Στον Ταυρωνίτη έδειξε, κοπέλ’ απ’τη Βατούσα,
φίλος καλός ‘ποδείχτηκε, της Αιολίδας Μούσα.
Έρευνα έκανε σκληρή εις τη γενέτειρά του,
ιερό μας λέει ήτανε ,τρανή ‘ναι η χαρά του.
Κι από καρδιάς του εύχομαι, σε όλα να προσμένει,
επιτυχία να μη παν, οι κόποι του χαμένοι.
«Είμαι ΑγιαΑναστασίτης κι εγώ», είπε με εμφατική περηφάνια ο Βασίλης, το 2009, Μάιο μήνα, όταν τον ρώτησα αν είχε ιδέα για το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική. Εκεί, το 1939, φευγάτος από το σπίτι του για να μην αναγκαστεί και γίνει παπουτσής, ακολουθώντας το επάγγελμα του αυταρχικού πατέρα του, επαναστάτησε ο θεατράνθρωπος Αλέκος Γαλανός και πήγε να παρακολουθήσει μαθήματα Γυμνασίου. Κι η επανάσταση τούτη είχε αποτέλεσμα, να μη γίνει τσαγκάρης, ούτε φιλόσοφος όπως ο ίδιος έλεγε, αλλά τουλάχιστον να γίνει Γεωπόνος και μετά ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας κι άλλα.
Με είδε παραξενεμένο ο Βασίλης, πρόστεσε.
―Δύσκολα χρόνια Γιώργο. Πού λεφτά για σκολειά. Με στείλανε και μένα, το 1957, οι γονείς μου με τη Μητρόπολη Καλλονής να τελειώσω εκεί το γυμνάσιο. Εκκλησιαστικό γυμνάσιο. Αρκετοί, ακολούθησαν τον ιερατικό κλάδο. Εγώ σπούδασα Θεολογία.
Τον είχα πρωτογνωρίσει το 2008. Οκτώβρη, 26.
Πήγαινα με τη γυναίκα μου για λίγες μέρες στο Γαβαθά της Μυτιλήνης, τότε που πήραμε το οικόπεδο να χτίσουμε. Ωραία χρόνια. Κοντεύανε μεσάνυχτα γιατί είχε καθυστέρηση το βραδινό αεροπλάνο από Κρήτη μέσω Αθηνών. Καθώς περνούσαμε από τα Χάνια της Βατούσας, με σταμάτησε ο πρωτοξάδερφός μου, κι αυτός Γιώργος Καμβυσέλλης. Του Ιωάννου. Εγώ του Παναγιώτη. «Σβήσε τη μηχανή, λάτε να πιούμε ένα ούζο», είπε, μα έφερα άκεφα τυπική άρνηση κι αυτός επέμενε με την καρδιά του. «Δε γίνεται. Χρόνια έχουμε να ανταμώσουμε.»
Ήτανε ό,τι καλλίτερο μπορούσα να περιμένω με τόση κούραση και τέτοια ώρα. Τραβάτε με κι ας κλαίω, που λένε. Ψιλοσκεφτόμουν τάχα, μα κοίταξα την ταλαιπωρημένη γυναίκα μου που δεν τα αρέσει κάτι τέτοια, και με έκπληξή την είδα να χαμογελά ευγενικά. Κατάλαβα. Εκτιμάει τους συγγενείς μου, ποτέ δεν φέρνει αντίρρηση. Και με εγκαρδιότητα γνωστή χαιρέτησε τον ξάδερφο και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου που είχαμε νοικιασμένο. Τον είχα ειδοποιήσει, μας είδε όταν περνούσαμε σημειωτόν, κι είχε κατέβει να μας ξελαχταρίξει από κοντά, να μας προσκαλέσει.
Ανεβήκαμε λίγα σκαλιά, γεμάτα όλα τα τραπεζάκια. Στην αριστερή μεριά, μέσα-μέσα, ήτανε το δικό του. Το τραπέζι γεμάτο μεζέδες και φίλους, ποτηράκια και καραφάκια ούζο veto. Ήτανε το εξοχικό κέντρο του Τρύφωνα.
Το ένα ούζο έφερε δεύτερο, το δεύτερο τρίτο, εξελίχτηκε σε ένα υπέροχο γλέντι. Κάποια στιγμή, μέσα στο σαματά, ακούστηκε χαρούμενη φωνή, φάνηκε ένας πρόσχαρος άντρας σεμνός, γίνηκε σινιάλο, υπάκουσε. Γέμισε μια άδεια καρέκλα· απέναντί μου. Λιγοστά μαλλιά μισοάσπρα, γελαστό τετραγωνισμένο και ρυτιδιασμένο ελαφρά πρόσωπο, με ένα πλατύ χαμόγελο, πρόσχαρος, έτοιμος να σε αγκαλιάσει. Φαινότανε πολυμαθής και δραστήριος. Όταν περπατούσε, το κεφάλι του, γεμάτο σκέψεις φαίνεται, προπορευότανε και τα μάτια του εξερευνούσανε τα πάντα.
―Ο Βασίλης Μαλακέλλης. Συγγενής, Θεολόγος…. Είπε ο ξάδερφός μου ως μου τον σύστηνε.
Δίνοντας το χέρι μου να δείξω πως πράγματι χάρηκα για την καινούργια γνωριμιά, τον άκουσα με έκπληξη να μου λέει φανερά ικανοποιημένος:
―Αα, εσύ είσαι που γράφεις στην εφημερίδα! Διάβαζα το όνομά σου κι έλεγα ποιος να είναι στα Χανιώτικα μέρη. Πού να πάει ο νους μου πως από την Άντισσα Μυτιλήνης γίνηκες Κρητικός.
―Σφηναριώτης. Χανιώτης. Έκανα την επέμβασή μου.
Τότε σου, ανάμεσα σε κάτι ποτηράκια ούζο μου είπε ότι χρόνια πολλά μένει στον Ταυρωνίτη.
Και να δεις, γινήκαμε καλοί φίλοι. Μια στο σπίτι μας, μια στο σπίτι τους, να μιλάμε, να φιλοσοφούμε, να πειραζόμαστε έντεχνα, να τρώμε τα νόστιμα της Φωτεινής ή της Ρένας, να πίνουμε και κανένα ποτηράκι να ξεδιψάνε νους και καρδιές. Οι καρδιές μας. Που απομείνανε ορθάνοιχτες του καθενούς για τον άλλονε. Κι ο νους μας. Κι αυτός βγήκε απ’ τα στενά σύνορά του, αντάμωσε του αλλουνού, γινήκανε ένα. Λέγαμε ό,τι σκευόμασταν, χωρίς σύνορα, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς παραπανίσιες ευγένειες.
Ώσπου ένα απομεσήμερο μου το έσκασε.
―Βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας. Θα πάω κι άλλες φορές ψηλά στον Κουρατσώνα, στη Βατούσα, γιατί εκεί υπάρχει δείγμα ότι πέρασε από το χωριό μας, ο Αχιλλέας. Το αναφέρει κι ο Όμηρος στην Ιλιάδα…..
Είπε κι άλλα που τα καταλάβαινα ή όχι, μα όλα μου φαινόντουσαν σπουδαία και πιστευτά. Έβλεπα τη βεβαιότητα της σταράτης κουβέντας του, τα επιχειρήματά του πολλά και πειστικά, με εντυπωσίασε. Παρατηρούσα τον έρωτά του, τη λαχτάρα και το πάθος του για όσα έλεγε που δε γινόταν να μην τον βλέπω, να τον θαυμάζω κι ίσως να τον ζηλεύω αγαπησιάρικα για τις γνώσεις του, το κουράγιο και τη μεθοδικότητά του στην έρευνα. Τότε έμαθα πως εκτός από Θεολογίας είναι και Ιστορικής Αρχαιολογίας πτυχιούχος. Και σιγουρεύτηκα πως το αποτέλεσμα από την έρευνα του, ήτανε αληθινό κι αξιοθαύμαστο.
Και νάτος πριν λίγες μέρες, 22 Δεκεμβρίου 2018, σε τηλεφώνημά του, ενθουσιώδικα, μου είπε:
―Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι πράγματι όπως τα γράφω. Φίλο απ’ τη Βατούσα, ενήμερο του όλου θέματος παρακάλεσα, κι ανέβηκε πρωί-πρωί στο κάστρο στον Κουρατσώνα. Κοίταξε με υπομονή, και πράγματι ο ήλιος βγαίνει κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ακριβώς απ’ το ίδιο σημείο που περίμενα, όπως δηλαδή και τα περασμένα χρόνια, κι όλα τα χρόνια. Είναι όντως το Ιερό Ηλιακής Λατρείας, ηλικίας πάνω από πέντε χιλιάδες χρόνια.
Κι έκλεισε το τηλέφωνο ήσυχος, με την ελπίδα κάτι καλό να προκύψει και με την Αρχαιολογική Υπηρεσία Μυτιλήνης να προτείνουνε μια εκτενή και σε βάθος εξέταση του όλου θέματος. Και περιμένει.
Γιατί αρκετά χρόνια πέρασαν με τον φίλο μου το Βασίλη, να κάνει διασταυρώσεις γνώσεων, πληροφοριών κι επισημάνσεις θέσεων και αρχαιολογικών δεδομένων, μέχρι να το κάνει πράξη, ζηλευτή και σπουδαία. Να δώσει στη δημοσιότητα, και σε ειλικρινή διάλογο, όλα τα ευρήματα και συμπεράσματά του τα αρχαιολογικά και τα ιστορικά. Εξέδωσε ένα λιγοσέλιδο μα πανέμορφο και μεγάλου ειδικού βάρους, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο με τον εκτυφλωτικό τίτλο «Ο Θεός Ήλιος».
Και να δεις, όλα ξεκίνησαν από μια τυχαία εξόρμηση με τον κοινό φίλο Βαγγέλη Γδοντέλη στον Κουρατσώνα για να δουν τη θέα κι απομεινάρια από ένα παλιό κάστρο τις πέτρες του οποίου χρησιμοποίησαν οι ντόπιοι για ντουβάρια και στάβλους. Εκεί, λοιπόν, πρόσεξε πολύ περίεργα σημάδια με πανάρχαιες κατασκευές, πήγε το μυαλό του στην προϊστορική εποχή και στην Ιλιάδα που είχε διαβάσει για τον Αχιλλέα πως πέρασε από Λέσβο κι άλλα πολλά. Ακολούθησαν κι άλλες πολλές άοκνες επισκέψεις, και συνδυάζοντας ό,τι έβλεπε με τις αρχαιολογικές κι ιστορικές γνώσεις του και με όσα σχετικά αναφέρει ο Όμηρος, κατέληξε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι εκεί απάνω υπήρχε «Ιερό» όπου και ο Αχιλλέας, ερχόμενος από τα Λάψαρνα της Άντισσας, όπου είχε βγει, έκανε σχετικές ιεροτελεστίες. Κι άλλα πολλά γράφονται περιληπτικά στο βιβλίο του «Ο Θεός Ήλιος» που με ενδιαφέρον το διάβασα.
Σε κάποια συνάντησή μας απόρησα πώς βρέθηκε στη Λέσβο ο Αχιλλέας και προτού ρωτήσω, χαμογέλασε, ίσως για την ημιμάθειά μου, και σαν Κρητικός, είπε δυο μαντινάδες:
¨Μα ήτανε η Λέσβος μας σύμμαχος με την Τροία
κι οι Αχαιοί κυρίεψαν τη νήσο Μακαρία.
Απόβαση στα Λάψαρνα ο Αχιλλέας κάνει,
στο ιερό του Μάκαρος του Κουρατσώνα φθάνει.¨
Αλήθεια, με μαντινάδες γράφει στο βιβλίο του τον επίλογο.
Μετά απ’ όλα τούτα, οφείλω να συγχαρώ το φίλο μου Βασίλη Μαλακέλλη και να του ευχηθώ κάθε επιτυχία και υγεία, να συνεχίσει.