Ο στρουμπάς είναι το κόκκαλο του γόνατος στα δίχειλα ζώα και πρόερχεται από τη λέξη “στρούμπος” κατά το αρχαίο “στρόμβος”.
Με αυτό το κόκκαλο παίζαμε ένα πολύ δημοφιλές ομαδικό παιχνίδι, το στρουμπά ή κότσι.
Το κόκκαλο αυτό ήταν από αρνί ή κατσίκι συνήθως και με τις έξι πλευρές που είχε ήταν το κατάλληλο για να χρησιμοποιείται σαν ζάρι.
Χειμωνιάτικο παιχνίδι ήταν κατ’ εξοχήν, όταν η βροχή δεν επέτρεπε άλλη δραστηριότητα στις αλάνες και συνήθως παιζόταν από πέντε τουλάχιστον άτομα μέχρι και δεκαπέντε ή και είκοσι ακόμα, καθισμένα χάμω, σε στενό κύκλο, σε κάποιο σκεπαστό χώρο, καμιά βεράντα ή νεόκτιστη οικοδομή.
Κάθε πλευρά του στρουμπά είχε και μια συμβολική ονομασία:
Βασιλιάς, Βεζύρης, Ψωμάς, Κλέφτης, Τζιμπογάιδαρος, Δώδεκα Ευαγγέλια.
Οι δύο πιο στενές πλευρές του στρουμπά αντιπροσώπευαν η μια το Βασιλιά και η απέναντι της το Βεζύρη, ενώ οι δύο πιο πλατιές τον Ψωμά η μία με την καμπυλωτή επιφάνεια και τον Κλέφτη η απέναντι της η πιο λακουβωτή.
Τα δύο άκρα του στρουμπα ́είχαν κοινή ονομασία και λέγονταν Δώδεκα Ευαγγέλια, ενώ τα τέσσερα χείλη του ονομάζονταν Τζιμπογάιδαροι.
Τα εργαλεία για το παιχνίδι ήταν:
1) ο στρουμπάς
2) το σκήπτρο του βασιλιά που ήταν ένα μικρό κομμάτι βέργας 5-10 εκατοστών
3) η βέργα του βεζύρη μήκους 40-50 εκατοστών με την οποία εκτελούσε τις ποινές που διέτασσε ο βασιλιάς.
Η κάθε εντολή ποινής εκτελείτο στην παλάμη του κλέφτη και ήταν ξυλιές διαφορετικής έντασης κατά τα γούστα του πολυχρονεμένου βασιλέως.
Οι ποινές:
1) μπαμπακερές=απαλές σαν μπαμπάκι, σαν χάδι
2) καμινάτες=αρκετά τσουχτερές
3) πυρ καμίνι=πολύ τσουχτερές
4) τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι=πολύ επώδυνες και χωρίς έλεος.
Ο βασιλιάς είχε δικαίωμα να επιβάλλει:
1) μπαμπακερές όσες ήθελε
2) καμίνι μόνο δύο
3) πυρ καμίνι μόνο δύο
4) τρώει η μύγα σίδερο μόνο δύο.
Μπορούσε όμως να επιβάλλει και το σύνολο του δικαιώματος της εξουσίας του, εάν ήθελε, π.χ. 2 μπαμπακερές+2 πυρ καμίνι+1 τρώει η μύγα σίδερο κλπ
Σε κάποιες περιοχές είχαν και μια πιο σκληρή τιμωρία , “του Τούρκου το φεσάκι”, γεγονός που σε συνδιασμό με το βεζύρη μας αφήνει να υποθέσουμε ότι το παιχνίδι παιζόταν και επί Τουρκοκρατίας.
Οι παίκτες κάθονταν οκλαδόν σε σχήμα κύκλου και στο κέντρο του κύκλου έμπαιναν οι δύο βέργες του βασιλιά και του βεζύρη.
Ένας παίκτης έκανε την αρχή και έριχνε το στρουμπά.
Έφερνε π.χ. κλέφτη. Ουδέν κακό γιατί βασιλιάς δεν υπήρχε να διατάξει και έριχνε ο δεύτερος που έφερνε ας πούμε ψωμά. Και πάλι τίποτα.
Κάποτε ο βασιλιάς παίρνει το σκήπτρο μα αν κάποιος δεν φέρει και βεζύρη, ποινή και πάλι δεν μπορεί να επιβληθεί σε κλέφτη.
Όταν κάποιοι έχουν στην κατοχή τους, επιτέλους, βασιλιά και βεζύρη, τότε αρχίζει το γλέντι. Μόλις κάποιος βγάλει κλέφτη ο βασιλιάς διατάζει και ο βεζύρης εκτελεί:
“Δώσε του 2 μπαμπακερές” και ενώ ο κλέφτης σκέπτεται “φτηνά την έβγαλα” ο βασιλιάς συνεχίζει “και 2 πυρ καμίνι”.
Όλοι ρίχνουν με τη σειρά τους προσδοκώντας να μην τους βγει κλέφτης και ακόμη καλύτερα να τους βγει βασιλιάς, να πάρουν την εξουσία ή βεζύρης που είναι το αμέσως επόμενο αξίωμα.
Καμιά φορά το κόκκαλο σταματούσε πλαγίως, πάει να πει τζιμπογάιδαραρος και τότε ο άτυχος που το έφερε δεχόταν από όλους οδυνηρές τζιμπιές.
Πολύ σπάνια, όταν παίζαμε στο χώμα, το κόκκαλο έμενε όρθιο, δηλαδή στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ανέλπιστη τύχη για το ρίχνοντα διότι έπαρινε στην κατοχή του και τις δύο βέργες και χωρίς να μιλάει έδερνε τον κάθε κλέφτη κατά τα γούστα του.
Κανόνας όμως ήταν για να μην χάσει την εξουσία να μη φανούν τα δόντια του. Σε αντίθετη περίπτωση μόνο αν κάποιος άλλος έφερνε Δώδεκα Ευαγγέλια του έπαιρνε την εξουσία.
Της κακομοίρας γινόταν τότε και όλοι κάνανε τους καραγκιόζηδες και ό,τι σαχλαμάρα τους κατέβαινε, π.χ. να κατεβάζουν τα παντελόνια τους, να κάνουν τον απόλυτο άρχοντα να χαμογελάσει, να φανούν τα δόντια του, να χάσει την εξουσία πριν τους μουρλάνει στο ξύλο.
Άμα χρωστούσες χάρη σε κάποιον ή ήταν κολλητός σου διέταζες μπαμπακερές μα άμα ήθελες εκδίκηση διέταζες τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
Πολύ ξύλο έπεφτε στο παιχνίδι αυτό κι όσο πέρναγε η ώρα πείσμωναν οι παίκτες και έβραζε το αίμα για εκδίκηση και έκαναν μυστικές συμμαχίες μα κανείς δε γλύτωνε το ξύλο τελικά και λίαν εκπαιδευμένους μας έβρισκε η βέργα στο σχολείο και απορούσε ο δάσκαλος πώς τις τρώγαμε και δεν ίδρωνε το αυτί μας, μα εμείς την ώρα που μας έδερνε λέγαμε από μέσα μας:
“ ̈Ε, πες πως παίζουμε στρουμπά”
Πάνω στο παιχνίδι αυτό λύναμε όποιες μικροδιαφορές και παρεξηγήσεις είχαμε μεταξύ μας αν και αρκετές φορές ανοίγαμε νέους λογαριασμούς.
Όλοι, όμως, γενικά θυμόντουσαν το “μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις”, δίδαγμα καλό για τη ζωή μας, που φρέναρε κάπως τα νεύρα μας, ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει και η σειρά μας και ότι καμιά εξουσία δεν κρατά για πάντα.
Νέες φιλίες και συμμαχίες δημιουργούσε το παιχνίδι αυτό και μετά το τέλος του δεν κρατάγαμε κακία ο ένας στον άλλο για το ξύλο που είχαμε φάει, το θυμόμαστε όμως όταν ξαναπαίζαμε στρουμπά.