Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ο συµβολαιογραφικός θεσµός

…αντιµέτωπος µε τα διλήµµατα και τις προκλήσεις µιας µεταβατικής εποχής

Αυτό που συµβαίνει σήµερα στον χώρο της συµβολαιογραφίας µε την εξελισσόµενη αποχή των συµβολαιογράφων από τα καθήκοντά τους, είναι αποκαλυπτικό µιας προϊούσας κρίσης· µε τον αξεπέραστο κοµφορµισµό που χαρακτηρίζει τον συµβολαιογραφικό θεσµό να έχει υποστεί σε κάποιο βαθµό την υπέρβασή του. Περιγράφει την ανάδυση των εσωτερικών παθογενειών ενός θεσµού, εγγενώς εσωστρεφούς, πολλαπλά εξαρτηµένου από τον εξουσιαστικό κρατικό µηχανισµό, ο οποίος κυριολεκτικά του απονέµει την “ύπαρξη” και µε την έννοια αυτή εντελώς ετεροκαθοριζόµενου· αλλά ταυτόχρονα περιγράφει την ανάδυση των διληµµάτων και προκλήσεων µιας µεταβατικής εποχής, που εξωτερικεύονται στην κοινωνία.

∆εν αποτελεί υπερβολή να πούµε ότι το τελευταίο αφορά την πιο αυτονόητη πραγµάτωση, εφόσον κοινωνία και συµβολαιογραφικός θεσµός βιώνουν ταυτόχρονα τις συνέπειες, µε τις συνακόλουθες όψεις τους, του ίδιου βαθύτερου προβλήµατος, που δεν είναι άλλο από τις αγκυλώσεις του πιο πρωτόγονου γραφειοκρατικού απολυταρχισµού. Πρόκειται για τις δοµικές αγκυλώσεις ενός “µοντέλου ανάπτυξης” της νεωτερικής και µοντέρνας καπιταλιστικής κοινωνίας, στο οποίο έχει εµπλακεί, ένας τρόπος παραγωγής και αναπαραγωγής ευρέων κοινωνικών και επαγγελµατικών οµάδων – µεταξύ των οποίων είναι και αυτές των συµφυών νοµικών επαγγελµάτων – οι οποίες διαµόρφωσαν µεταπολεµικά µία πορεία προόδου της χώρας, συνέβαλλαν στην ασφάλεια των συναλλαγών, στον εκδηµοκρατισµό και στον πολιτισµικό εκσυγχρονισµό της κοινωνίας.
Αλλά αυτό συνέβη ήδη κάποτε στην ιστορία µας · σήµερα και κάτω από τις σύγχρονες συνθήκες το “µοντέλο” αυτό που τροφοδοτείται, αλλά και τροφοδοτεί τη γραφειοκρατική αδράνεια και αντιπαραγωγικότητα σε τοµείς µε ισχυρή δηµόσια σηµασία, είναι φανερό ότι οδηγεί από µόνο του στην εγκαθίδρυση ενός είδους αντιανάπτυξης και µιας δυνάµει αναστολής του κοινωνικού εκσυγχρονισµού. Επιπλέον δεν µπορεί να λειτουργήσει στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής. Σε αυτό το πλαίσιο ο συµβολαιογράφος, συµβιβασµένος µε αυτό που του επιβάλλεται ως αυτονόητο – από τη θεµελιώδη φύση της σχέσης του µε το κράτος – δηλαδή τη γραφειοκρατική οµοιοµορφία που τον εξαθλιώνει, τροφοδοτεί µε τη σειρά του την ίδια αδράνεια και αντιπαραγωγικότητα.
Είναι καιρός να εξετάσουµε ποια είναι η σχέση αυτή του συµβολαιογραφικού θεσµού µε το κράτος, που διέπει πράξεις, παραλείψεις και συµπεριφορές. Η κατοχύρωση από το κράτος του συµβολαιογραφικού λειτουργήµατος, µε τον θεσµό να ανήκει στα “νοµοθετικά κατοχυρωµένα επαγγέλµατα”συνδέεται από καταβολής αυτού µε την άσκηση δηµόσιας εξουσίας, κατά κρατική εξουσιοδότηση, για την εξυπηρέτηση του δηµοσίου συµφέροντος. Η καταστατική αυτή θέση του συµβολαιογράφου, µαζί µε την ιδιότητά του ως άµισθου δηµόσιου λειτουργού, ενσαρκώνει τον υποστασιακό του προσδιορισµό, αλλά και υπό µία έννοια υποδηλώνει τον παλιό τρόπο συγκρότησης ενός αναπτυξιακού, εκσυγχρονιστικού και πολιτισµικού µοντέλου, του αστικού καθεστώτος, οργανικό γέννηµα του οποίου αποτελεί ο συµβολαιογράφος.
Ο νεωτερικός κόσµος και ιδίως µετά την παγκοσµιοποίηση, που κυριαρχείται σε µεγάλο βαθµό από τις συναλλαγές του σκληρού κέρδους, τη χρηµατοπιστωτική λαγνεία και τους οικονοµικά ισχυρούς, διατήρησε το κύρος του τίτλου του συµβολαιογράφου και την ιδεολογική κατασκευή που επένδυσε αυτό, ως αναγκαία συνθήκη για την ασφάλεια των συναλλαγών. Το αντιγύρισµα ωστόσο για αυτήν την κρατική “γενναιοδωρία” είναι ο µεγάλος συµβιβασµός του συµβολαιογράφου µε την ισοπεδωτική γραφειοκρατία και µία ολόκληρη σειρά µικρότερων συµβιβασµών στην καθηµερινή του λειτουργία. Παρότι η κρατική “γενναιοδωρία” ξεδιπλώνει τον µύθο της “ιδιαίτερης και προνοµιακής τάξης”, που προσφέρεται για τη δαιµονοποίηση του συµβολαιογραφικού σώµατος µε σκοπό την κοινωνική αµβλύνοια, και παράλληλα του στερεί τις κοινωνικές συµµαχίες, εντούτοις η βιωµατική πραγµατικότητα µε το συγκλονιστικά εξοργιστικό µη παραγωγικό και πνιγηρό παρόν, που βιώνει ο συµβολαιογράφος καθηµερινά, εξαιτίας του καταβροχθιστικού χαρακτήρα της τεχνικοποιηµένης, λογιστικοποιηµένης καθηµερινότητας, καταδεικνύει, διαλύοντας την ευλογοφάνεια αυτού του µύθου, ότι η ισορροπία ανάµεσα στο συµβολαιογραφικό λειτούργηµα και το κράτος έχει ανατραπεί µε τίµηµα τον νοµικό πολιτισµό και την ιστορία του συµβολαιογραφικού θεσµού. Σταδιακά και µε εντυπωσιακή επίταση, ο συµβολαιογράφος παρακολουθεί την µε απόλυτα κυνικό τρόπο ποιοτική του υποβάθµιση, εφόσον έχει καταστεί πιόνι και πρωταγωνιστής του πιο απολυταρχικά δοµηµένου συστήµατος γραφειοκρατίας. Είναι αυτή η ίδια η γραφειοκρατία που αποτυπώνει τη θεσµική παραφθορά και την εργαλειακή αντίληψη περί συµβολαιογραφίας.
Αυτό το οποίο εκπλήσσει και θα µπορούσα να το χαρακτηρίσω ως το “παράδοξο” µιας ασυµµετρίας είναι το γεγονός ότι ενώ απ’ ό,τι διαφαίνεται, βρισκόµαστε µπροστά στην απόπειρα συγκρότησης ενός “νέου µοντέλου ανάπτυξης”, µε τον χώρο των πολλαπλών υπηρεσιών να αποτελεί το υπέρτατο κριτήριο για την ανταγωνιστικότητα και την αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας και ο συµβολαιογράφος καλείται να επωµισθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου τη µεταρρύθµιση της ψηφιοποίησης, υποκαθιστώντας τις αναχρονιστικές δοµές των κρατικών υπηρεσιών (εφορίες κ.λπ.), παραταύτα, η απόπειρα αυτή συνέχεται από το ίδιο καθεστώς της θεσµικής παραφθοράς του ρόλου του συµβολαιογράφου µε την ολοένα και περισσότερο εντεινόµενη εργαλειακή λειτουργία του, µέσω της επιτακτικής µεταφοράς των υποχρεώσεων του κράτους ολοκληρωτικά σχεδόν στην αρµοδιότητα του συµβολαιογράφου, εξωθώντας κατά συνέπεια τον θεσµό και τον εµπράγµατο χαρακτήρα του, σε δραµατική οπισθοχώρηση. Για να γίνω σαφής · το νέο υπό διαµόρφωση πεδίο, είναι ένα πεδίο θαµπό και θολό για τη θέση και τον ρόλο του συµβολαιογράφου, εντείνοντας µε όρους εξουσιαστικής ασυµµετρίας απλά και µόνο την ίδια φρικτά τακτοποιηµένη εργαλειακή του εκµετάλλευση από το κράτος και µε αυτήν την έννοια δηµιουργεί συνθήκες υπαρξιακής κρίσης.
Αυτό που είναι εξαιρετικά σαφές είναι ότι επιχειρείται ταυτόχρονα η διαστρέβλωση ενός ώριµου αιτήµατος των συµβολαιογράφων – το οποίο, όπως είναι φανερό, αφορά την αποκατάσταση της ανατραπείσας εις βάρος αυτών ισορροπίας σε σχέση µε το κράτος, µε όρους ρεαλισµού και ορθολογισµού, αίτηµα, που κατανοείται κυρίως ως ένας τρόπος διάσωσης τους κύρους του θεσµού, ως εγγυητή της ασφάλειας των συναλλαγών – ως στοιχείο υπονόµευσης της αποχής τους από τα καθήκοντά τους, οι οποίοι αυταπόδεικτα δεν αρνούνται αυτή καθαυτή τη µεταρρύθµιση της ψηφιοποίησης, όπως εµφανίζεται, την οποία µπορώ να υποθέσω ότι δέχονται ως µία αναγκαία εκσυγχρονιστική συνθήκη στο πλαίσιο της εθνικής εξέλιξης, αλλά αρνούνται τον δυναµισµό µιας ολοκληρωτικά θεσµικής παραφθοράς µε την ακόµη πιο τροµακτική εργαλειοποίησή τους από το κράτος, µε ορατό τον κίνδυνο της περαιτέρω υποβάθµισης του λειτουργήµατος σε θέµατα ισχύος και STATUS.
Η συζήτηση άλλωστε για ένα “νέο µοντέλο ανάπτυξης” δεν µπορεί να γίνει µόνο µε όρους που αναφέρονται σε επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια, αλλά θα πρέπει να αφορά και µεταρρυθµίσεις σύνθετες και αλληλεπιδραστικές θεσµικής συγκρότησης καθώς και µετασχηµατισµού του ίδιου του κράτους και των κρατικών υπηρεσιών, ώστε να γίνουν λειτουργικότερες στις απαιτήσεις της ψηφιοποίησης και των προκλήσεων της νέας εποχής.
Εντέλει οι αιτίες της αποχής των συµβολαιογράφων από τα καθήκοντά τους είναι βαθύτερες και σηµαντικότερες από το ίδιο το γεγονός της µεταρρύθµισης της ψηφιοποίησης, η οποία αποτελεί το a priori της αναµέτρησης του θεσµού µε τις ίδιες τις εσωτερικές του παθογένειες και µε τις εµπειρίες που έρχονται, µε φανερό τον κίνδυνο της αµφισβήτησης του ιστορικού του ρόλου και της ιστορικής του προοπτικής.

*Η Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη, είναι τέως συµβολαιογράφος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα