Ο θρησκευτικός λόγος βρίσκεται στον αντίποδα του θεολογικού λόγου.
Ο θρησκευτικός λόγος εκφράζεται με βεβαιότητες ατομικές, κυρίως, μέσω της νόησης και της ηθικολογίας.
Αυτό που ήταν σχεδόν πάντοτε η παράδοση της Δύσης. Θεολογικός λόγος όμως είναι κάτι διαφορετικό. Είναι λόγος βιώματος και εμπειρίας όχι ατομικής, αλλά που εκφράζει όλο το κοινωνικό σώμα.
Είναι κυρίως τρόπος σχέσης.
Σαφέστατα ο Καζαντζάκης είναι ένας δημιουργός του θρησκευτικού – σχολαστικού λόγου.
Το έργο του δεν έχει μεταφυσική, δεν προχωρά πέρα από αυτόν τον υλικό κόσμο. Όλα στο έργο του περιστρέφονται γύρω από την αγωνία του νεοδυτικού ανθρώπου της Ευρώπης -κυρίως- που έχει ως αφετηρία σχεδόν πάντα τον Διαφωτισμό.
Απορίας άξιο είναι, ενώ γεννήθηκε, σε μία παράδοση και σε έναν τρόπο που ποτέ στην ιστορική του πορεία -ίσως μόνο σήμερα- δεν γνώρισε τα οντολογικά προβλήματα -αδιέξοδα της Δύσης, δεν συνέχισε με αυτό τον πλούτο εμπειρίας και αληθείας χιλιετηρίδων, ώστε να δώσει ένα “έργο” αναψυχής και ελπίδας στον λιμό και στη δίψα της Δύσης, που σήμερα είναι ακόμη μεγαλύτερος.
Το παράδειγμα του Καζαντζάκη είναι και παράδειγμα σημερινό για τη σύγχρονη Ελληνική τέχνη: η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι μία κοινότυπη ηχώ του δυτικού άγχους και της δυτικής αγωνίας, αγνοώντας τη λαϊκή παράδοση αυτού του τόπου είτε στην υψηλή κλίμακα είτε στην ταπεινή.
Στη μητρική παράδοση του Καζαντζάκη όλα οδηγούν στην ελπίδα της αιωνιότητας, ο πεζογράφος μας όμως κινήθηκε προς την αντίθετη φορά.