Στο γαλάζιο της Κρήτης ουρανό, ένας αεροπόρος, μαχητής μοναχικός, τελευταίος πρόμαχος της λευτεριάς, σωριάζεται – και ένας δάχτυλος αόρατος γράφει σημαδεύοντας τον να ελευθερωθεί.
Ο αντισμήναρχος Εδουάρδος Χάουελ ήταν ο τελευταίος υπερασπιστής του κρητικού ουρανού κατά τη Μάχη της Κρήτης. Διοικητής σμήνους καταδιωκτικών “χαρικέιν” είχε μεταφερθεί στο Μάλεμε και πριν ακόμη από τη θρυλική Μάχη το σμήνος είχε στο ενεργητικό του δεκαοχτώ καταρρίψεις γερμανικών βομβαρδιστικών χωρίς καμιά απώλεια. Οι πιλότοι και το προσωπικό εδάφους είχαν εξαντληθεί από την κούραση, χωρίς να έχουν τον χρόνο ούτε ρούχα να αλλάξουν, πετώντας από το πρωί μέχρι τη νύχτα συνεχώς.
Την πρώτη όμως κιόλας ημέρα της Μάχης, ο Χάουελ χτυπήθηκε από πυρά αλεξιπτωτιστή στο έδαφος και έμεινε σχεδόν δύο ημέρες αβοήθητος μέσα σ’ ένα χαντάκι του Μάλεμε με σπασμένα χέρια και ωμοπλάτη. Γλίτωσε δε, όπως περιγράφει, τη γάγγραινα, επειδή τα σκουλήκια είχαν φάει τις σάπιες σάρκες των τραυμάτων του. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου νοσηλεύτηκε τρεις μήνες, και μετά στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου δραπέτευσε από το νοσοκομείο και με μύρια βάσανα των ημερών πεζοπορία στα βουνά, κατόρθωσε να διαφύγει από τη Χαλκιδική στην Τουρκία. Σε μια απόκρουση εχθρικών βομβαρδιστικών καταρρίφθηκαν τα άλλα δύο αεροπλάνα του σμήνους του και έτσι πλέον ολομόναχος αντιμετώπιζε τα δεκάδες γερμανικά βομβαρδιστικά.
Σε μια περιπολία του ως τη Μήλο περιγράφει: «Ξαναπήρα την κατεύθυνση προς την Κρήτη. Ξαφνικά, σκιαγραφημένο πάνω στην εκθαμβωτική θάλασσα, αντίηλιο σ’ εμένα, είδα ένα μοναχικό αεροπλάνο να κατευθύνεται προς την αντίθετη διεύθυνση. Ήταν ένα τρικινητήριο γιούνγκερς 52, ένα οπλιταγωγό γερμανικό αεροπλάνο, που πιθανόν να γύριζε από τη Ρόδο στην Ελλάδα. Πέταξα καταπάνω του και ήρθα σε ευθεία γραμμή για να του επιτεθώ από τα πλάγια. Τροχιοδεικτικά ξεπετάχτηκαν από το οπίσθιο πολυβόλο του και πέρασαν πλάι μου. Του έριξα μια βολή διαρκείας, καθώς πλησίαζα. Πετούσα με μεγάλη ταχύτητα και περνώντας πλάι του το χτύπησα κάτω από τη δεξιά πτέρυγα σε λίγα πόδια απόσταση από τον έλικα. Υψώθηκα και έκανα στροφή σαν να έκανα γυμνάσια σε καιρό ειρήνης. Αυτή τη φορά σκόπευσα τον κινητήρα. Τώρα ο πιλότος το είχε φέρει χαμηλά, κοντά στη θάλασσα, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να ξεφύγει. Ήταν τόσο χαμηλά, που οι ρόδες του άγγιζαν τη θάλασσα σ’ ένα σημείο, ανατινάζοντας ένα σύννεφο αφρό. Τα βλήματα μου δεν φάνηκε να ‘φεραν άλλο αποτέλεσμα εκτός από το να ‘χει σιγήσει τώρα το οπίσθιο πολυβόλο.
Το ξαναπολυβόλησα από πάνω και το πλησίασα για τρίτη φορά εντελώς από πίσω και με μικρότερη ταχύτητα. Αυτήν την τρίτη φορά χτύπησα την αριστερή μηχανή με μια σταθερή βολή. Άρχισαν να βγαίνουν φλόγες από τη βάση της πτέρυγας κοντά στην άτρακτο. Απομακρύνθηκα προς τ’ αριστερά και παρακολουθούσα το αποτέλεσμα. Οι φλόγες μεγάλωναν και έγλειφαν ολόκληρη την άτρακτο ως το ουραίο. Ξάφνου το αεροπλάνο σηκώθηκε σε μια κάθετη αναρρίχηση και αναποδογύρισε. Ήταν μια φλεγόμενη μάζα. Έπεσε στη θάλασσα με την ουρά και εξαφανίστηκε μεμιάς. Μια φούντα μαύρος καπνός που αποσπάσθηκε από κάπου, παρασυρόταν μακριά. Η θάλασσα ξαναπήρε την ήρεμη και γαλήνια όψη της. Κανένα ίχνος επιζώντων. Όπως ο καπνός, έτσι κι εγώ, ένιωθα τη σκέψη μου ν’ αποσπάται παράδοξα από το επεισόδιο αυτό.
Ήμουν ευχαριστημένος που βρήκαν ένα γρήγορο θάνατο. Πάντα είχα την ελπίδα να συμβεί το ίδιο και σ’ εμένα. Εντελώς απροσδόκητα, είδα αεροπλάνα κάτω μου να πετούν χαμηλά πάνω από τη θάλασσα προς την αντίθετη διεύθυνση. Ήταν ΜΕ-110. Στράφηκα αυτόματα καταπάνω τους. Βρισκόντουσαν ως δύο μίλια προς τα δεξιά μου. Δεν πρόφθασα να μετρήσω πόσα ήταν, όλος ο ουρανός είχε γεμίσει αεροπλάνα. Προχωρούσαν σε σχηματισμούς κατά εννέα και κατά δώδεκα. Τα πλησιέστερα ήταν Στούκας, στο ίδιο ύψος μ’ εμένα και σε απόσταση μισό μίλι προς τα δεξιά μου.
Αποφάσισα να χτυπήσω το κοντινότερο και έκανα στροφή για να επιτεθώ. Πίσω μου παρατήρησα ένα δυσοίωνα μεγάλο αριθμό από άλλα αεροπλάνα που πλησίαζαν με ταχύτητα. Άνοιξα όλη την ταχύτητα και πλησίασα γρήγορα τα Στούκας· καθώς πλησίαζα στην ουρά του πιο κοντινού, μου τράβηξαν με τα οπίσθια πυροβόλα τους. Συγκέντρωσα την προσοχή μου πάνω στο σκοπευτικό και στον στόχο που μεγάλωνε ολόενα μέσα στον φωτεινό κόκκινο κύκλο. Καθώς η βελόνα του έκανε ν’ αγγίξει τον εξωτερικό δακτύλιο, πάτησα το κουμπί και κράτησα σταθερό το τρεμάμενο αεροπλάνο μου. Τα βλήματα ξεχύθηκαν από τις οχτώ κάνες, η φλόγα της εκπυρσοκρότησης έγλειφε την άκρη της πτέρυγας. Τα βλήματα σύγκλιναν πάνω στον στόχο· θαρρείς πως πέρασε ένας αιώνας προτού κάτι να συμβεί. Έπειτα το Στούκας ταλαντεύτηκε προς τα πίσω κι έπεσε ολόισια στη θάλασσα με μια κάθετη βουτιά. Βλήματα περνούσαν τώρα πλάι μου κι από τις δυο διευθύνσεις και τόσο κοντά που δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Ανυψώθηκα και απομακρύνθηκα προς τον ήλιο, έτοιμος να αγωνιστώ εναντίον των ΜΕ-109 που ήταν πίσω μου».
Όταν μετά από τρεις μήνες ακινησίας στο νοσοκομείο των Αθηνών, κατόρθωσε ν’ ανέβει ως την ταράτσα του κτηρίου, περιέγραψε τη συγκίνηση που ένιωσε: «Ήταν η πρώτη ματιά που έριχνα στον έξω κόσμο ύστερ’ από τρεις μήνες. Και τι κόσμος ήταν εκείνος! Δυτικά μου, καθώς πρόβαλα στην ταράτσα, μια λοφοσειρά εκεί κοντά. Μεσημβρινά οι λόφοι κατέβαιναν απαλά ως την ακροθαλασσιά κι εκεί εκτεινόταν ο Πειραιεύς με τους δρόμους και τα σπίτια του μαζωμένα γύρω στο λιμάνι. Ανατολικά, το σπιθιριστό γαλάζιο Αιγαίο απλωνόταν προς τα νησιά και τον ορίζοντα. Βαρκούλες με λευκά πανιά πετάριζαν εδώ κι εκεί μέσα στον κόλπο που διαγράφει μια μεγαλόπρεπη καμπύλη προς την Αθήνα κι ακόμη πέρα. Κι εκεί, βορινά, ξαπλωμένη κάτω μας, η πρωτεύουσα τυλιγόταν γύρω στην Ακρόπολη, όπως το δέσιμο που ζώνει το διαμάντι.
Οι άφθαστες αναλογίες του Παρθενώνα φαίνονταν ολοκάθαρα από ΄κει που στεκόμουν. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα από την ομορφιά του τοπίου. Πίσω, μακριά, δασωμένες πλαγιές υψώνονταν προς μια γαλάζια βουνοσειρά και μια πεδιάδα ξετυλιγόταν προς την Κηφισιά μέσα στο γκριζοπράσινο απόμακρο. Ήταν μια τέτοια ομορφιά που η συγκίνηση με νίκησε. Δεν είχα χύσει ούτ’ ένα δάκρυ όλους αυτούς τους μήνες με τους ανυπόφορους πόνους και τις στιγμές της φρικτής αγωνίας· μα αυτό που ένιωθα με ξεπερνούσε. Έπεσα στο κρεβάτι κι έκλαψα. Κατά ένα λόγο από την εντύπωση του τοπίου και κατά ένα λόγο από το συναίσθημα πως κάτι συντελέστηκε. Ανακτούσα τις δυνάμεις μου και, πρώτη φορά ύστερα από τόσες εβδομάδες η ζωή άρχισε να τη ζήσω πάλι».
Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1948, ο αεροπόρος τελειώνει με τις συγκινητικές στιγμές της επιστροφής του μετά τη λήξη του πολέμου, στην πατρίδα του τη Σκωτία, όπου σαν ένας νέος άνθρωπος, που αντιμετωπίζοντας αμέτρητες φορές τον θάνατο, κέρδισε τη ζωή και μια νέα θεώρηση της μέσα από την πίστη στον Θεό, που πριν από όλα αυτά είχε χλευάσει πολλές φορές.
Και το βιβλίο τελειώνει μ’ ένα ποίημα:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΟΠΟΙΟΣ δεν πολεμάει για τη λευτεριά, πεθαίνει σκλάβος.
Όποιος δεν τολμά να ζήσει, έχει για μοίρα του το θάνατο.
Αιώνια ζει εκείνος που στον τάφο του είναι γραμμένο:
“Πολέμησε και τόλμησε με κάθε του πνοή”.
Χάνει τον δρόμο του όποιος δεν δίνεται ολόκληρος
και άσκοπα πλανιέται μέσα στη σύντομη διαβατική ζωή,
με παραστρατημένα όνειρα και πόθους,
ελπίζοντας σε κέρδη που αν κερδηθούν, βγαίνουν ξινά.
Όποιος αγωνίζεται και τολμά να ζήσει, ελευθερώνεται.
Κι ελεύθερος ο ίδιος, ελευθερώνει έναν κόσμο από τα δεσμά.
Όποιος θα δώσει, κι εξακολουθεί να δίνει, θ’ αντικρίσει
τον Ήλιο ένα πρωί να ξεπροβάλλει μεσ’ από τη μπόρα.
Θα ζήσει ολοένα πιο ελεύθερος όλη του τη ζωή
δοξολογώντας τον Θεό μαζί με πλήθος συμπολεμιστές.