Αν ήταν κάτι που το ζήλευαν στην οικογένεια του κυρ Γιώργη του μπαλωματή, όλοι οι χωριανοί στο απόμακρο χωριουδάκι τους, ήταν η αυλή του σπιτιού του. Ελεύθερος χώρος δεν υπήρχε.
Oλος, ήταν γεμάτος με λογής – λογής, αραδιασμένα με τάξη, καυσόξυλα. Θέλεις πουρνάρια για το κάψιμο του φούρνου και το ψήσιμο στη συνέχεια του ψωμιού, αλλά και διάφορων άλλων φαγητών όπως ήταν οι διάφορες πίτες ή οι διαφορετικές σε υλικά μαμαλίγκες; Εκεί ήταν άφθονα, που έφταναν να πορευτούν έναν ολόκληρο χρόνο και ακόμα περισσότερο. Θέλεις καυσόξυλα που τα χρησιμοποιούσε να ζεσταθεί η οικογένεια το χειμώνα ανάβοντας το τζάκι, άλλα χοντρά και άλλα λιανά, μικρά και μεγάλα σε μέγεθος, εκεί ήταν άφθονα κι εκείνα. Κι όλα αυτά υπήρχαν εκεί με την φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλε κάθε χρόνο ο Σπύρος, το τέταρτο παιδί στην αράδα της οικογένειας, από τότε που δρασκέλισε το κατώφλι των δέκα χρόνων και κράτησε στα χέρια του με ασφάλεια το τσεκούρι και την κλαδευτήρα.
Ο Σπύρος γεννήθηκε ένα δύο χρόνια πριν τον πόλεμο του σαράντα, αλλά η μητέρα φύση τον σμίλεψε στην κοιλιά της μητέρας του, για λόγους που εκείνη γνωρίζει, αρτιμελή μεν αλλά λίγο καθυστερημένο στην εξυπνάδα. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που μετά την απελευθέρωση της πολύπαθης πατρίδα μας από τους βάρβαρους τους Γερμανούς δεν δρασκέλισε ποτέ το κατώφλι του Δημοτικού Σχολείου. Μπουνταλά τον ανέβαζαν, μπουνταλά τον κατέβαζαν τα παιδιά της ηλικίας του, αλλά και πολλοί χωριανοί ποτέ δεν τον φώναζαν με το κανονικό του όνομα. Βέβαια, υπήρχαν και πονόψυχοι χωριανοί που του συμπεριφέρονταν όπως έπρεπε να του συμπεριφερθούν. Το δόλιο το Σπύρο, σχεδόν όλοι οι χωριανοί όταν τον έβλεπαν, πάντα καβαλάρη πάνω στο καλοθρεμμένο γάιδαρο του, για να τον πειράξουν τον ρωτούσαν κάνοντάς του όλοι την ίδια ερώτηση:
«Πόσα φορτώματα ρουγκατσίδια έκοψες φέτος Σπύρο;»
Και ο Σπύρος έδινε πάντα την ίδια απάντηση, σχεδόν τραγουδιστά:
« Ένα, δυο, τρία, πέντε…»
Προφανώς γιατί δεν ήξερε να μετράει σωστά και μετά από μισό λεπτό απόλυτης σιγής πρόσθετε:
«Να μη σε νοιάζει εσένα πόσα έκοψα. Δεν σου μαρτυράω»
Τα ρουγκατσίδια ή τα ντούσκα, είναι τα νέα φυντάνια ή τα βλαστάρια του σκληρού δρυ, που όταν έφταναν στο ύψος του ενός – δύο μέτρων, πριν ανθίσουν ακόμα, στο τέλος περίπου του Μάρτη, ξεχύνονταν οι χωριανοί και τα έκοβαν. Ο λόγος που τα έκοβαν εκείνη την εποχή ήταν γιατί δεν είχαν πολλούς χυμούς ακόμα και το καλοκαίρι ξεραίνονταν εύκολα και το χειμώνα τα χρησιμοποιούσαν ως προσάναμμα σε όποια φωτιά ήθελαν ν’ ανάψουν οι νοικοκυρές. Ν’ ανάψουν το φούρνο για το ψωμί, ν’ ανάψουν το καζάνι για το πλύσιμο των ρούχων, για το άναμμα της γάστρας ώστε να ψήσουν τις διάφορες πίτες και τις μαμαλίγκες κλπ. Τα ρουγκατσίδια ήταν το προσάναμμα όπως προαναφέραμε.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες του δόλιου του Σπύρου, γυρνώντας σαν ανεμοδαρμένο φτερό, πότε κουβαλώντας ξύλα, πότε βόσκοντας μια γίδα, πίνοντας το γάλα της που ήταν η καλύτερη τροφή του, όπως εκείνος έλεγε, και μάλιστα το έπινε αμέσως μετά το άρμεγα της κατσίκας του, της «Γκιώσας του», όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσε. Ήταν όμως ευχαριστημένος για την λιτή ζωή που έκανε κοντά στην φτωχή αλλά πολύ δεμένη οικογένεια του.
Ο καιρός όμως, αν και για τον Σπύρο περνούσε ξέγνοιαστα, για τους γονιούς του κυλούσε διαφορετικά, καθώς η αγωνία τους μεγάλωνε γιατί τα δύο κορίτσια τους μεγάλωναν και η πρώτη, η Ελένη, είχε φθάσει στην ηλικία που η μάνα φύση της έλεγε, με την μυστική της φωνή, ότι έπρεπε να βρει το ταίρι της, ώσπου μια μέρα, στο τέλος του Μάη μήνα, κοντά το απόβραδο, ένας μουσαφίρης άγνωστος για την οικογένεια του Σπύρου χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους και δεν ήταν άλλος εκτός από έναν προξενητή, γνωστό στην γύρω περιοχή για τις επιτυχίες των προξενιών του, που η επίσκεψή του εκείνη οφειλόταν σε ένα προξενιό για την Ελένη. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, το μουσαφίρη – και μάλιστα τέτοιο μουσαφίρη – ήθελαν να τον ευχαριστήσουν όσο πιο πολύ μπορούσαν καλύτερα. Άλλωστε, η φιλοξενία των κατοίκων της ορεινής Ρούμελης είναι εγκάρδια και απονήρευτη.
Τώρα, η υποψήφια νύφη έβαλε τα δυνατά της και χρησιμοποίησε όλη την τέχνη της κι έφτιαξε διάφορα εδέσματα της περιοχής που ταίρι στην νοστιμάδα τους δεν είχαν. Και τι δεν πήγε στο τραπέζι η Ελένη! Και πίτες διάφορες έφτιαξε, που την συνταγή την είχε μάθει από την μακαρίτισσα την γιαγιά της, και ένα σωρό άλλα γλυκίσματα και φαγητά. Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά, θέλεις κάποιο κακό μάτι βλέποντας τις ασυνήθιστες κινήσεις της οικογένειας και μαντεύοντας το προξενιό της Ελένης, θέλεις ο μεγάλος ενθουσιασμός που επικρατούσε σε όλους τους οικείους, η μέλλουσα νύφη, κατ’ εντολή του πατέρα της, πήγε να βάλει κρασί στην κανάτα για να πιούν, όπως συνήθως γινότανε στα χωριά τότε, και το κακό έγινε. Δεν πρόσεξε η Ελένη και στην βιασύνη της να γιομίσει την κανάτα, έσπασε τον πίρο του βαρελιού και το κρασί άρχισε να ρέει ασταμάτητα στο πάτωμα. Η Ελένη, αμήχανη, βάζει τις φωνές και ο Σπύρος, όπως ήταν αρκετά δυνατό παιδί, για να μην χυθεί όλο το κρασί, πιάνει το πεντακοσάρι βαρέλι και από την πλάγια θέση που ήταν το σήκωσε όρθιο και το κρασί αμέσως σταμάτησε να ρέει. Ο προξενητής που ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί και γελώντας λέει:
«Γούρι… γούρι είναι. Καλό σημάδι είναι αυτό…» και συνέχισε, «… μοσχοβόλησε ο τόπος. Βρε, τι καλό κρασί είναι αυτό!»
Τέλος, είπαν τα όσα έπρεπε να πουν για το προξενιό και κοντά στο ξημέρωμα έπεσαν όλοι να κοιμηθούν. Ευχαριστημένοι και σχεδόν μεθυσμένοι από το γλυκόπιοτο κρασί της φαμελιάς ποιος ξέρει τι όνειρα θα έβλεπαν στην ζεστή αγκαλιά του Μορφέα. Τώρα, το πρωί, όταν έφυγε ο προξενητής που απ’ ότι έδειχναν τα λεγόμενά του το προξενιό μάλλον θα προχωρούσε και θα είχε καλό τέλος, ο δόλιος ο Σπύρος, που μάλλον ήταν ο μόνος που δεν έκλεισε μάτι, λέει στην μητέρα του ασυνήθιστα σοβαρά:
«Μάνα, θα πάρω το γάιδαρο και θα πάω στο ‘’Μέγα Ίσιωμα’’, εκεί που πηγαίνω και κόβω τα ρουγκατσίδια και θα βρω ένα ίσιο ρουγκατσίδι να φτιάξω έναν καινούργιο πίρο για το βαρέλι μας».
Η μητέρα του ήξερε πως ό,τι κι αν έλεγε στο Σπύρο της δεν θα κατόρθωνε να τον πείσει ότι το σπάσιμο του πίρου από το βαρέλι δεν ήταν κάτι το πολύ δύσκολο να αντικατασταθεί. Μπορούσε να πάρει ένα οποιοδήποτε ξύλο να το πελεκίσει κάπως κι αυτό ήταν όλο κι όλο.
«Να πας Σπύρο μου…» του είπε, «… και να τον φτιάξεις μόνος σου. Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις…» συμπλήρωσε αναστενάζοντας, ενώ η ψυχή της πόναγε αφάνταστα για την ατέλεια που ο Μεγαλοδύναμος σμίλεψε το σπλάχνο της.
Και ο Σπύρος αυτό έκανε. Καβαλικεύει τον γάιδαρο του, παίρνει και την κλαδευτήρα και μια και δυο βγήκε από την αυλή του σπιτιού αποφασισμένος να αντικαταστήσει τον σπασμένο πίρο του βαρελιού. Κι όπως κάθε φορά αυτό γινότανε, όταν τον είδαν οι γειτόνοι των ρώτησαν:
«Για πού το βαλες Σπύρο πρωί – πρωί;»
Και ο Σπύρος με καμάρι τους είπε:
«Πάω να βρω ένα ξύλο, ίσιο, να φτιάξω τον πίρο από το βαρέλι γιατί έσπασε» κι όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο άλλοι γέλαγαν, άλλοι τον ρωτούσαν πως και γιατί έσπασε ο πίρος, ενώ αρκετοί σοβαροί χωριανοί κούναγαν το κεφάλι τους που κάποιοι κορόιδευαν ένα άρρωστο παιδί. Δυστυχώς αυτή είναι η κοινωνία μας… Πολλοί, με τον πόνο του όποιου συνανθρώπου μας διασκεδάζουν και γελάνε, αδιαφορώντας αν τα λόγια τους καρφώνονται σαν πύρινα μαχαίρια στην καρδιά των άλλων, που έτυχε να κουβαλάνε τον όποιο σταυρό του μαρτυρίου τους στις πλάτες τους.
Τέλος, δεν γνωρίζω αν ο Σπύρος κατάφερε να φτιάξει τον πίρο του βαρελιού όπως είχε υποσχεθεί στην μητέρα του. Ξέρω όπως ότι το προξενιό της αδελφής του είχε αίσιο τέλος. Ακόμα γνωρίζω και το τέλος του δόλιου του Σπύρου, και κλείνω με αυτό την σημερινή μου ιστορία.
Πέρασαν πολλά χρόνια από την μέρα που ο Σπύρος βάλθηκε να φτιάξει τον πίρο του βαρελιού. Ο πατέρας του αποδήμησε στους ουρανούς αρκετά νέος, ενώ οι αδελφές του δόλιου του Σπύρου παντρεύτηκαν όλες και μάλιστα πολύ καλά. Όταν πέθανε και η μητέρα του Σπύρου, η πονεμένη κείνη μάνα, ο δάσκαλος του χωριού φρόντισε και τον Σπύρο τον φιλοξένησε ένα κοινωνικό ίδρυμα κάπου στην Αθήνα, αλλά δεν έζησε πολλά χρόνια. Πέθανε από την κακιά αρρώστια. Τον πήγαν όμως στο χωριό και τον έθαψαν οι αδελφές του κοντά στους γονείς τους. Και όλοι οι χωριανοί μετέπειτα, όταν περνούσαν έξω από το έρημο σπίτι του, άλλοι φωναχτά κι άλλοι ενδόμυχα, όλοι έλεγαν περίλυπα:
«Ρήμαξε δόλιε Σπύρο η αυλή σου! Άδειασε τελείως, κι από γιομάτη ξύλα που ήταν τότε που εσύ ζούσες τώρα δεν έχει στο χώρο της μήτε ένα τσάκνο! Δόλιε Σπύρο»!