Ένα δεντράκι στο βουνό, κόπιασε να φυτρώσει, μόχθησε να προφυλαχτεί και να επιβιώσει.
Από τις κάμπιες γλύτωσε, γλύτωσε κι απ’ τις γίδες γλύτωσε κι απ’ τους κεραυνούς κι από τις καταιγίδες. Κι απ’ τη φωτιά ήταν τυχερό, το ίδιο κι απ’ το χιόνι, κι από το χώμα ξέφυγε, κι άρχισε να ψηλώνει.
Τις ρίζες έριξε βαθιά, να συγκρατούν το σώμα, βροχή και νεροπάρματα, εκράταγε ακόμα. Φίλτρα ήτανε τα φύλλα του και δίναν οξυγόνο, καθάριο αέρα του βουνού, που λέμε… ζωογόνο.
Λίπασμα δεν εζήτησε, σκάψιμο ή φροντίδα και στην ψυχή του φούντωνε καθημερνά η ελπίδα πως τους κινδύνους ξέφυγε και θα ευδοκιμήσει, και ότι στον κόσμο των δεντρών και κείνο πως θα ζήσει, γιατί ήταν για φωτιά μικρό, όπως και για ξυλεία και δεν το τρώνε τα θεριά, σ’ αυτά να γίνει λεία.
Ακόμα δεν φοβότανε καθόλου πια το κρύο. Μα δεν εσκέφτηκε ποτέ το φοβερό θηρίο, αυτό που λένε άνθρωπο, που αντί για να φροντίζει δέντρα που τον ευεργετούν, αυτός τα αφανίζει …
Που ήρθε τα Χριστούγεννα μια βροχερή ημέρα και με τσεκούρι τη ζωή τού ’κοψε πέρα ως πέρα. Και δίχως καν να λυπηθεί, το φίλο όπου χάνει, είπε «Χριστουγεννιάτικο δέντρο» πως θα το κάνει.
Είναι καιρός το έθιμο αυτό να σταματήσει και η θρησκεία προπαντός, σ’ όλους να εξηγήσει πως δεν το θέλει ο Χριστός, να λεν πως τον δοξάζουν όταν κάθε Χριστούγεννα τα δέντρα του τα σφάζουν.