Ξεκινώ τη βιβλιοκριτική -την πρώτη μου- υπό την απειλή του όπλου φωτοβολίδων του Πετρόχειλου -με τη συμβουλή να αποφύγει την αυτοαναφορά όσο κι αν συχνά βολεύει στην πλοκή.
Χρειάζεσαι ένα ποίημα για να αρχίσεις ένα διήγημα κι ένα διήγημα είναι ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσεις ένα μυθιστόρημα.
Γι’ αυτό και το διήγημα κυριαρχεί σαν λογοτεχνικό είδος.
Αναμεσίς της πλοκής στα διηγήματα της συλλογής “ο τελευταίος χτύπος” των πολύ καλών εκδόσεων “Βακχικόν” βρίσκεις θραύσματα μικρών προτάσεων που σου λένε καθαρά ότι κάποτε άνηκαν σε ποιήματα ή τουλάχιστον τραγούδια. Δεν είναι λουλουδάκια που σου μιλάνε γλυκόπικρα αλλά δυνατή bitter σοκολάτα.
Οσο διάβαζα το βιβλίο χρειαζόμουν πέντε λεπτά μετά από κάθε διήγημα για να το μασήσω και να απολαύσω τη… μηχανή που το κλείνει. Αλλού η λύτρωση έρχεται απότομα, αλλού είναι βέβαιη και απλά υπονοείται. Ταυτόχρονα είναι λυρικά αλλά και έχουν προδιαγραφές cult διηγημάτων.
Θα ήθελα να ήξερα τις επιρροές του που σίγουρα υπάρχουν αλλά η άμεση γραφή και η ανακάλυψη κάθε φορά της πλοκής μέσα από σταθερό λόγο και μουσική τζαζ ανήκουν στην πρωτοτυπία του.
Μια συμβουλή ακόμα για τον συγγραφέα να ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα από το “Κόκκινο κρασί” ή τους “Σερίφηδες” ακόμα κι από το “Σάββα τον θαλασσινό” κι ας μην έχει γράψει ακόμα το καλύτερό του διήγημα.