφορες αποχρώσεις του ερυθρού. Το κεντούσαν, τούφες από άσπρα κρίνα και ήμερες μαργαρίτες, καφεκίτρινους καντηφέδες, μπλε γιαπωνέζικα γιασεμιά, κίτρινες ντάλιες, χρυσάνθεμα. Από τα χαμηλά πλατάνια, στάλαζε λίγη δροσιά. Στις γύρω οδούς, η κίνηση δεν σταματούσε ούτε λεπτό. Κάθε λογής οχήματα διεκδικούσαν χώρο, κορναρίσματα, φωνές, βρισιές.
Στις αφετηρίες των λεωφορείων, άνθρωποι διαπληκτιζόντουσαν για μια θέση. Ιδρωμένα γκαρσόνια αγκομαχούσαν. Φορτωμένα ασήκωτους δίσκους, διέσχιζαν τον δρόμο. Ελίσσονταν με επιδεξιότητα ακροβάτη, ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Κουβαλούσαν καφέδες και αναψυκτικά. Στα Ανατολικά, πίσω από τις μαυρισμένες οικοδομές και τα χαλάσματα, μάντευες τη συνοικία του Ψυρή. Πάνω ψηλά η Ακρόπολη, λουσμένη στο λαμπρό αιμάτινο φως, ίδιο ουράνιο παλάτι. Δυτικά ορθώνονταν η Δημοτική Πινακοθήκη, ο παιδικός σταθμός και η εκκλησία. Από τις άλλες μεριές, το απειλητικό περίγραμμα των τσιμεντένιων όγκων, σούκοβε την πνοή.
Κάθισα σ’ ένα τραπεζάκι. Παράγγειλα πορτοκαλάδα. Γύρω μου, στις πτυσσόμενες πάνινες πολυθρόνες του καφενείου και τα παγκάκια, αναπαύονταν κάθε λογής άνθρωποι. Προσπαθούσαν να ξεχάσουν για λίγο την κουραστική μέρα που πέρασαν. Τις άλλες που θα ακολουθούσαν. Εργατικοί με τα ρούχα της δουλειάς, καλοντυμένοι υπάλληλοι, επαρχιώτες από τα κοντινά ξενοδοχεία, παρέες νεαρών, κοπέλες με θαυμάσια σώματα, ξένοι τουρίστες, ανάκατοι, άφηναν τις ώρες να κυλούν χωρίς βιασύνη.
Μπροστά μου καθόταν ένας έφηβος. Σουβλερό πανούργο πρόσωπο, ήταν δεν ήταν δεκαοκτώ χρονών, μέσου αναστήματος, καστανός, γεροδεμένος, μακριά μαλλιά. Φορούσε πολλά δακτυλίδια στα χέρια, πάνινα πλατειά παπούτσια, ανοικτό κίτρινο παντελόνι, κόκκινο καρώ πουκάμισο. Κουβέντιαζε με τη γυναίκα του αδελφού του, τριαντάρα με άσπρο μακρυμάνικο ταγεράκι. Ξανθιά και γαλανομάτα, ο τυποποιημένος αέρας αυθάδειας, εξαφάνιζε κάθε έλξη, γοητεία.
Φτηνές δολοπλοκίες εκτυλίσσονταν στο πατρικό σπίτι, κάπου Ανατολικά του Αιγάλεω. Προσπαθούσε να αποκτήσει και αυτός, όπως οι φίλοι του, χιλιάρα μηχανή. Πολύ δύσκολα μπορείς να φανταστείς τέτοια ολοκληρωτική φτώχεια, στο λεξιλόγιο, τις ιδέες, τα αισθήματα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα δικό τους, μόρια στον βρώμικο πολτό. Και όμως το παλικάρι θα μπορούσε να είναι χρήσιμο. Δεν τούλειπαν ο δυναμισμός και η ευστροφία.
****
Σηκώθηκα να φύγω. Είχε νυκτώσει για καλά. Τα φώτα του δρόμου, σκόρπιζαν την αφύσικα έντονη λάμψη τους. Χαλούσαν την ομορφιά της Αθηναϊκής νύχτας. Κατευθύνθηκα προς την Ομόνοια. Ακολούθησα το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου. Η κίνηση πυκνή, οι διαβάτες βιαστικοί ή αργόσχολοι πηγαινοέρχονταν. Πενήντα μέτρα πιο πέρα ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, βρισκόταν πεσμένος ανάσκελα στο πλακόστρωτο. Το ’κοβε διαγώνια, τα χέρια κολλημένα στα πλευρά. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Μικρόσωμος, κοκκαλιάρης, τριγωνικοί αγκώνες, ζαρωμένο δέρμα. Έφερε χακί παντελόνι, φθαρμένο  μπλε πουκάμισο, παπούτσια χωρίς κάλτσες. Τόσο λερωμένα που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις το χρώμα τους. Του λείπανε τα περισσότερα κουμπιά, φαίνονταν τα εσώρουχά του. Έζεχνε από τη βρώμα. Μερικοί τον προσπερνούσαν αδιάφοροι. Άλλοι σταματούσαν και τον κοίταζαν. Η παρέα από τέσσερεις υποψήφιους εφέδρους αξιωματικούς και ένα πολίτη, όλοι τους γύρω στα είκοσι πέντε, πλησίασε. Ένας από τους ενστόλους, τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Ο γέρος ανασηκώθηκε στους αγκώνες του.
Άνοιξε τα ξεπλυμένα μπλε μάτια του. Φάνηκε πολύ ενοχλημένος. Σαν χοίρος βουτηγμένος στην λάσπη, που τον ταρακουνάς. Άρχισε να βλαστημάει χυδαία, τον άνθρωπο που ενδιαφέρθηκε. Θάλεγες πως η καλοσύνη του άλλου τον έθιξε. Αράδιαζε ασταμάτητα προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, Χριστούς, Θεούς, Παναγίες. Τίποτα δεν άφησε χωρίς να το λερώσει. Ένας άλλος αξιωματικός, τσατίστηκε άσχημα. Κατηγόρησε με τη γνωστή χυδαία λέξη τον συνάδελφό του, για την πρωτοβουλία που πήρε. Χύμηξε να ποδοπατήσει τον πεσμένο. Με μεγάλο κόπο,  φίλοι του και περαστικοί, τον συγκρατήσαμε. Θυμάμαι πως του είπα, πως αυτό το ναυάγιο της ζωής, εκεί που κατάντησε, κανένα δεν μπορεί να προσβάλει.
Στο μεταξύ ο τεζαρισμένος ηρέμησε. Θεώρησε σκόπιμο να δώσει μερικές εξηγήσεις. Ασυνάρτητες μισοτελειωμένες φράσεις, καταλάβαμε πως επρόκειτο για ψυχοπαθή που παίρνει χάπια. Έμενε σε υπόγα στον Κολωνό. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, τα παιδιά του τον παράτησαν. Για να μην ζητιανεύει, ίσως διέθετε κάποιους πόρους. Θα έπρεπε όμως να βρίσκεται σε ίδρυμα, υπό ιατρική παρακολούθηση. Δεν  βαριέσαι, ψιλά γράμματα.
Το πηγαδάκι διαλύθηκε. Ο ξαπλωμένος σηκώθηκε. Πιθανόν πήγε να απλωθεί παραπέρα. Η συντροφιά των πέντε τράβηξε προς την Ομόνοια. Ο θυμωμένος δεν έλεγε να καλμάρει.
– Τον παληοκερατά – μουρμούριζε κάθε τόσο. Εμείς πήγαμε να τον βοηθήσουμε και αυτός μας φέρθηκε έτσι. Να τον πιάσω στα χέρια μου, να τον κόψω κομματάκια. Οι άλλοι, προσπαθούσαν να τον ηρεμήσουν.
Πέρασαν χρόνια. Αραιά και που το περιστατικό ξανάρχεται στη μνήμη μου. Με γεμίζει οργή, γι’ αυτούς που υποβάθμισαν τόσο πολύ τον άνθρωπο. Που τον κατάντησαν χειρότερο από σκύλο.

ΤΕΛΟΣ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα